Τα ερωτήματα αυτά δεν επιδέχονται κοινώς αποδεκτή απάντηση, στον βαθμό που υπάρχουν πολλοί ορισμοί της ηθικής και πολλές διαφορετικές συλλήψεις της οικονομικής ζωής. Εχουν υπάρξει ιστορικά, για παράδειγμα, διάφορες εκδοχές μιας καπιταλιστικής ηθικής, συμβατής αν όχι με τη σύλληψη του homo economicus πάντως με την απενοχοποιημένη επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος. Εχει υποστηριχθεί, για παράδειγμα, ότι και ο νεοφιλελευθερισμός συνδέεται με μια ιδιαίτερη «ηθική οικονομία» που δίνει προτεραιότητα στα δικαιώματα των καταναλωτών να ικανοποιήσουν τις ατομικές τους προτιμήσεις και στην υποχρέωση θεσμών και καταναλωτών να επιτρέπουν την ελεύθερη ροή της προσφοράς και της ζήτησης.

Ο κλάδος της «επιχειρηματικής ηθικής» αποτελεί από πολλές απόψεις μια τέτοια περίπτωση, καθώς, όπως δείχνει στο άρθρο του εδώ ο Νίκος Αστρουλάκης, εξ ορισμού κινείται εντός του καπιταλιστικού πλαισίου. Και βέβαια, υπάρχουν ηθικοί κώδικες που ρυθμίζουν τις δοσοληψίες στην αγορά, όπως αυτοί που αφορούν την υποχρέωση αποπληρωμής των χρεών και στους οποίους αναφέρονται (και ασκούν κριτική) στα κείμενά τους η Δάφνη Παπαδάκη και ο Σπύρος Μαρκέτος.

Ηθική οικονομία, για τον Τόμσον, είναι εν τέλει το σύνολο των λαϊκών αντιλήψεων που υφίστατο και αντιπαρατέθηκε στην επέλαση του καπιταλισμού, της κυριαρχίας των νόμων της αγοράς και της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας την εποχή της ανόδου τους.

Μάλλον πιο κοινό είναι να σκεφτόμαστε τη σχέση ηθικής και οικονομίας μέσα από το πρίσμα μιας ηθικής κριτικής σε οικονομικές πρακτικές και συμπεριφορές. Στη χριστιανική παράδοση η απληστία είναι ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, ενώ ο τοκογλύφος εμφανίζεται από πολύ παλιά ως φιγούρα ειδεχθής (ή και δαιμονική).

Σε αυτή τη γραμμή κριτικής και διαμαρτυρίας εντάσσεται και η έννοια της ηθικής οικονομίας, που ανέπτυξε ο ιστορικός E. P. Thompson (δημοσιεύεται εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο του που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστήμιου) για να αναφερθεί στις πεποιθήσεις του πλήθους στις λεγόμενες «ταραχές για τα τρόφιμα» στην Αγγλία του 18ου αιώνα. Κακές σοδειές οδηγούσαν σε σπάνη και άνοδο των τιμών των σιτηρών, και κατά συνέπεια διαγραφόταν ο κίνδυνος της πείνας για τις λαϊκές τάξεις που κινητοποιούνταν για να τον αποσοβήσουν.

Η ακρίβεια στην αγορά πυροδότησε και στον 20ό αιώνα κινητοποιήσεις που για τη νομιμοποίησή τους προσέφευγαν σε έναν λόγο με ισχυρή παρουσία ηθικών αξιών, από τις εργατικές διαδηλώσεις στην Ελλάδα του 1920 ενάντια στην αισχροκέρδεια και τις κινήσεις του ΕΑΜ ενάντια στην απόκρυψη τροφίμων από τους μαυραγορίτες στην Κατοχή (βλ. εδώ το κείμενο του Κωνσταντίνου Λαμπράκη) μέχρι την «αυτομείωση» στις τιμές αγαθών και ηλεκτρικού που προπαγάνδιζε η Εργατική Αυτονομία στην Ιταλία της δεκαετίας του 1970.

Ηθική οικονομία, για τον Τόμσον, είναι εν τέλει το σύνολο των λαϊκών αντιλήψεων που υφίστατο και αντιπαρατέθηκε στην επέλαση του καπιταλισμού, της κυριαρχίας των νόμων της αγοράς και της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας την εποχή της ανόδου τους. Θα μπορούσαμε να τροποποιήσουμε τη σύλληψή του για να έχει ισχύ και σήμερα: να σκεφτούμε την ηθική οικονομία, δηλαδή, ως ένα σύνολο αντιλήψεων που υπερασπίζουν αυτό που απειλείται κάθε φορά από την επέκταση της λογικής της αγοράς σε νέες σφαίρες.

Πενήντα χρόνια μετά τη γέννησή της, η έννοια της ηθικής οικονομίας παρουσιάζει αξιοσημείωτο δυναμισμό και έχει εδραιωθεί στις κοινωνικές επιστήμες. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στο ότι οι τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζονται από την «επέκταση των αγορών και της λογικής τους σε πτυχές της ζωής που παραδοσιακά διέπονται από διαφορετικούς κανόνες», όπως το θέτει ο φιλόσοφος Michael Sandel, στου οποίου τις μελέτες αναφέρεται στο κείμενό της η Ελένη Κακλαμάνου. Η επέλαση των αγοραίων λογικών στις σύγχρονες κοινωνίες ωθεί στην αναζήτηση εργαλείων κατάλληλων να περιγράψουν και να ερμηνεύσουν τις μη (ή και αντι-) αγοραίες αντιλήψεις, και η «ηθική οικονομία» έχει φανεί χρήσιμη σ’ αυτό.

Για να επιστρέψουμε στο ευρύτερο πεδίο των σχέσεων ηθικής και οικονομίας, αυτές μπορούν να προσεγγιστούν από διάφορες πλευρές: να μελετηθούν οι σχετικές αντιλήψεις των ανθρώπων, όπως εκφράζονται με λόγια και με έργα· να εξεταστούν πιο συγκεκριμένα συμπεριφορές που υπερβαίνουν τον στενό υπολογισμό του ατομικού συμφέροντος· να διατυπωθούν προτάσεις για το πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί η «ηθικοποίηση» της οικονομίας, μια λειτουργία της πιο συμβατή με αρχές όπως η δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη.

Η τελευταία προσέγγιση έρχεται να συναντήσει την προβληματική της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, στην οποία αναφέρεται στη συμβολή της η Χαρά Κούκη, και στην οποία μπορεί να ανιχνεύσει κανείς ηθικές αρχές που εμπνέουν την οικονομική πράξη και όχι μόνο την κοινωνική διαμαρτυρία. Ερχεται να συναντήσει, επίσης, την αρχή της ρύθμισης της οικονομίας, κατά βάση από το κράτος. Η υπαγωγή της οικονομικής ζωής σε κανόνες (συχνά με έντονη ηθική διάσταση) που θεσπίζει η κοινότητα/οι αρχές γίνεται μέσα από ποικίλες ρυθμίσεις – οι οποίες στη νεωτερική εκδοχή τους μπορεί να αποσκοπούν στην προαγωγή της ηθικής και πολιτικής ισότητας των πολιτών παρ’ όλες τις οικονομικές ανισότητες, όπως δείχνει στη συμβολή του ο Διονύσης Δρόσος.

