Το βιβλίο του ιστορικού Διονύση Τζάκη ιχνηλατεί μέσω του Έλληνα οπλαρχηγού τις προϋποθέσεις της μετάβασης από τον προεπαναστατικό κόσμο στη νέα πραγματικότητα

Εμβληματική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, αρματολός, αρχιστράτηγος, ηγέτης σειράς επιτυχημένων εκστρατειών στη δύσκολη στιγμή του 1826-1827, αλλά και πρωταγωνιστής εσωτερικών πολιτικών και στρατιωτικών συγκρούσεων, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης (1782-1827) αποτελεί ένα ιστορικό πρόσωπο που περι- βλήθηκε νωρίς την αχλή του μύθου. Τιμημένος με ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης και εκδηλώσεις μνήμης αμέσως μετά τον θάνατό του, βιογραφημένος ήδη από τους γραμματικούς του Γεώργιο Γαζή (1828) και Δημήτρη Αινιάν (1834), υπήρξε ο μόνος αγωνιστής στον οποίο αφιέρωσε βιογραφικό έργο ο εθνικός ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1867) και λειτούργη σε ως ηρωικό πρότυπο που μνημονεύθηκε τακτικά από τον Γεώργιο Δροσίνη ως τον Κωστή Παλαμά (και τον Διονύση Σαββόπουλο). Το ηρωικό πρότυπο ωστόσο προβάλλει μια διάσταση των πραγμάτων όπου η ηθική ποιότητα καθορίζει τις πράξεις του ατόμου. Μια επανάσταση, όμως, είναι συλλογικό φαινόμενο και δεν εξηγείται αποκλειστικά με το άθροισμα ποιοτήτων ή ατόμων. Η έξοχη μελέτη Η μεταστροφή του Καραϊσκάκη (εκδ. ΕΑΠ) του ιστορικού του Ιονίου Πανεπιστημίου Διονύση Τζάκη προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο θέασης του ρουμελιώτη οπλαρχηγού που φωτίζει τις περιστάσεις της μετάβασης από την προεπαναστατική παραδοσιακή κοινωνία στο νεωτερικό οργανωτικό πρότυπο του έθνους.

Ο Διονύσης Τζάκης αποσυνδέει την περί πτωση του Καραϊσκάκη από τις αντιφάσεις του ανθρώπινου χαρακτήρα για να την εγγράψει σε έναν ευρύτερο ορίζοντα μεταβολών. «Καταλύτης των ρήξεων και των αλλαγών που συνοδεύουν την επανα στατική διαδικασία» είναι ο πόλεμος. Η σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών αρχικά δεν γίνεται αντιληπτή από τους κλεφταρματολούς της Ρούμελης ως ποιοτικά διαφορετική σε σχέση με τις παραδοσιακές διενέξεις. Ειδικά οι ορεινές επαρχίες των δυτικών περιοχών της θα παραμείνουν ως το καλοκαίρι του 1822 μια ενδιάμεση ζώνη όπου θα συνυπάρχουν επαναστατικές χιλιαρχίες και οθωμανικά αρματολίκια, συχνά στο ίδιο πρόσωπο το οποίο θα δηλώνει την αφοσίωσή του στην ελληνική διοίκηση συνομολογώντας «καπάκια» με τη σουλτανική.

Οι προεπαναστατικές δομές οργάνωσης που συναρτούν τη στρατιωτική αυθεντία με συγκεκριμένο τόπο και βασίζονται σε δίκτυα συγγένειας, επιγαμίας και αλληλοβοήθειας διατηρούνται αναλλοίωτες. Βαθμιαία θα γίνει αισθητή η εξακτίνωση της κεντρικής εξουσίας συμβαδίζοντας με την αποδόμηση των παραδοσιακών πρακτικών διαχείρισης της ένοπλης σύγκρουσης «στο πλαίσιο των οποίων η εξέγερση λειτουργεί ως μηχανισμός διαπραγμάτευσης και ρύθμισης των τοπικών σχέσεων δύναμης». Ως αποτέλεσμα, προκύπτει «νέου τύπου επανάσταση», όπως σημείωνε ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος, όπου η ένοπλη δράση οφείλει να επιτελείται από «νέου τύπου επαναστάτες» και να διέπεται από τις αρχές και τους στόχους της εθνικής ιδεολογίας. Κατά συνέπεια, συμπληρώνειο Τζάκης, διεξάγεται και ένα νέο είδος πολέμου: όχι πια η κλεφταρματολική εκδοχή του, αλλά αυτή ενός στρατού ατάκτων που επιδίδεται σε ανταρτοπόλεμο.

