Αποχαιρέτα τους επιστήμονες που χάνονται ή αξίζει τον κόπο να αρθούμε πάνω από τη μοιρολατρία και να προσπαθήσουμε να ανασχέσουμε το λεγόμενο brain drain; Την εποχή της οικονομικής κρίσης, αρκετοί νέοι επιστήμονες έφυγαν από τη χώρα μας αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα στην Εσπερία (κυρίως Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία). Θα γυρίσουν ποτέ; Θα μπορέσουμε να τους προσφέρουμε ως χώρα μια θετική απάντηση έτσι ώστε να επιστρέψουν; Τι είναι αυτό που ωθεί τους νέους να αποχωρίζονται το οικείο περιβάλλον και να ανοίγονται στη «θάλασσα» της περιπέτειας; Με αφορμή το βιβλίο τους Brain Drain στην Ελλάδα (εκδόσεις ΕΑΠ), οι καθηγητές-συγγραφείς Λόης Λαμπριανίδης και Θεοδόσης Συκάς καταγράφουν το κύμα της μετανάστευσης υψηλής ειδίκευσης και προσπαθούν να δουν το ζήτημα ψύχραιμα και δίχως αγκυλώσεις. Στη συνέντευξη που παραχώρησαν στο Andro εξηγούν όλες τις πτυχές του φαινομένου.

«Το brain drain είναι μια μονόδρομη μετακίνηση που συνήθως πλήττει τις φτωχότερες χώρες προέλευσης και όχι πάντα τις μικρές».
Η Ελλάδα έχει πληγωθεί πολλάκις από την μετανάστευση. Είναι η μοίρα μιας μικρής χώρας;
Θ.Σ.: Σήμερα, η έννοια της μετανάστευσης έχει διαφορετική σημασιοδότηση από αυτή που μας παραδόθηκε μέσα από τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα των αρχών και των μέσων του 20ου. Η μετανάστευση δε συνιστά κατ’ ανάγκη πληγή, έχει πολλές όψεις, μεταξύ των οποίων και θετικές, τόσο για τις χώρες υποδοχής και προέλευσης, όσο και για τους ίδιους τους μετανάστες. Πληγή είναι το brain drain για τη χώρα μας με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες συντελέστηκε. Το brain drain είναι μια μονόδρομη μετακίνηση που συνήθως πλήττει τις φτωχότερες χώρες προέλευσης και όχι πάντα τις μικρές. Π.χ., υπάρχουν όμοιες πληθυσμιακά χώρες με την Ελλάδα, όπως η Σουηδία, ή και μικρότερες, όπως η Ιρλανδία, στις οποίες η Μετανάστευση Υψηλής Ειδίκευσης, όχι μόνο δεν πήρε τη μορφή ενός μαζικού brain drain, αλλά την ίδια στιγμή που οι χώρες αυτές χάνουν ντόπιο επιστημονικό δυναμικό, δέχονται, συγχρόνως, και Μετανάστες Υψηλής Ειδίκευσης. Υπόκεινται, δηλ., σε αυτό που ονομάζουμε κυκλοφορία εγκεφάλων (brain circulation).
Υπάρχει μια αισθητή διαφοροποίηση ανάμεσα στη μετανάστευση του ’50 και του ’60 και τη σημερινή. Τα παιδιά τώρα δεν πηγαίνουν ανθρακωρύχοι στο Βέλγιο.
Θ.Σ.: Ενδέχεται, όμως, να ακούν Καζαντζίδη. Η αλήθεια είναι ότι η φυσιογνωμία του πρόσφατου μεταναστευτικού ρεύματος από την Ελλάδα σε σχέση με αυτό των δεκαετιών του ’50 και του ’60 παρουσιάζει καίριες διαφορές. Κάποιες πολύ βασικές είναι: πρώτον, το νεότερο μεταναστευτικό ρεύμα αποτελείται, σε μεγάλο βαθμό, από πτυχιούχους και όχι ανειδίκευτους ή ημι-ειδικευμένους μετανάστες. Δεύτερον, η μεταναστευτική επιλογή των σημερινών μεταναστών είναι κατά τεκμήριο θετική, δηλ., βασίζεται σε θετική αποτίμηση των δεξιοτήτων τους που τους οδηγεί σε εργασιακές επιλογές καριέρας και όχι σε μια αρνητική αποτίμηση των δεξιοτήτων τους που, συνήθως, οδηγεί σε εργασιακές επιλογές επιβίωσης. Τρίτον, υπάρχει μεγαλύτερη ισορροπία ως προς το φύλο των μεταναστών, σε αντίθεση με το μεταπολεμικό ρεύμα, το οποίο αποτελούνται κυρίως από άντρες.