Θα κλείσουμε με ένα σχόλιο για την οικονομική επιστήμη, η οποία έχει συγκροτηθεί σε αντίθεση με την ηθική σκέψη, διατεινόμενη ότι μελετά τον κόσμο όπως πραγματικά είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι – θεωρώντας για παράδειγμα ότι «δεν υπάρχουν δίκαιες τιμές, υπάρχουν μόνο τιμές ισορροπίας». Η «απο-ηθικοποίηση» της θεωρίας της οικονομίας, στην οποία αναφέρεται και ο Τόμσον, στην πραγματικότητα ταυτίζεται εν πολλοίς με την αποπολιτικοποίησή της. Αν η αποπολιτικοποίηση εμφανίζεται εύλογη ως αρχή για την επιστήμη της οικονομίας (παρότι και εδώ θα είχε κανείς αρκετές επιφυλάξεις), για τη δημόσια οικονομική πολιτική συνεπάγεται ένα τεχνοκρατικό μοντέλο διαχείρισης της οικονομίας με βάση τις υπαγορεύσεις μιας θεωρίας που ισχυρίζεται ότι είναι ηθικά και πολιτικά (όπως και ταξικά) ουδέτερη.

Ωστόσο, η δημοκρατία και η εμβάθυνσή της έχει συνδεθεί ιστορικά με τη συμπερίληψη στην πολιτική διαπάλη σφαιρών που είναι κρίσιμες για την κοινωνική αναπαραγωγή, όπως η οικονομία. Από τη στιγμή, λοιπόν, που γίνεται δεκτό ότι η οικονομική ζωή αποτελεί ένα πεδίο στο οποίο το κράτος δικαιούται να παρεμβαίνει, κι από τη στιγμή που στις δημοκρατίες οι αποφάσεις δεν (πρέπει να) παίρνονται με αμιγώς τεχνοκρατικά κριτήρια, στη δημόσια συζήτηση για την οικονομία είναι αναπόφευκτο ότι θα διατυπώνονται πολιτικά επιχειρήματα με λιγότερο ή περισσότερο ισχυρές ηθικές διαστάσεις.

Ο Νίκος Ποταμιάνος είναι εντεταλμένος ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Αρχικά, με τράβηξε ο τίτλος και, στη συνέχεια, ο ορισμός που διάβασα στο οπισθόφυλλο:

«[…] Ως εγκλήματα των ισχυρών καταγράφονται εγκλήματα του κράτους, του ιδιωτικού τομέα αλλά και των συμπράξεών τους, η δράση του οργανωμένου εγκλήματος καθώς και όψεις της διαφθοράς, που στην εποχή μας έχουν σαφώς συμβιωτική και λειτουργική σχέση […]».

Πρόκειται για «μια σχετικά νέα αναλυτική κατηγορία στην Εγκληματολογία, συγκεκριμένα υπό το επιστημολογικό παράδειγμα της Κριτικής Εγκληματολογίας», η οποία εντάσσεται στον ευρύτερο κλάδο της μαρξιστικής εγκληματολογίας.

Δεν είμαι νομικός. Μελετάω όμως συστηματικά εγκληματολογικά και νομικά δοκίμια, ελληνικές και διεθνείς εκθέσεις για το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά, προκειμένου να ψαρέψω αχρείες ιδέες και να τεκμηριώσω πραγματολογικά τις ιστορίες μου. Υπό την εμπειρία αυτής της ιδιότητας και μόνο, διατυπώνω τις ακόλουθες νύξεις για την οικονομική μήτρα που γεννά τη συμβιωτική και λειτουργική σχέση της οικονομικής, πολιτικής και κρατικής ελίτ με το οργανωμένο έγκλημα:

Τα συστήματα συμβίωσης και ο λειτουργικός τους ρόλος ενέχουν στον καπιταλισμό θέση προπατορικού αμαρτήματος. Είναι ίδιον των παραγωγικών του σχέσεων.

Η πρωταρχική συσσώρευση και ο συνεπακόλουθος υπέρμετρος πλουτισμός των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν σε ειδυλλιακές συνθήκες «ήπιας πολιτικής οικονομίας», με όρους ηθικής και ίσων ευκαιριών, αλλά «με κίνητρο τα πιο άνομα, τα πιο βρομερά και τα πιο μικροπρεπή απεχθή πάθη» (Καρλ Μαρξ): Με την υπεξαίρεση δημόσιου πλούτου, τη λεηλασία, την ωμή αρπαγή, την καταχρηστική εκποίηση περιουσιών, την κλοπή και τον σφετερισμό πλουτοπαραγωγικών πηγών, το δουλεμπόριο και το λαθρεμπόριο κάθε είδους, τη ληστρική και αποικιοκρατική πειρατεία, την εκμετάλλευση των συνθηκών κρίσης, που δημιουργεί η υπέρμετρη μεγέθυνση του δημόσιου χρέους, τη φοροδιαφυγή, τον φόνο μετά ληστείας, την καταχρηστική νομοθεσία που επιβάλλει το δίκαιο του ισχυροτέρου και τη μεροληπτική κατασταλτική και δικαστική εξουθένωση των αδυνάμων, το ξέπλυμα εγκληματικού, αιματοβαμμένου πλούτου και τη μετατροπή του σε ευυπόληπτο και επενδυτικό και τοκοφόρο κεφάλαιο, με δυο λόγια με όλες τις αποχρώσεις της βίας, ως μέσου απόκτησης πλούτου και εξουσίας.

Με τις ίδιες μεθόδους της άγριας, πολεμικής πολιτικής οικονομίας, κυριαρχούν και οι σύγχρονες, όλο και πιο αυταρχικές και πολεμόχαρες ολιγαρχικές ελίτ, οι οποίες, παρά τους λυσσαλέους ανταγωνισμούς τους, συνασπίζονται όταν πρόκειται να υπερασπίσουν την ταξική και αποικιοκρατική επικυριαρχία τους. Αδιαφορούν ακόμα και για τα πιο στοιχειώδη προσχήματα. Χλευάζουν ωμά και αδίσταχτα ακόμα και το θεμελιώδες φιλοσοφικό υπόβαθρο του αγαπημένου τους φιλελευθερισμού.

Τον πάλαι ποτέ υποκριτικό εκθειασμό του ατόμου και της φιλόπονης προσπάθειάς του, με την οποία μπορεί να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες και να πλουτίσει αξιοπρεπώς, σεβόμενο τους θεσμούς των ανθρώπων, την οργή του Θεού και την απομύζηση απλήρωτης εργασίας.

 

Παγκοσμιοποίηση

Η γνωστή παρέκβαση του Μαρξ για την παραγωγική εργασία, στην οποία περιγράφεται το πώς ο εγκληματίας είναι αναπόσπαστος παράγοντας που συμβάλλει στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, αλλά και στο πώς ο ατομικός, εθνικός και παγκόσμιος πλούτος πολλαπλασιάζεται, μέσω της συνεχούς επίθεσης του εγκλήματος στην ιδιοκτησία, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη για τον ορισμό της πολιτικής οικονομίας του οργανωμένου εγκλήματος.