Το πλαίσιο της μεταστροφής

Η εισαγωγή νεωτερικών ιδεών και θεσμών στην παραδοσιακή κοινωνία, η συνολική «αποδιάρθρωση και αποσύνθεση της κοινωνικής πραγματικότητας […] όπου το άτομο είχε πρωτογενώς κοινωνικοποιηθεί» δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη «μεταστροφή» του Καραϊσκάκη. Με τη λέξη δεν δηλώνεται μόνο η γνωστή κατά την αποστροφή του ίδιου του αγωνιστή μετατροπή του από «διάβολο» σε «άγγελο», αλλά και ο όρος των κοινωνιολόγων Πέτερ Μπέργκερ και Τόμας Λούκμαν που προσδιορίζει την «επανακοινωνικοποίηση» σε έναν νέο «κόσμο» με διαφορετικές ιδέες, αξίες και πρότυπα συμπεριφοράς. Επομένως, ηέννοια της μεταστροφής δίνει βάθος στον αναπροσδιορισμό της ταυτότητας και της κοινωνικοπολιτικής δράσης του έλληνα οπλαρχηγού, ενώ παράλληλα τον αποσπά από την επικράτεια της εξαίρεσης. Δεν είναι μόνο ο Καραϊσκάκης που διανύει την απόσταση από τις προεπαναστατικές νοοτροπίες και προσλήψεις της κοινωνίας ως τα επαναστατικά δίκτυα πολιτικής και ιδεών, αν και αποτελεί εμβληματική μορφή της διαδρομής.

«Πράγματι, η μεταστροφή του Καραϊσκάκη μετά το 1824 συντελείται στο πλαίσιο της ευρύτερης αποδιοργάνωσης που προκάλεσαν στα αρματολίκια των ορεινών επαρχιών της Ρούμελης ο πόλεμος της εθνικής ανεξαρτησίας και η εγκαθίδρυση των πολιτικών και στρατιωτικών θεσμών της κεντρικής Διοίκησης» τονίζει σε συνομιλία μας ο Διονύσης Τζάκης. «Πρόκειται για μεγάλης κλίμακας ανακατατάξεις στην οργάνωση των σχέσεων εξουσίας που συνέβησαν με διαφορετικό τρόπο, ρυθμό και ένταση στη διάρκεια της Επανάστασης. Στην περιδίνη- ση αυτής της κοσμογονίας βρέθηκαν όλοι οι οπλαρχηγοί, αλλά η πορεία τους δεν ήταν παρόμοια. Πολλοί, ιδίως “ανέστιοι” όπως οι Σουλιώτες, άλλοι νωρίτερα και άλλοι αργότερα, αποδέχθηκαν τις αρχές που πρόκρινε η εθνική Διοίκηση αναφορικά με την οργάνωση και διεξαγωγή του πολέμου (λόγου χάρη, καταδίκη των “καπακιών”),υπηρέτησαν τα στρατιωτικά της σχέδια και αξιοποίησαν τις νέες δυνατότητες κοινωνικής προαγωγής που προσέφερε η ένταξη στους στρατιωτικούς της θεσμούς. Oλοι αυτοί αποτέλεσαν τον άτακτο, άλλα κεντρικά οργανωμένο στρατό της Επανάστασης, και ενσάρκωσαν το νέο πρότυπο στρατιωτικού αρχηγού που καλλιεργήθηκε στη διάρκειά της. Aλλοι, όπως ο Βαρνακιώτης, ο Μπακόλας, ο Ανδρούτσος, για να σταθώ σε πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην έναρξη της Επανάστασης στη Ρούμελη, αντιμε-τώπισαν διαφορετικά τις νέες προκλήσεις της συγκυρίας και η δική τους περιδίνηση οδήγησε τελικά στην περιθωριοποίηση ή ακόμη και στην εξόντωσή τους».