«Το brain drain δεν αφορά μόνο νέους αλλά, ιδίως στην περίοδο της κρίσης, και μεγαλύτερους».
Η οικονομική κρίση ήταν η αφορμή ή η αιτία;
Θ.Σ.: Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι, κατά την περίοδο της ύφεσης, υπάρχει σχεδόν απόλυτη συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των μεταναστών και του ποσοστού ανεργίας στη χώρα. Ωστόσο, η συσχέτιση αυτή δε σημαίνει κατ’ ανάγκη και αιτιότητα. Δηλ., το brain drain ξεκίνησε πριν την ύφεση, αλλά η ύφεση, αναμφίβολα, το επέτεινε. Επίσης, ως προς τις αιτίες της φυγής, οι ίδιοι οι μετανάστες προτάσσουν τις προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης που τους προσφέρονται στο εξωτερικό ή/και την εύρεση εργασίας στο αντικείμενο σπουδών. Δεδομένου, μάλιστα, ότι μια σημαντική μερίδα των μεταναστών απασχολούνται ως ερευνητές ή ακαδημαϊκοί στο εξωτερικό και, επομένως, σε θέσεις υψηλού κύρους και αμοιβών, σημαίνει ότι η οικονομική ύφεση μπορεί να διόγκωσε, αλλά δε γέννησε το brain drain.
Ακόμη κι αν δεν είχε ενσκήψει η οικονομική κρίση, η Ελλάδα θα μπορούσε να κρατήσει όλο το επιστημονικό δυναμικό της;

Θ.Σ.: Όπως είπαμε, το brain drain ξεκίνησε πριν την οικονομική ύφεση. Οπότε μια πρώτη απάντηση στο ερώτημά σας δίνουν τα ίδια τα δεδομένα της μεταναστευτικής εκροής. Επιπρόσθετα, εδώ και δεκαετίες, παρατηρείται στη χώρα μας μια αναντιστοιχία μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς εργασιών υψηλής ειδίκευσης, γεγονός που οφείλεται στο ότι η χώρα μας παράγει προϊόντα μεσαίας και χαμηλής προστιθέμενης αξίας και επομένως η ζήτηση για υψηλής ειδίκευσης θέσεις είναι περιορισμένη. Η αναντιστοιχία αυτή και μόνο μπορεί να αποτελέσει αιτία μετανάστευσης ενός μέρους του ειδικευμένου δυναμικού μιας χώρας, ακόμη και όταν η μεταναστευτική κίνηση δεν πλαισιώνεται από ένα υφεσιακό περιβάλλον.

Η εργασιακή κινητικότητα δεν είναι μέρος αυτού που ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση; Πρέπει να την δαιμονοποιούμε;
Θ.Σ.: Αν και η εργασιακή κινητικότητα δεν αποτελεί παιδί της παγκοσμιοποίησης -είναι καταγωγική συνθήκη της κοινωνικής συνύπαρξης- θα μπορέσουμε, σήμερα, να την κατανοήσουμε καλύτερα μέσα από το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης. Η οικονομική μετανάστευση είναι, τις περισσότερες φορές, ένα μίγμα αναγκαιότητας, δηλ., απόρροια συνθηκών, από τη μία πλευρά, και στρατηγικής επιλογής, από την άλλη, προκειμένου οι μετανάστες να βελτιώσουν τους όρους ζωής τους. Η παγκοσμιοποίηση, στον βαθμό, που εμπεριέχει την ελεύθερη κινητικότητα των παραγωγικών συντελεστών, έχει δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο δεύτερο συστατικό της μεταναστευτικής απόφασης, δηλ., αυτό της στρατηγικής επιλογής. Ωστόσο, και υπό αυτούς τους όρους, η διεθνής εργασιακή κινητικότητα, ειδικά στην περίπτωση του brain drain, έχει θετικές και αρνητικές όψεις, κερδισμένους και χαμένους. Η δαιμονοποίηση, όπως λέτε, των αρνητικών όψεων θα ήταν μια πρώιμη, για αυτό και γενική, συναισθηματική τοποθέτηση που μας εμποδίζει να δούμε καθαρά το πολύπτυχο του φαινομένου και καταλήγει, πολλές φορές, να αρνείται την πραγματικότητα. Το ζητούμενο, κατά την άποψή μου, είναι να διαγνώσουμε με ενάργεια τις διαφορετικές αυτές όψεις και να εργαστούμε συστηματικά επάνω στο ερώτημα, ποιο είδος διαχείρισης του φαινομένου μπορεί να αποβεί προς όφελος κυρίως των πιο αδύναμων χωρών, οι οποίες πλήττονται περισσότερο από το brain drain.