Θυμίζω ένα σχετικό με την έκδοση και τον γράφοντα απόσπασμα:

«[…] Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και ποινικό δίκαιο και μαζί με αυτό και τον καθηγητή που κάνει παραδόσεις για το ποινικό δίκαιο και επιπλέον το αναπόφευκτο εγχειρίδιο, με το οποίο αυτός ο ίδιος ο καθηγητής ρίχνει τις παραδόσεις του στη γενική αγορά με τη μορφή “εμπορεύματος”… Ο εγκληματίας παράγει ακόμα όλη την αστυνομία και την ποινική δικαιοσύνη, τους δικαστικούς κλητήρες, τους δικαστές, τους δημίους, τους ενόρκους κ.λπ. Επίσης, ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγχειρίδια για το ποινικό δίκαιο, ούτε μόνο κώδικες ποινικής νομοθεσίας και μαζί τους ποινικούς νομοθέτες, αλλά και Τέχνη, λογοτεχνία, μυθιστορήματα…»

Στην εποχή μας, αυτό που αποκαλώ Ακαθάριστο Εγκληματικό Προϊόν αποτελεί την κινητήριο δύναμη, που κεντρίζει διαρκώς με τη ληστρική βουκέντρα της την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στους λευκούς και μαύρους κλάδους της οικονομίας.

«Η διαφθορά είναι σαν τους μοχλούς και τα υπομόχλια του Αρχιμήδη. Η εξουσία είναι τα γάντια που καλύπτουν τα χέρια που κλέβουν» – Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Η παγκοσμιοποίηση των εγκληματικών κλάδων παραγωγής διαπερνάει οριζόντια κάθε κλάδο της οικονομίας. Μεγάλα και αφορολόγητα κέρδη επιτυγχάνονται μόνο μέσω της παράκαμψης και ωμής καταστρατήγησης των νομικών κανόνων που, υποτίθεται, προστατεύουν την ισονομία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Ακαταμέτρητα δισεκατομμύρια εγκληματικού πλούτου ξεπλένονται σε φορολογικούς παραδείσους που έχουν εμπορευματοποιήσει την εθνική ανεξαρτησία τους.

Περισσότερο από κάθε άλλη εποχή στην παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, η συμβατική νομιμότητα συνυφαίνεται με την εγκληματική αντανάκλασή της· κάθε ανθρώπινη, πλέον, επινόηση ανοίγει κι έναν παράλληλο δρόμο για την εγκληματική εκδοχή της και αντιστρόφως.

Χωρίς την πολυπλόκαμη και πολλαπλασιαστική διαμεσολάβηση του οργανωμένου εγκλήματος, η παγκοσμιοποίηση της εποχής μας δεν θα είχε πάρει τη σημερινή μορφή της σε τόσο σύντομο, σχετικά, χρονικό διάστημα. Αν, όπως έλεγε ο Κλαούζεβιτς, ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, η οργανωμένη εγκληματική δράση, σε συμβιωτική και λειτουργική σχέση με την οικονομική, πολιτική και γραφειοκρατική διαφθορά, είναι η συνέχιση της συμβατικής νομιμότητας με άλλα μέσα.

Το οργανωμένο έγκλημα ανέκαθεν αναπτυσσόταν, σε στενή συνύφανση με τις προαναφερόμενες ελίτ, στο έλος του «Κακού Καθεστώτος» (Μπέρτολτ Μπρεχτ). Ενός καθεστώτος όπου το ακόρεστο κέρδος και η αδηφάγα ιδιοποίησή του επιβάλλουν την κυριαρχία της απληστίας, την κτηνωδία του θανάσιμου ανταγωνισμού, τον πόλεμο, την αχαλίνωτη αυθαιρεσία, την αχρεία ανεντιμότητα και τη φαύλη διαφθορά, την εκφοβιστική εκμετάλλευση της άγνοιας και των προκαταλήψεων, την υποκινούμενη ξενοφοβία, την αποξένωση, την αλλοτριωμένη αντικοινωνικότητα, την έλλειψη αλληλεγγύης και διάθεσης για αντεπίθεση και ανατροπές, που οι καιροί απαιτούν.

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, οι νεοαποικιοκρατικοί πόλεμοι που ακολούθησαν και εξακολουθούν να μαίνονται, η λεηλασία τεράστιων πλουτοπαραγωγικών περιοχών του πλανήτη και η συνεπακόλουθη καταδίκη σε ανείπωτη φτώχεια των τοπικών πληθυσμών προκαλούν βίαιους ξεριζωμούς εκατομμυρίων ανθρώπων, «εκσφενδονίζοντάς τους από τη συνηθισμένη τροχιά της ζωής τους» (Καρλ Μαρξ).

Ενα μεγάλο τμήμα αυτής της τεράστιας περιφερόμενης προσφυγικής και μεταναστευτικής εργατικής δύναμης, εξαναγκαζόμενη από την ανάγκη των περιστάσεων, προσφέρεται για βίαιη στρατολόγηση ή ως «“εθελοντές” εγκληματίες» (Καρλ Μαρξ) στους στρατούς των εθνικών και διεθνικών εγκληματικών οργανώσεων.

 

Στις καλένδες

Τα εγκλήματα των ισχυρών, ως επινόηση και πράξη, προπορεύονται πάντα της νομοθετικής και ποινικής αντιμετώπισής τους. Η ωρίμανση του πιθανού κολασμού τους είτε κινείται στο όριο της παραγραφής, είτε η προανάκριση δεν καταφέρνει να προσωποποιήσει τις ποινικές ευθύνες των ηθικών και φυσικών αυτουργών και η υπόθεση τίθεται στο αρχείο. Οταν εμπλέκονται δε πολιτικοί, οι κατηγορίες αντιμετωπίζονται πάντα ως χαλκευμένες από τη συμπολίτευση ή την αντιπολίτευση, και ρίχνονται στις καλένδες των αναβλητικών δικαστικών πρακτικών και των συνήθως αναποτελεσματικών κοινοβουλευτικών εξεταστικών επιτροπών.

Κάθε νέα νομοθετική αντιμετώπιση των εγκλημάτων των ισχυρών λαμβάνεται συνήθως μετά το ξέσπασμα μεγάλων σκανδάλων. Επειδή είναι, σχεδόν πάντοτε, απότοκο της σύγκρουσης ανταγωνιστικών συστημάτων διαφθοράς, γρήγορα μετουσιώνεται σε μεταρρυθμιστικό παράγοντα που διευκολύνει απλώς την ανακατανομή της πολιτικής εξουσίας και τον αναπροσανατολισμό των κονδυλίων του κρατικού προϋπολογισμού. Στον πυρήνα των νέων πολιτικών και οικονομικών συσχετισμών και των λυκοσυμμαχιών που προκύπτουν, εκκολάπτονται οι νέες συμβιωτικές και λειτουργικές σχέσεις διαφθοράς, οι οποίες, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσουν στο ξέσπασμα νέων σκανδάλων.

Από την άποψη αυτή, συμβαίνει ό,τι και με τις καπιταλιστικές κρίσεις: το κάθε μέτρο αντιμετώπισής τους μετουσιώνεται σε παράγοντα που επιταχύνει, αντί να απομακρύνει, το ξέσπασμα μιας επόμενης, πιο οξυμένης κρίσης.