Η κρίσιμη περίοδος

Κομβική ως εκ τούτου για την κατανόηση του φαινομένου είναι η εστίαση του βιβλίου στην ενδιάμεση φάση της δράσης του Γεωργίου Καραϊσκάκη, από το 1821 ως το 1825 – όχι ο σε αδρές μόνο γραμμές γνωστός αρχικός του βίος ούτε η ένδοξη διετία της στρατηγίας του στη Ρούμελη. Αμφιταλαντευόμενος μεταξύ Αλή Πασά και σουλτανικών δυνάμεων το 1820, ο Καραϊσκάκης προσχωρεί στην Επανάσταση μετην έναρξή της. Εμπειρος, ικανός, αξιόμαχος επιχειρησιακός αρχηγός, στερείται ωστόσο της εδαφικής βάσης που συνοδεύει την αρματολική εξουσία. Ενδεικτική τόσο των φιλοδοξιών του όσο και της ρευστότητας των δεδομένων στην περιοχή είναι η «αταξία των Αγράφων» το 1822, όταν η παρουσία του Καραϊσκάκη με τη συνεννόηση του οπλαρχηγού Ανδρέα Ισκου και την άδεια της «Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» υπονομεύει την αρχηγία του Γιαννάκη Ράγκου, την οποία είχε προηγουμένως εγκρίνει η ίδια τοπική αρχή. Καθώς οι επαναστατικές προτεραιότητες εμπλέκονται ακόμη με τις τοπικές ισορροπίες ισχύος, ο Καραϊσκάκης συμβάλλει στην εκδίωξη των οθωμανικών φρουρών και θέτει σε τάξη την επαρχία, φροντίζει όμως να οριστεί ως τοποτηρητής των Αγράφων και από τους Οθωμανούς. Τη δεδομένη χρονική στιγμή οι ορεινές επαρχίες είχαν διαμορφωθεί σε ενδιάμεση ζώνη μεταξύ των εμπολέμων και τα «καπάκια» εξέφραζαν αυτή την προσωρινότητα στο πλαίσιο της οποίας «η στρατιωτική και η εν γένει δράση του [Καραϊσκάκη] δεν υπηρετούσαν με τρόπο αποκλειστικό ούτε τα στρατιωτικά σχέδια της οθωμανικής πλευράς ούτε της ελληνικής».

Οι αντιφάσεις της στάσης αυτής διαφαίνονται από το φθινόπωρο του 1822, όταν καλείται από τη Διοίκηση να συνδράμει στην πολιορκία του Μεσολογγίου: απρόθυμος να εγκαταλείψει την επαρχία του,στέλνει στρατιώτες και υποσχέσεις, εκείνος όμως δεν μετακινείται. Για τον ίδιο οι συνθήκες με την οθωμανική πλευρά έχουν εργαλειακό χαρακτήρα («κλείω την ειρήνην τώρα δεν με άρεσεν μεθαύριο, τη χέζω»),παρά όμως το ότι μιλά ήδη τη γλώσσα του«έθνους», βλέπει ακόμη το «Ρωμαίικο» ως άθροισμα επικρατειών οπλαρχηγών. Κατα- λύτης αποδεικνύεται τελικά η διαμάχη με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και η «πολιτική δίκη» με την κατηγορία της προδοσίας. Κατανοώντας την ισχύ της κεντρικής εξουσίας και εντασσόμενος στο κοινωνικοπολιτικό δίκτυο του Ιωάννη Κωλέττη, ο Καραϊσκάκης αποδέχεται πως το κύρος και η αυθεντία πλέον πηγάζουν από τις δυνατότητες που προσφέρουν οι μηχανισμοί της Διοίκησης: βαθμοί, στρατιωτικοί ρόλοι, αριθμός μισθοδοτούμενων ανδρών. Στη λογική αυτή τοπαρχία δεν υφίσταται,ο ρόλος των διαπραγματεύσεων με τους οθωμανούς παράγοντες για την απόσπαση προνομίων ακυρώνεται. Η πατρίδα είναι ενιαία, η κυβέρνηση «βασίλισσα», όπωςπροκύπτει από επιστολές και λεγόμενάτου. Το 1826-1827 ο Καραϊσκάκης απο- δεικνύεται έτσι εμπνευσμένος ηγέτης ενός«στρατού άτακτων μαχητών που διατηρούσαν τα παραδοσιακά οργανωτικά χαρακτηριστικά τους, αλλά πολεμούσαν με σχέδιο και με ιδεολογία υπό την καθοδήγηση της Διοίκησης».

Ο Διονύσης Τζάκης καθοδηγεί προσεκτικά τον αναγνώστη μέσα από τις πολυάριθμες επαφές, διαπραγματεύσεις, διενέξεις και εκστρατείες του Καραϊσκάκη σκιαγραφώντας με ακρίβεια την αλληλεπίδραση του ατόμου με τον κοινωνικό και πολιτισμικό περίγυρό του ώστε να αποτυπωθεί με σαφήνεια η καμπή και η αιτιολόγησή της. Και οφείλει να υπογραμμιστεί εδώ ότι η αξία αυτής της μελέτης περίπτωσης έγκειται στην υπόδειξη και την ιστορική τεκμηρίωση των σταθμών ενός μετασχηματισμού που, παρά το προσωπικό του στοιχείο, δεν αφορά μεμονωμένα πρόσωπα: η διεξαγωγή του πολέμου, η οργάνωση της εξουσίας, η σύμπηξη των πολιτικών δικτύων συνιστούν προϋποθέσεις μεταστροφής μιας ολόκληρης κοινωνικής κατηγορίας – από κλεφταρματολούς σε επαναστάτες.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο  Βήμα της Κυριακής,  20 Ιουνίου 2021.