«Ο κύριος όγκος των μεταναστών υψηλής ειδίκευσης προέρχεται από τα μεσαία και τα μεσαία προς ανώτερα στρώματα».
Στο βιβλίο σημείωνε με επίταση πως αυτό που πιστεύουμε για το brain drain είναι μια πρωτοεπίπεδη αντίδραση. Δεν φεύγουν όλα τα παιδιά για να βρουν δουλειά και χρήματα. Λ.Λ. Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι το brain drain δεν αφορά μόνο νέους αλλά, ιδίως στην περίοδο της κρίσης, και μεγαλύτερους. Δεν φεύγουν όλοι για να βρουν δουλειά, πολλοί είχαν δουλειά πριν φύγουν. Φεύγουν για πολλούς λόγους, π.χ., αναξιοκρατίας, νεποτισμού, για να γνωρίσουν άλλους πολιτισμούς, να ζήσουν πιο ελεύθερα. Κυρίως, όμως, φεύγουν για να αναζητήσουν μια ενδιαφέρουσα δουλειά, ανάλογη με τα προσόντα και τις φιλοδοξίες τους, με καλή αμοιβή και εργασιακές συνθήκες με προοπτική εξέλιξης κτλ. – Υπάρχει, επίσης, διαφοροποίηση μεταξύ των παιδιών που προέρχονται από υψηλές κοινωνικές τάξεις κι εκείνων που έλκουν την καταγωγή τους από μεσαία στρώματα. Δεν αναχωρούν όλοι για τον ίδιο λόγο. Λ.Λ. Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι, σε όλο τον κόσμο, με μικρές διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών, ο κύριος όγκος των μεταναστών υψηλής ειδίκευσης προέρχεται από τα μεσαία και τα μεσαία προς ανώτερα στρώματα. Τα πολύ υψηλά και τα πολύ χαμηλά στρώματα υποεκπροσωπούνται στον συγκεκριμένο μεταναστευτικό πληθυσμό. Η διαφοροποίηση μεταξύ των Ελλήνων ειδικευμένων μεταναστών που ανήκουν σε διαφορετική θέση στην κοινωνικοοικονομική διαστρωμάτωση δεν έγκειται στην αιτία της μετανάστευσης, δηλ., οι αιτίες της φυγής είναι σχεδόν οι ίδιες για όλους. Έγκειται στο γεγονός ότι οι οικογένειες των μεταναστών που ανήκουν στα υψηλότερα στρώματα έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν με πολλούς τρόπους και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τη μεταναστευτική επιλογή των παιδιών τους. Π.χ., να τους βοηθήσουν οικονομικά να κάνουν όλες τις σπουδές τους στο εξωτερικό, να φοιτήσουν σε καλά πανεπιστήμια κτλ., και σε ένα δεύτερο επίπεδο, έχοντας ένα υψηλότερο κοινωνικό κεφάλαιο, να τους βοηθήσουν να βρουν ελκυστικότερες εργασίες.
«Αυτοί που έφυγαν είναι πολύτιμοι για τη χώρα και πρέπει να δημιουργήσουμε τις συνθήκες εκείνες για να επιστρέψουν».