Ο δικονομικός προσανατολισμός και οι πολιτικές του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου αδρανοποιούν τους παραδοσιακούς κρατικούς εποπτικούς και ρυθμιστικούς μηχανισμούς της οικονομίας. Η αντ’ αυτών προβαλλόμενη αυτορρύθμιση της αγοράς, που στην πράξη καθαγιάζει τις σχέσεις ταξικής ισχύος μέσω της υπερίσχυσης της ιδιωτικών έναντι των δημόσιων συμφερόντων, δημιουργεί νέες ευκαιρίες και διευκολύνει παρασκηνιακά την κατάληξη των εκλεκτικών συγγενειών τους σε εγκληματικές συμπράξεις των λευκών κολάρων, των πολιτικών, των κρατικών λειτουργών και του πανταχού παρόντος οργανωμένου εγκλήματος.

Σε συνθήκες βαριάς και παρατεταμένης κρίσης, το φαινόμενο της περιστρεφόμενης πόρτας επαναλαμβάνεται ξεδιάντροπα όσο ποτέ άλλοτε, σε πρωτοφανή κλίμακα. Επιχειρηματίες, τραπεζίτες και ανώτατα στελέχη του ιδιωτικού τομέα γίνονται πρόεδροι, πρωθυπουργοί και υπουργοί, και αντιστρόφως, πολιτικοί και κρατικοί αξιωματούχοι προσλαμβάνονται για να ηγηθούν των πολυεθνικών της βιομηχανίας και του χρήματος. Το φαινόμενο έχει αναχθεί σε σοβαρότατο εργαλείο γενίκευσης της θεσμοποιημένης διαφθοράς, αλλά και σε μηχανισμό διαρκούς απορρύθμισης των εθνικών και παγκόσμιων αγορών.

Η συμμετοχή μιας χώρας σε υπερεθνικές ολοκληρώσεις, και μάλιστα, υπό καθεστώς επιτροπείας, γεννά νέα πεδία διεθνικών συμβιωτικών εγκληματικών σχέσεων και διαφθοράς. Οι υπερεθνικοί μηχανισμοί που εξασφαλίζουν την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, εμπορευμάτων, κεφαλαίων και υπηρεσιών αποτελούν φυτώρια οικονομικών εγκλημάτων σε μεγάλη και πολύ μεγάλη κλίμακα. Διευκολύνουν δε τα μέγιστα τη διεθνική εξάπλωση και το ρίζωμα των εγκληματικών οργανώσεων τύπου μαφίας, ο τζίρος των οποίων, κατά τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις, υπερέβαινε το 2010 τα 135.000.000.000 ευρώ, ποσό μεγαλύτερο από το ΑΕΠ έξι κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

 

Διαφθορά

Παρά τις ευρωπαϊκές οδηγίες που έχουν ενσωματωθεί στα εθνικά δίκαια και στους μηχανισμούς δίωξης του οργανωμένου εγκλήματος και της ευρωπαϊκής διαφθοράς (Europol, Frontex, Eurojust), οι εγκληματικές οργανώσεις τύπου μαφίας ισχυροποιούνται και βασιλεύουν. Επιδεικνύουν δε εκπληκτική ικανότητα προσαρμογής στις σύγχρονες δομές του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού. Ολόκληρα τμήματα της οικονομίας βασίζονται σε εγκληματικής προέλευσης κεφάλαιο, το οποίο είναι αδύνατο να εντοπιστεί και να στοιχειοποιηθεί.

«Η διαφθορά είναι το πιο αλάνθαστο σύμπτωμα συνταγματικής ελευθερίας». Έντουαρντ Γκίμπσον, Άγγλος ιστορικός

Σε πολλές περιπτώσεις, οι οργανωτικές δομές του βρόμικου χρήματος έχουν συνυφανθεί εντυπωσιακά με τις οικονομίες ολόκληρων περιφερειών. Οι δε φορείς του έχουν αποκτήσει λαϊκό έρεισμα, το οποίο λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας και περαιτέρω ενίσχυσής τους. Παράδειγμα η Ντραγκέτα στην Ιταλία, με τις βαθύτερες ρίζες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και παγκοσμίως, τα ετήσια έσοδα της οποίας υπολογίζονταν προ δεκαετίας σε τουλάχιστον 44.000.000.000 ευρώ.

Η ενεργητική και παθητική διαφθορά είναι το μέσο που κάνει δυνατή και λειτουργική τη συνέργεια των υπεράνω υποψίας εγκληματούντων πολιτικών, κρατικών και οικονομικών παραγόντων με το οργανωμένο έγκλημα. Προηγείται της ωμής βίας και λειτουργεί διαμεσολαβητικά, σαν χημική αντίδραση.

Το «Δωροδόκει χρησίμως» (Περίανδος) έχει νομοτελειακό χαρακτήρα επειδή επιτελεί μια εγγενή, γονιδιακή λειτουργία του καπιταλισμού. Η υπηρέτηση των κερδοσκοπιών αξιών και το ανταγωνιστικό κυνήγι της μεγιστοποίησης του ιερού συμφέροντος των μετόχων με κάθε μέσο αυτονόητα εξωθούν στη συμβιωτική διαπλοκή σύννομων και παράνομων οργανωμένων δράσεων.

Ο ρόλος της διαφθοράς είναι διπολικός: Από τη μια, λειτουργεί ως μέσο συγκράτησης της πτώσης του ποσοστού κέρδους και, από την άλλη, συμβάλλει στην επιτάχυνση της εκδήλωσης των παραγόντων που προκαλούν τις οικονομικές κρίσεις.

Διαβάζοντας τις σχετικές μονογραφίες του τόμου, θυμήθηκα μια δήλωση του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Στήριξης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων για την καταπολέμηση της Διαφθοράς και την αντιμετώπιση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, κυρίου T. Strijker: «[…] Η διαφθορά έχει πολύ μεγάλο εύρος και η αντιμετώπισή της θα ισοδυναμούσε με θαύμα […]» («Εφ.Συν.»).

 

Λευκά κολάρα

Τέτοιου είδους θαύματα ουδέποτε καταγράφηκαν σε κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς όπου κυριαρχεί η «δεσποτεία μιας τάξης πάνω στις άλλες τάξεις» (Καρλ Μαρξ). Ας σκεφτούμε όμως, έστω για μια στιγμή, την πιθανότητα: Αν, αίφνης, επικρατούσε το θαυματουργό απρόσμενο και στο αχρείο μυαλό των διαφθορέων και των διεφθαρμένων απονεκρωνόταν η αδήριτη ανάγκη τους να δωροδοκήσουν και να δωροδοκηθούν, τι ανάγκη θα είχε η κοινωνία τους λευκούς ιππότες της βιομηχανίας και της αριστοκρατίας του χρήματος, τους γκρίζους ιππότες του πολιτικού συστήματος και του κράτους, τους γραβατωμένους ιπποκόμους των συμβουλευτικών υπηρεσιών, τους ρασοφόρους ιππότες της παραδόπιστης πίστης, τους παρδαλούς ιππότες της ενημέρωσης, τους μαύρους ιππότες του οργανωμένου εγκλήματος και –αλίμονο!– τους περιστασιακούς αποδιοπομπαίους τράγους που τιμωρούνται παραδειγματικά, μήπως και δεν εξευτελιστεί εντελώς το κύρος της αξιοσέβαστης επιχειρηματικότητας και του Συντάγματος; Δεν θα κατέρρεαν τα θεμέλια της καθεστηκυίας τάξης του κόσμου, όπως τον βιώνουμε και τον βλέπουμε σήμερα να γυρίζει, και μάλιστα, χωρίς επανάσταση;

Κατά τη γνώμη μου, όλες οι μονογραφίες του τόμου, η καθεμιά από τη σκοπιά που εξετάζει τα εγκλήματα των ισχυρών, επιβεβαιώνουν το ότι ζούμε σε μια εποχή όπου ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είναι, περισσότερο από ποτέ, αθεράπευτα έκθεσμος. Βρίσκεται σε ανειρήνευτη φαγωμάρα με την ίδια τη συνταγματική υπόστασή του. Πίσω από κάθε δημόσια υποκριτική έκφανσή του βυσσοδομούν αέναες παραθεσμικές και παρακρατικές εκτροπές, που τον κάνουν να μην ανέχεται ούτε τους νόθους κανόνες της προσχηματικής δημοκρατίας του ούτε τα ξεφτισμένα δεσμά των νόμων και των διεθνών συμβάσεων που υιοθετεί, για να ισορροπεί περιστασιακά τις συνέπειες του μέχρι θανάτου ανταγωνισμού των ολιγαρχικών ελίτ του.

Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ύλη του τόμου διαρθρώνεται σε τέσσερις ενότητες: «Εγκλήματα των ισχυρών: κοινωνικός έλεγχος, θεωρία, έρευνα και πραγματικότητα» με έξι συμμετοχές, «Οψεις της διαφθοράς στην Ελλάδα» με δύο, «Οργανωμένο έγκλημα και σχέσεις εξουσίας» με τέσσερις και «Ερευνα και ανάκριση» με άλλες τέσσερις.

Απευθύνεται σε προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές, σε ερευνητές των φαινομένων αυτών και σε επαγγελματίες του ποινικοκατασταλτικού συστήματος (δικαστικούς λειτουργούς, αστυνομικούς, στελέχη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα), αλλά και σε πολιτικούς και συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων κοινωνικής αναφοράς, που έχουν ως καμβά τους την εγκληματική διαπλοκή οικονομίας, πολιτικής, γραφειοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος και τη διαχρονική ατιμωρησία των εγκλημάτων των ισχυρών.

Ο Ιερώνυμος Λύκαρης είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Η εκδίκηση του Ναζωραίου» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Ως προς αυτό, ο Βαγγέλης, συγγραφέας του βιβλίου «Ανταρτοπόλεμος. Επαναστάτες, παρτιζάνοι, μαχητές» (εκδ. ΕΑΠ), καθηγητής Κοινωνιολογίας, είναι σαφής ευθύς εξαρχής. «Αυτό που επιχειρώ σ’ αυτή τη μελέτη είναι να αναδείξω όψεις του νεωτερικού και σύγχρονου πολέμου ως κοινωνικά φαινόμενα και όχι ως μιλιταριστικές εκφάνσεις. Με αφορά το αποτύπωμά τους στις ίδιες τις κοινωνίες» λέει για το βιβλίο του, που κυκλοφορεί στη σειρά «96 Plus» των εκδόσεων του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου.

Να μιλήσουμε για πόλεμο λοιπόν, αλλά να μιλήσουμε αλλιώς, αφού εκτός τις ιστορικής – κοινωνιολογικής κατεύθυνσής της, η μελέτη επιχειρεί επιπλέον κάτι εξίσου κομβικό. «Να επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση ζητήματα στα οποία συνήθως επενδύουν στρατοκρατικές λογικές από τις οποίες απουσιάζει η ουμανιστική προοπτική» εξηγεί ο συγγραφέας της.

«Αυτό που επιχειρώ σ’ αυτή τη μελέτη είναι να αναδείξω όψεις του νεωτερικού και σύγχρονου πολέμου ως κοινωνικά φαινόμενα και όχι ως μιλιταριστικές εκφάνσεις. Με αφορά το αποτύπωμά τους στις ίδιες τις κοινωνίες»

Η μελέτη του Βαγγέλη Τζούκα έρχεται να συστήσει για πρώτη φορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια μορφή διεξαγωγής πολεμικών συγκρούσεων που στην ελληνική βιβλιογραφία ή στα έργα που έχουν μεταφραστεί στη γλώσσα μας εμφανίζεται αποσπασματικά. Με τον περιορισμό του χώρου που θέτει η εκδοτική σειρά στην οποία εντάσσεται, η μελέτη, σύμφωνα με τον συγγραφέα της, «επιχειρεί μια ανάλυση του τρόπου με τον οποίο στο νεωτερικό και μετανεωτερικό μας κόσμο ένοπλες ομάδες, κυρίως στον αγροτικό χώρο, επιχείρησαν να αμφισβητήσουν εμπράκτως κυρίαρχα εξουσιαστικά μορφώματα με ‘ανορθόδοξο’ πόλεμο. Είναι μια προσπάθεια να ξεφύγουμε λίγο από τον εθνοκεντρισμό της ενασχόλησης μόνο με την, οπωσδήποτε σημαντική, ελληνική περίπτωση στην Κατοχή και στον Εμφύλιο».

Έτσι, στο βιβλίο παρατίθενται εμβληματικές περιπτώσεις διεξαγωγής ανταρτοπολέμου με χρονικό σημείο αφετηρίας τις μεγάλες νεωτερικές επαναστάσεις, τη Γαλλική, την Αμερικανική και τους Ναπολεόντειους Πολέμους, μέχρι και τους νέου τύπου πολέμους, για παράδειγμα στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.

«Είναι ενδεικτικό», προσθέτει, «ότι, μιλώντας για τις μεγάλες προσφυγικές ροές, σπανίως αναφέρεται το γεγονός ότι μια από τις βασικές χώρες προέλευσης των αιτούντων άσυλο, το Αφγανιστάν, είναι μια χώρα στην οποία διεξάγεται ένας ανελέητος ανταρτοπόλεμος εδώ και δεκαετίες».

«Ο ανταρτοπόλεμος πια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνιστά την πιο διαδεδομένη μορφή σύγκρουσης» εξηγεί ο Β. Τζούκας. «Ως εκ τούτου, οι μορφές με τις οποίες εμφανίστηκε ιστορικά θέτουν τόσο στους ειδικούς επιστήμονες όσο και στο ευρύ κοινό μεγάλα ερωτήματα σχετικά με το εύρος των κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών που συντελούνται όσο και με το ειδικό βάρος που αποκτούν επιμέρους στοιχεία, όπως η ιδεολογία, οι εθνοθρησκευτικές ταυτίσεις κ.λπ.».

 

Οπλοστάσιό μας η γνώση

Γιατί όμως να ενδιαφερθεί ένας αναγνώστης σήμερα να παρακολουθήσει αυτή τη διαδρομή, ρωτάμε τον συγγραφέα. «Σήμερα, που ζούμε σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο, στον οποίο πόλεμοι διαφόρων τύπων δεν είναι καθόλου ασυνήθιστοι, παρά τις μεγαλόπνοες διακηρύξεις ορισμένων για το τέλος της Ιστορίας, το να ασχοληθούμε ως ενεργοί πολίτες με αυτού του είδους την Ιστορία έχει να προσθέσει στο διανοητικό οπλοστάσιό μας γνώση που θα μας βοηθήσει με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας» απαντά. «Είναι ενδεικτικό», προσθέτει, «ότι, μιλώντας για τις μεγάλες προσφυγικές ροές, σπανίως αναφέρεται το γεγονός ότι μια από τις βασικές χώρες προέλευσης των αιτούντων άσυλο, το Αφγανιστάν, είναι μια χώρα στην οποία διεξάγεται ένας ανελέητος ανταρτοπόλεμος εδώ και δεκαετίες».