Είναι ανεπίστρεπτη η κατάσταση; Θα πρέπει να τα ξεγράψουμε αυτά τα παιδιά;
Λ.Λ. Όχι κάθε άλλο. Αυτοί που έφυγαν είναι πολύτιμοι για τη χώρα και πρέπει να δημιουργήσουμε τις συνθήκες εκείνες για να επιστρέψουν. Αλλά ακόμη και εάν κάποιοι δεν επιστρέψουν άμεσα, ή δεν επιστρέψουν ποτέ, θα πρέπει να δημιουργήσουμε εκείνες τις συνθήκες, ώστε να συνδεθούν με την ελληνική οικονομία και τα ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα (virtual return). – Ακόμη και οι πάγιες απόψεις των σημερινών γονιών έχουν αλλάξει. Πολλοί προτρέπουν τα παιδιά τους να αναζητήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό. Ο σημερινός μετανάστης αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο. Θ.Σ.: Θα έλεγα ότι η ανάγκη των γονέων να προετοιμάσουν ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους είναι διαχρονική. Και κατά τη διάρκεια του μεταπολεμικού μεταναστευτικού ρεύματος, το οποίο, όπως θυμόμαστε, συνοδεύτηκε από ένα, επίσης, πλατύ κύμα εσωτερικής μετανάστευσης προς τις πόλεις, υπήρχε η προτροπή των τότε γονέων προς τα παιδιά τους «φύγε παιδί μου από τις λάσπες». Μόνο που τώρα, ο γεωγραφικός ορίζοντας αυτής της προτροπής έχει γίνει διεθνής. Σε ένα πλαίσιο διεθνών, πολυεπίπεδων συναλλαγών (οικονομικών, κοινωνικών, τεχνολογικών), έντονης γεωγραφικής κινητικότητας και πολυεθνικού χαρακτήρα, κυρίως των πιο αναπτυγμένων χωρών, η πρόσληψη της μετανάστευσης (και του μετανάστη) έχει αλλάξει. Την εκλαμβάνουμε περισσότερο ως αναπόσπαστο στοιχείο της σύγχρονης πραγματικότητας. Και στην Ελλάδα, η μετανάστευση του σήμερα δεν είναι η ξενιτειά του χθες, ούτε συζητιέται, ούτε τραγουδιέται ως τέτοια. Δεν έχει τις αρνητικές συμπαραδηλώσεις του παρελθόντος. Αυτό, από την άλλη πλευρά, σημαίνει ότι και η χώρα μας, στο νέο αυτό πλαίσιο, θα πρέπει να βρει τη θέση της στον διεθνή ανταγωνισμό για τους Μετανάστες Υψηλής Ειδίκευσης και να προσπαθήσει συστηματικά να ανασχέσει τη μαζική φυγή ενός από τα πιο δυναμικά κομμάτια του πληθυσμού της.
«Πολύ συχνά, ένα μέρος των μεταναστών επιστρέφει, ή μπορεί να χαράξει νέες μεταναστευτικές διαδρομές».
Στο βιβλίο αναφέρετε έρευνες που δείχνουν ακριβώς την τάση επιστροφής. Δεν είναι αισιόδοξα τα μηνύματα.
Θ.Σ.: Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι, συχνά, η μετανάστευση εκλαμβάνεται ως μια μονόδρομη μετακίνηση. Αυτό δεν είναι ακριβές. Πολύ συχνά, ένα μέρος των μεταναστών επιστρέφει, ή μπορεί να χαράξει νέες μεταναστευτικές διαδρομές. Π.χ., την περίοδο 2011-2015 που κορυφώνεται η φυγή από τη χώρα, οι μεταναστευτικές εισροές αποτελούν, κατά μέσο όρο, περίπου το 55% των εκροών. Μέρος αυτών των εισροών είναι και παλιννοστούντες Έλληνες. Βέβαια, σημασία δεν έχει μόνο πόσοι γυρίζουν, αλλά ποιο είναι το γνωσιακό υπόβαθρο αυτών που γυρίζουν, καθώς αυτό δείχνει αν το brain drain μπορεί να μετατραπεί σε brain regain, αλλά και για ποιους λόγους γυρίζουν. Δυστυχώς, σε επίπεδο χώρας, δεν έχουμε τόσο λεπτομερή πληροφόρηση, ωστόσο, είναι ενδεικτικό από σχετικές έρευνες πεδίου ότι η πλειονότητα των μεταναστών είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να συνεισφέρουν στη χώρα με όσες δυνάμεις διαθέτουν. Και αυτό, νομίζω, είναι μια αισιόδοξη προοπτική. – Κυβερνήσεις άλλων «περιφερειακών» χωρών τι κίνητρα παρέχουν στους νέους για να επιστρέψουν; Λ.Λ: Έχουν κατά καιρούς προταθεί και εφαρμοστεί διάφορα μέτρα και όχι μόνο από «περιφερειακές» χώρες, όπως φοροελαφρύνσεις, αναγνώριση πτυχίων και προσόντων, διευκολύνσεις εγκατάστασης για όλη την οικογένεια, κίνητρα έναρξης νεοφυών επιχειρήσεων κ.ά. Τα κίνητρα αυτά, όπως μας δείχνει η βιβλιογραφία, είναι αναποτελεσματικά. Στις μόνες χώρες που έφεραν αποτέλεσμα (π.χ. Σιγκαπούρη, Ν. Κορέα, Κίνα και Ινδία) ήταν γιατί αυτά συνδυάστηκαν με μια αναπτυξιακή δυναμική των χωρών αυτών. Αυτό που χρειάζεται είναι να αρθρούν οι λόγοι που τους έδιωξαν Π.χ., η αναβάθμιση του κράτους δικαίου και η καταπολέμηση της αναξιοκρατίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν για πολλούς μετανάστες, ισχυρά κίνητρα επιστροφής και βέβαια η δυνατότητα να βρουν δουλειά ανάλογη των προσόντων τους.

«Το brain drain ουσιαστικά εντείνει τις ανισότητες Βορρά – Νότου».

Το γεγονός ότι οι νέοι επιλέγουν συγκεκριμένες χώρες (Μ. Βρετανία, Γερμανία) που καρπώνονται τα «καλά» μυαλά δεν επενεργεί εν τοις πράγμασι στη ραγδαία ανισότητα του Βορρά με τον Νότο;
Λ.Λ. Έτσι ακριβώς, το brain drain ουσιαστικά εντείνει τις ανισότητες Βορρά – Νότου. Με δεδομένο ότι το ανθρώπινο δυναμικό είναι ο καθοριστικός παράγων της αναπτυξιακής διαδικασίας, η φυγή του πιο εξειδικευμένου κομματιού του από μια χώρα (συνήθως λιγότερο αναπτυγμένη) και η εγκατάστασή του σε μια άλλη (συνήθως αναπτυγμένη), σημαίνει μια τεράστια απώλεια αναπτυξιακής αλλά και κοινωνικο-πολιτικής δυναμικής για την πρώτη και τον προσπορισμό της από τη δεύτερη. Αυτό αναπαράγει τις ανισότητες στο Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας.
Λέτε πολύ σωστά στο τελευταίο κεφάλαιο πως όσο τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας δεν διορθώνονται, το brain drain θα είναι μια πραγματικότητα. Θα ήθελα να αναφερθούμε σ’ αυτό.
Λ.Λ. Οι λόγοι φυγής είναι πολλοί (αναξιοκρατία, νεποτισμός, γραφειοκρατία, γνωριμία άλλων πολιτισμών κτλ.). Κυρίως, όμως, είναι η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης εργασίας (που οδηγεί σε υψηλά ποσοστά ανεργίας, υποαπασχόλησης, ετεροαπασχόλησης, κτλ.), αλλά και η έλλειψη δυνατότητας για ενδιαφέρουσα εργασία με προοπτική. Αυτό δεν οφείλεται στην υπερπροσφορά πτυχιούχων, μια που η χώρα μας βρίσκεται κοντά στο μ.ό. της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Οφείλεται, κυρίως, στο ότι η οικονομία γενικά και οι επιχειρήσεις συγκεκριμένα δεν παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Για να λυθεί το πρόβλημα λοιπόν θα πρέπει να αλλάξει το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας με τη στροφή του στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα δημιουργήσουν πολλές θέσεις εξειδικευμένου προσωπικού. – Επίσης, σημειώνετε, κάτι πολύ ενδιαφέρον: ακόμη κι αν δεν έρθουν πίσω και πάλι μπορούμε να μην τους χάσουμε εντελώς. Ποιος είναι αυτός ο άλλος «δρόμος»; Λ.Λ. Είναι ακριβώς να τους βοηθήσουμε να «συνδεθούν» με την Ελλάδα. Η πρωτοβουλία «Γέφυρες γνώσης & Συνεργασίας» βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση. Με την έννοια πως διευκολύνει τη δημιουργία μιας ηλεκτρονικής κοινότητας όλων των Ελλήνων πτυχιούχων, ανεξάρτητα από το σε ποιο σημείο του κόσμου βρίσκονται. Ενημερώνει για όλες τις πολιτικές που ασκούνται στην Ελλάδα αναφορικά με τους πτυχιούχους και διευκολύνει όσους δε θα επιστρέψουν άμεσα να συνδεθούν με τις ελληνικές επιχειρήσεις, τα ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα.