Το βιβλίο «Ανταρτοπόλεμος. Επαναστάτες, παρτιζάνοι, μαχητές» θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου (7 μ.μ.) στο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει» (Ακαδημίας 32). Εκτός από τον συγγραφέα θα μιλήσουν ο Νίκος Βαφέας, αν. καθηγητής Ιστορικής και Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, και ο Σωτήρης Ριζάς, διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Πηγή: Αυγή

Ο συγγραφέας ξεκινάει το βιβλίο με μια σύντομη και συνάμα πυκνή εννοιολόγηση, αλλά και ιστορικοποίηση του ζητήματος, για να προχωρήσει έπειτα σε μια χρονολογική του ανάλυση, εκτεινόμενη από την Αμερικανική και την Οκτωβριανή Επανάσταση μέχρι την σοβιετική —αλλά και την αμερικανική— επέμβαση στο Αφγανιστάν. Στο βιβλίο μπορεί να βρει κανείς στοιχεία για τον «ανορθόδοξο πόλεμο» (όπως είθισται να λέγεται ο ανταρτοπόλεμος) κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και για την αποαποικιοποίηση στην Κίνα, την Κούβα, το Βιετνάμ και την Αλγερία.

Ο Τζούκας δεν φορτώνει το κείμενο με πληθώρα υποσημειώσεων, μια συνειδητή νομίζουμε επιλογή, δημιουργώντας έτσι μια αδιατάρακτη ροή κειμένου. Η τελευταία κάνει το βιβλίο πολύ ελκυστικό και την ανάγνωσή του πολύ ευχάριστη, ιδίως για τους μη μυημένους στο θέμα, λειτουργώντας ως μια εισαγωγή στο ζήτημα. Η παράθεση μιας ενδεικτικής, βασικής βιβλιογραφίας για το θέμα μπορεί να λειτουργήσει και ως οδηγός για όσους επιδιώξουν να εντρυφήσουν στο ζήτημα ή σε κάποιες πτυχές του.

Υπάρχουν τρεις διαφορετικές και αλληλένδετες πτυχές τις οποίες ο συγγραφέας αναλύει στην κάθε περίπτωση που παρουσιάζει. Πρώτον, προχωράει σε μια σύντομη παράθεση του οικονομικοκοινωνικού πλαισίου, η οποία βοηθάει τον αναγνώστη να κατανοήσει τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσεται ο ανταρτοπόλεμος. Δεύτερον, αναλύει, όπου αυτό είναι δυνατό, τις τακτικές και στρατηγικές των αντάρτικων δυνάμεων και παρουσιάζει, επιπλέον, τις θεωρητικές συλλήψεις των πρωταγωνιστών τους, λ.χ. του Μάο Τσετούνγκ ή του Τσε Γκεβάρα. Τρίτον, παρουσιάζει τις στρατηγικές και τακτικές των κυρίαρχων, λ.χ. των κυβερνώντων ή των αποικιακών δυνάμεων, στην ανάπτυξη του αντι-ανταρτοπόλεμου. Αυτή η πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση της προσπάθειας αναχαίτισης των ανταρτών καταδεικνύει και τους λόγους αποτυχίας αυτών των τακτικών, οι οποίες συνήθως, εάν όχι πάντα, βασίζονται στην εντεινόμενη και στυγνή βία κατά του τοπικού πληθυσμού.

Το πολύ ενδιαφέρον αυτό πόνημα του Τζούκα έχει βέβαια ορισμένες αδυναμίες και ελλείψεις. Ενδεικτικά, μια μικρή παράλειψη είναι η απουσία αναφορών στους στρατηγούς Τζου Ντε (Zhu De) και Πενγκ Ντεχουάι (Peng Dehuai), οι οποίοι πλαισίωσαν τη στρατιωτική προσπάθεια τόσο σε επίπεδο κατάρτισης όσο και εφαρμογής των στρατιωτικών σχεδίων, αλλά και την πολιτική στήριξη των προαναφερθέντων στον Μάο και τις στρατηγικές που ο τελευταίος ανέπτυξε, και τις οποίες αναλύει ο Τζούκας στο βιβλίο.

Η πολύ ενδιαφέρουσα και πλούσια αναφορά στην περίπτωση του Βιετνάμ, τόσο κατά τη γαλλική αποικιοκρατία όσο και κατά την αμερικανική επέμβαση, θα ήταν πληρέστερη εάν εξεταζόταν από κοινού με την αντίστοιχη της Καμπότζης. Επίσης, κατά τη δεύτερη αναφορά στην περίοδο της αμερικανικής επέμβασης δίνεται πολύ μεγαλύτερο βάρος στο πολιτικό πλαίσιο του ανταρτοπόλεμου, κάτι που συνεχίζεται από αυτό το σημείο του βιβλίου κι έπειτα, παρά στον ανταρτοπόλεμο καθεαυτό. Μια σύγκριση των τακτικών και της στρατηγικής των δύο περιόδων του ανταρτοπόλεμουστο Βιετνάμ θα ήταν χρήσιμη, όπως επίσης και κάποια αναφορά στα Κού Τσι (Củ Chi) τούνελς. Μια αναφορά στα τελευταία θα έδενε διαλεκτικά με την παράθεση των τακτικών του αντι-ανταρτοπόλεμου και της προσπάθειες ασφυκτικού ελέγχου του χώρου απ’ τα γαλλικά και αμερικανικά στρατεύματα, και θα βοηθούσε στην εξήγηση της αποτυχίας τους. Ενδιαφέρoν θα είχε και κάπoια εμβριθέστερη ανάλυση των αφρικανικών περιπτώσεων, μια και δεν προσφέρεται τίποτα πέρα από μια σύντoμη αναφoρά στην απoτυχημένη πρoσπάθεια τoυ Τσε στo Κoνγκό και μια γενική αναφορά επ’ αφορμή της παρουσίασης του Φραντς Φανόν και του έργου του, αλλά και στις πιο σύγχρονες περιπτώσεις του Περού και του Νεπάλ. Η πιο σημαντική έλλειψη είναι συνειδητή: Πρόκειται για το γεγονός πως ο συγγραφέας επέλεξε να μην ασχοληθεί με την περίπτωση του αντάρτικου πόλεων. Μια τέτοια ενασχόληση όμως θα ενίσχυε την παρουσίαση, είτε σε ζητήματα με τα οποία ο Τζούκας καταπιάστηκε είτε σε άλλα τα οποία λόγω αυτής της επιλογής έμειναν εκτός. Στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσε να πλαισιώσει το κεφάλαιο του Β’ Π.Π. με την πρακτική του αντάρτικου πόλεων, κάνοντας μνεία λ.χ. στην ομάδα Μανουχιάν ή την ΟΠΛΑ. Στη δεύτερη θα μπορούσε να μας διαφωτίσει για το πώς εξελίχθηκε το λατινοαμερικάνικο αντάρτικο, από την Κούβα, την περίπτωση της οποίας αναλύει εκτενώς, ως την περίπτωση του Μαριγκέλα, των Τουπαμάρος ή των Μοντενέρος. Επίσης, θα μπορούσε να εντάξει και τη μεταπολεμική Ευρώπη στο βιβλίο, με τις περιπτώσεις της ΕΤΑ στην Ισπανία ή των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Ιταλία.