«Υπήρξε μια εξιδανίκευση της φυγής, που έγινε μόδα – μια αυτονόητη επιλογή».

Το brain drain τα προηγούμενα χρόνια είχε εξελιχθεί σε μείζον πολιτικό θέμα αντιπαράθεσης κάτι που δεν συμβαίνει στις μέρες μας. Φταίει που άλλαξε η ατζέντα των προβλημάτων ή συνειδητοποιήσαμε πως αυτά τα παιδιά τα «χάσαμε»;
Λ.Λ. Όντως, τα προηγούμενα χρόνια το ζήτημα αυτό είχε γίνει στοιχείο άσκησης αντιπολιτευτικού λόγου με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ένας νηφάλιος διάλογος για τα αίτια του φαινομένου και βεβαίως για την αντιμετώπισή του. Έτσι, ήταν αδύνατον να αναδειχθούν οι συνέπειες της φυγής για την ελληνική οικονομία και κοινωνία αλλά και κάποιες «σκοτεινές» πλευρές της ζωής και της εργασίας στο εξωτερικό. Κάποιοι αρέσκονταν να μιλούν για όσο το δυνατόν μεγαλύτερους αριθμούς επιστημόνων που έφυγαν, από τους οποίους, μάλιστα, μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό σχεδιάζει να επιστρέψει και προβάλλονταν μεμονωμένες επιτυχημένες περιπτώσεις αποσιωπώντας τις πολλές, πολύ λιγότερο επιτυχημένες. Προβλήθηκαν και κυριάρχησαν «στερεοτυπικές απόψεις» που υπερτόνιζαν, από τη μια πλευρά, τις υπάρχουσες δυσλειτουργίες στην Ελλάδα και, από την άλλη, τους υποτιθέμενους εργασιακούς παραδείσους στο εξωτερικό. Υπήρξε κατά κάποιο τρόπο μια εξιδανίκευση της φυγής, που έγινε μόδα – μια αυτονόητη επιλογή. Πολλοί λοιπόν, κάτω από αυτές τις συνθήκες, πείστηκαν από τη συμβατική σοφία: «έξω υπάρχουν ευκαιρίες για όλους» ενώ στην Ελλάδα κυριαρχούν η ανεργία, ο νεποτισμός, η αναξιοκρατία, κτλ.
Υπάρχουν και επιστήμονες που έμειναν στην Ελλάδα και δικαίως αισθάνονται παραγκωνισμένοι ακούγοντας τα κίνητρα που δίδονται στους «έξω». Τι μπορούμε να πούμε σ’ αυτούς;
Λ.Λ. Τα κίνητρα που υποσχέθηκε να δώσει η ΝΔ αποτελούν λάθος πολιτική. Διεθνώς, αυτή η πολιτική έχει αποτύχει. Πρέπει να υπάρχουν κίνητρα που να αφορούν σε όλους τους επιστήμονες, είτε βρίσκονται στο εξωτερικό, είτε στην Ελλάδα. Η κινητροδότηση αυτών που βρίσκονται στο εξωτερικό αποτελεί διακριτική μεταχείριση εναντίον αυτών που βρίσκονται στην Ελλάδα και είναι προβληματική. – Τι μπορούμε να πούμε για τους ψηφιακούς ομάδες που επιθυμεί να προωθήσει η τωρινή κυβέρνηση; Είναι λύση; Λ.Λ. Η προσέλκυση ψηφιακών νομάδων δηλ. επαγγελματιών που θα κατοικούν στη χώρα μας (αναμένεται κατά μ.ό. να μένουν 6 μήνες περίπου) αλλά θα εργάζονται για κάποια άλλη χώρα και θα έχουν μείωση φόρου για 7 χρόνια είναι κάτι θετικό με την έννοια πως στο διάστημα αυτό θα καταναλώνουν στη χώρα μας. Η πολιτική αυτή δεν αφορά στην επιστροφή των επιστημόνων μας, μια που ρητά προβλέπεται ότι δεν πρέπει να έχουν υπάρξει ποτέ φορολογούμενοι στην Ελλάδα.
«Χρειάζεται αλλαγή πολιτικής πλεύσης της ΕΕ, γιατί αλλιώς οι ανισότητες μεταξύ χωρών και περιφερειών θα εντείνονται περαιτέρω».
Η ΕΕ μπορεί να δράσει κεντρικά για να μετριάσει την ροή των καλών μυαλών προς τις πλούσιες χώρες; Υπάρχει κάτι τέτοιο στην ατζέντα της;
Λ.Λ. Η ΕΕ αντιμετωπίζει το brain drain ως brain circulation δηλ. ως κυκλοφορία των εργαζομένων πτυχιούχων μεταξύ των κρατών-μελών, όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Γιατί η μετανάστευση των πτυχιούχων είναι, κυρίως, προς την μια κατεύθυνση, δηλ., από τις χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης προς τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης και αυτό αναπαράγει τις υπάρχουσες ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Είναι φανερό, και σε αυτό το ζήτημα, πως χρειάζεται αλλαγή πολιτικής πλεύσης της ΕΕ, γιατί αλλιώς οι ανισότητες μεταξύ χωρών και περιφερειών θα εντείνουν περαιτέρω την υποβάθμιση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της. – Μπορεί να υπάρχει αυτό που ονομάζουμε άριστο μέγεθος πτυχιούχων στη χώρα μας; Λ.Λ. Δεν μπορεί να υπάρξει τέτοιο μέγεθος, καθώς αυτό εξαρτάται απολύτως από την οικονομική και κοινωνικο-πολιτική κατάσταση της χώρας. Δεν πρέπει να κρίνουμε εάν το ποσοστό των πτυχιούχων είναι υψηλό ή όχι με βάση το «τι δουλειές υπάρχουν σήμερα» αλλά με βάση το «τι αναπτυξιακό υπόδειγμα θέλουμε». Και βέβαια, εάν στοχεύουμε να ανταγωνιστούμε στο Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας με βάση την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, τότε θέλουμε πολλούς επιστήμονες. Εάν, αντίθετα, θέλουμε να ανταγωνιστούμε στη βάση του φτηνού κόστους εργασίας, των χαμηλών φορολογικών συντελεστών κτλ., τότε θέλουμε ελάχιστους επιστήμονες. – Ποιες οι διαφορές της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιμετώπιση του brain drain; Λ.Λ. Ο ΣΥΡΙΖΑ σαν κυβέρνηση αναγνώρισε την τεράστια σημασία του φαινομένου και με τις πολιτικές που άσκησε επιχείρησε να ανατρέψει τα αίτιά του (π.χ., με την υιοθέτηση μιας αναπτυξιακής στρατηγικής που στοχεύει στην οικονομία της γνώσης), ώστε να περιοριστεί η φυγή, να επιστρέψουν αυτοί που έφυγαν (ενίσχυση ακαδημαϊκής και ερευνητικής αριστείας, στήριξη της απασχόλησης της επιχειρηματικότητας και καινοτομικής δραστηριότητας πτυχιούχων) και, όσοι δεν επιστρέψουν, να βοηθηθούν να συνδεθούν με την ελληνική οικονομία και την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα, όσο θα βρίσκονται στο εξωτερικό (Γέφυρες γνώσης & συνεργασίας. H ΝΔ εξήγγειλε ένα πρόγραμμα για την επιστροφή 500 επιστημόνων που θα απασχοληθούν σε επιχειρήσεις με επιδότηση του μισθού τους για 1 χρόνο από το δημόσιο και 1 χρόνο από την επιχείρηση.

Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι οικονομικός γεωγράφος και Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Ο Θεοδόσης Συκάς εκπαιδευτικός στο 1ο Πρότυπο Λύκειο Θεσσαλονίκης «Μ. Ανδρόνικος» και διδάσκων στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο www.andro.gr