Προφανώς, το γεγονός ότι το βιβλίο εντάσσεται στην σειρά 96PLUS των Εκδόσεων ΕΑΠ, μια σειρά δηλαδή η οποία φιλοδοξεί να αποτελέσει σύντομη εισαγωγή σε σειρά ζητημάτων, θέτει περιορισμούς στον εκάστοτε συγγραφέα, οδηγώντας τον σε ιεραρχήσεις και αναγκαίες παραλείψεις. Δυστυχώς, όμως, ο φετιχισμός της φόρμας μπορεί πολλές φορές να αδικήσει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, τα υπό διαπραγμάτευση ζητήματα. Ως εκ τούτου, θεωρούμε πως θα έπρεπε να προτιμάται η ευέλικτη μεταφορά έργων σε άλλες σειρές, εφόσον αυτό θα υπηρετούσε το θέμα, παρά να υπηρετείται τελικά η φόρμα.

Εν κατακλείδι, ο Τζούκας έχει μια εξαιρετική εποπτεία του θέματος και τη μεταδίδει με εξίσου άμεσο και εύληπτο τρόπο στον αναγνώστη. Μετά το πέρας της ανάγνωσης, ο αναγνώστης αποκτά μια γενική εικόνα τόσο του ανταρτοπόλεμου όσο και του αντι-ανταρτοπόλεμου, και επιπλέον αποκτά πρόσβαση στη βασική βιβλιογραφία για το ζήτημα. Τέλος, η ιστορικοποίηση της κάθε περίπτωσης μέσω της έκθεσης του αναγνώστη στο εκάστοτε κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο βοηθάει στην πιο βαθιά κατανόηση του θέματος. Ευελπιστούμε πως σε μια επόμενη έκδοση ο Τζούκας θα καταπιαστεί με τον ίδιο τρόπο και με το αντάρτικο πόλεων, ολοκληρώνοντας την εικόνα.

Ο Χρίστος Μάης είναι υποψήφιος διδάκτορας πολιτισμικής ιστορίας και σπουδών βιβλίου. Έχει συνεργαστεί με τις εκδόσεις «Προλεταριακή Σημαία» και «Εκτός των Τειχών», κυρίως ως μεταφραστής, και έχει αρθρογραφήσει σε διάφορα έντυπα (Προλεταριακή Σημαία, Αντίθεση, Πριν, Δρόμος της Αριστεράς, Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου και Έρευνας, Σύγχρονα Θέματα, ΥΦΕΝ) και ιστολόγια, μεταξύ άλλων και για θέματα βιβλίου.

Πηγή: marginalia

Σε αυτό το πλαίσιο, το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Σταυρακάκη επιχειρεί μια κριτική επισκόπηση των κυρίαρχων νοηματοδοτήσεών του προκειμένου να αναδειχθούν οι παρανοήσεις που τον συνοδεύουν αλλά και η οργανική, τρόπον τινά, σχέση του με τη δημοκρατία και το θεμελιώδες για αυτή ζήτημα της λαϊκής κυριαρχίας. Στη σύντομη ανάλυση που ακολουθεί εκτίθενται τα βασικά επιχειρήματα του βιβλίου καθώς και ένα σχόλιο γύρω από την σημασία και την επικαιρότητά του.

Στις κυρίαρχες νοηματοδοτήσεις του ο λαϊκισμός ταυτίζεται σήμερα με την δημαγωγία, την προσωπολατρεία, τις πελατειακές σχέσεις και την αντίδραση απέναντι στις δημοκρατικές νόρμες. Στην Ελλάδα της κρίσης οι αναγνώσεις αυτές υπήρξαν ιδιαίτερα προσφιλείς και αποτέλεσαν κεντρικούς άξονες του μνημονιακού λόγου. Η κατάρρευση του εκσυγχρονιστικού αφηγήματος υπό το βάρος της οικονομικής χρεοκοπίας και η ραγδαία όξυνση των κοινωνικών ανταγωνισμών δημιούργησαν συνθήκες απονομιμοποίησης του παλαιού δικομματικού συστήματος και ανοιχτής κρίσης εκπροσώπησης. Αδυνατώντας να αποσπάσει ευρεία κοινωνική συναίνεση γύρω απο τις μεταρρυθμίσεις και προκειμένου να διατηρήσει τον έλεγχο της εξουσίας το μνημονιακό μπλοκ ακολούθησε μια στρατηγική αυταρχικής θωράκισης του κρατικού μηχανισμού και επιθετικής πολιτικής απονομιμοποίησης των αντιπάλων του. Ο αντι-λαϊκισμος υπήρξε το ιδεολογικό προκάλυμμα αυτής της διαδικασίας. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο συγγραφέας, «κάθε πολιτική πρόταση που ξεφεύγει από έναν υποτιθέμενο μονόδρομο ενδεδειγμένης άσκησης της πολιτικής» χαρακτηρίζεται ως λαϊκιστική και απορρίπτεται ανεξαρτήτως του περιεχομένου και του πολιτικού της προσήμου (σελ. 12). Η θεωρία των «δύο άκρων», η συνειδητή δηλαδή σύγχυση του ακροδεξιού εθνικισμού της Χ.Α. με τα αιτήματα των «πλατειών» και τις διεκδικήσεις της Αριστεράς, αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράγωγο της εν λόγω στρατηγικής.

Η διάκριση αυτή μεταξύ ενός υποτιθέμενου «εκσυγχρονιστικού» και ενός «οπισθοδρομικού» πόλου θα επηρεάσει βαθιά την πολιτική επιστήμη και θα αποτελέσει βασικό ερμηνευτικό εργαλείο των μεταπολεμικών κοινωνικών διεργασιών.

Το ενδιαφέρον στην ανάλυση του Σταυρακάκη είναι ότι ο αντιδραστικός εν πολλοίς χαρακτήρας του μνημονιακού αντι-λαϊκισμού δεν αντιμετωπίζεται ως παρεκτροπή αλλά μάλλον ως μετεξέλιξη των παραδοσιακών μοτίβων του εκσυγχρονιστικού-cum-φιλελεύθερου λόγου. Το έργο του αμερικανού ιστορικού Ρίτσαρντ Χόφστατερ προβάλλει εδώ ως κομβικό σημείο αναφοράς. Συνδέοντας το λαϊκιστικό φαινομένο με τον αντισημιτισμό, την συνομοσιολογία και τον αναχρονισμό κληροδότησε στη φιλελεύθερη παράδοση έναν λανθάνοντα ελιτισμό που εξέβαλε σε ένα διχοτομικό αναλυτικό σχήμα της αμερικανικής πολιτικής κουλτούρας. Η διάκριση αυτή μεταξύ ενός υποτιθέμενου «εκσυγχρονιστικού» και ενός «οπισθοδρομικού» πόλου θα επηρεάσει βαθιά την πολιτική επιστήμη και θα αποτελέσει βασικό ερμηνευτικό εργαλείο των μεταπολεμικών κοινωνικών διεργασιών. Σε αυτά τα πλαίσια και υπό το βάρος της έντασης του ψυχρού πολέμου ο αμερικανικός εκσυγχρονισμός θα επενδυθεί με έναν έντονο ντετερμινισμό και εν τέλει έναν «ζηλωτικό ελιτισμό»· όπως σημειώνει ο Σταυρακάκης «η θρησκευτικού τύπου πίστη των εκσυγχρονιστών στο ‘όραμα’ του εκσυγχρονισμού και στην αποστολή τους να το φέρουν εις πέρας με κάθε κόστος» (σελ. 49) αποτέλεσε ειδοποιό στοιχείο του εν λόγω ρεύματος.

Στην Ελλάδα η εκσυγχρονιστική θεωρία συστηματικοποιήθηκε και έγινε ευρέως γνωστή με το εμβληματικό πλέον έργο του Νικηφόρου Διαμαντούρου, Πολιτισμικός Δυϊσμός και Πολιτική Αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Ο τελευταίος ανήγαγε πολλές από τις κακοδαιμονίες του σύγχρονου ελληνικού κράτους στον ανολοκλήρωτο ανταγωνισμό μεταξύ μιας δυτικότροπης και προοδευτικής «μεταρρυθμιστικής» κουλτούρας με τα ιδεολογικά κατάλοιπα μιας «παρωχημένης» κοσμοθεώρησης, κληροδότημα της οθωμανικής περιόδου και των στρεβλώσεων που σημάδεψαν τη διαδικασία της εθνικής συγκρότησης. Ο μνημονιακός αντι-λαϊκισμός αναγορεύτηκε θεματοφύλακας αυτής της «μεταρρυθμιστικής» κουλτούρας, η οποία στα πλαίσια της κρίσης έλαβε όμως ένα ανοιχτά αντιδραστικό και οριακά πολεμικό περιεχόμενο. Ο Νίκος Αλιβιζάτος, διαπρεπής συνταγματολόγος και εμβληματική προσωπικότητα του εκσυγχρονιστικού χώρου, θα σημειώσει στο βιβλίο του Ποιά Δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την Κρίση: «Έχω πεισθεί πως δεν μπορεί να γίνει διάλογος με τους οπαδούς της βίας… Στην κατηγορία αυτή ανήκουν δίχως άλλο οι μελανοχίτωνες της Χρυσής Αυγής. Ανήκουν όμως ακόμη και πολλοί ‘αντιεξουσιαστές’, καθώς και ορισμένες συνιστώσες του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης» (σελ. 29-30).

Δίπλα στις ανωτέρω δυνάμεις, που «παρά τις όποιες διαφορές σε κίνητρα και στόχους, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματικές οργανώσεις» (σελ. 31), ο Αλιβιζάτος θα συμπεριλάβει ως μη κοινωνούς του δυτικού και άρα του δημοκρατικού γίγνεσθαι τόσο τους θιασώτες μιας φαντασιακής, κατ’ αυτόν, λαϊκής κυριαρχίας όσο και τους κάθε λογής ευρωσκεπτικιστές: «Στη συζήτηση λοιπόν για τη δημοκρατία και τους θεσμούς της δεν έχουν θέση ούτε οι θιασώτες του ‘ανάδελφου΄ έθνους, που διαφεντεύει μόνο του τις τύχες του.» (σελ. 45).

Όπως εύστοχα σημειώνει ο Σταυρακάκης: «ό,τι συχνά προσεγγίζεται ως ακροδεξιός ή αποκλειστικός λαϊκισμός είναι, στην πραγματικότητα, μια εθνικιστική, ξενοφοβική ιδεολογία με μόνο περιφερειακά και/η δευτερεύοντα λαϊκιστικά στοιχεία»

Κατά τον Σταυρακάκη αυτή είναι η πραγματική μήτρα του λαϊκιστικού φαινομένου. Η πλήρης οικειοποίηση του κρατικού μηχανισμού από τις ελίτ σε περιόδους κρίσης και η συνεπακόλουθη συμπίεση των δικαιωμάτων και κατακτήσεων των υποτελών τάξεων στο βωμό της αναδιάρθρωσης παροξύνει τις αντιφάσεις του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Για πλατιά τμήματα των λαϊκών στρωμάτων που νιώθουν θεσμικά και συμβολικά περιθωριοποιημένα εντός αυτής της συνθήκης, η λαϊκή κυριαρχία -βασικός νομιμοποιητικός πυλώνας της φιλελεύθερης δημοκρατίας-  εμφανίζεται ως κενή περιεχομένου. Σε αυτό το πλαίσιο, ο λαϊκιστικός λόγος επιχειρεί να συναρθρώσει τα επιμέρους αιτήματα των υποτελών τάξεων στη βάση μιας συμπεριληπτικής λογικής ισοδυναμίας ικανής να σφυρηλατήσει το «λαό» όχι απλώς ως μια ενιαία οντότητα απέναντι στις κυρίαρχες ελίτ αλλά και ως διεκδικητικό υποκείμενο δυνάμενο να αμφισβητήσει αποτελεσματικά την κατεστημένη δομή εξουσίας.

Υπό αυτή την έννοια, ο «πραγματικός» λαϊκισμός μπορεί να είναι αντι-φιλελεύθερος αλλά δεν μπορεί να είναι αντι-δημοκρατικός καθότι διεκδικεί και εκφράζει δύο εγγενή στοιχεία της δημοκρατίας· τον εξισωτισμό και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Όπως εύστοχα σημειώνει ο Σταυρακάκης: «ό,τι συχνά προσεγγίζεται ως ακροδεξιός ή αποκλειστικός λαϊκισμός είναι, στην πραγματικότητα, μια εθνικιστική, ξενοφοβική ιδεολογία με μόνο περιφερειακά και/η δευτερεύοντα λαϊκιστικά στοιχεία» (σελ. 97). Η οπτική αυτή, βασιζόμενη στο έργο του Ερνέστο Λακλάου και τις κωδικοποιήσεις της «Σχολής του Έσσεξ», της οποίας άλλωστε ο συγγραφέας αποτελεί προεξάρχον μέλος, μας βοηθά να αποκτήσουμε μια περισσότερο εμβριθή αντίληψη των εκφάνσεων του λαϊκιστικού φαινομένου (π.χ. του κινήματος των πλατειών) αλλά και της σύνδεσής του με τις αντιφάσεις και τους μετασχηματισμούς που εγγράφει ο νεοφιλελευθερισμός στα σύγχρονα δημοκρατικά καθεστώτα. Η πρόκληση του λαϊκισμού δεν είναι άλλο από την ανάγκη αναμέτρησης με τις ενδογενείς εντάσεις, τα όρια και τις δυσλειτουργίες των τελευταίων.

O Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος είναι διδάκτορας πολιτικών επιστημών

Πηγή: Αυγή – Αναγνώσεις

Πρόκειται για σημαντική συμβολή, θεωρητική αλλά και πολιτική, καθώς θέτει υπό αμφισβήτηση τόσο την τρέχουσα ορθοδοξία στο επίπεδο του επιστημονικού διαλόγου όσο και τα αυτονόητα του mainstream πολιτικού λόγου. Δεν είναι, βεβαίως, η πρώτη φορά που ο συγγραφέας ασχολείται με το θέμα. Ο Γιάννης Σταυρακάκης, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, έχει πλήθος δημοσιεύσεων για τον λαϊκισμό στα ελληνικά και τα αγγλικά.

Η στρατηγική, λοιπόν, του συγγραφέα έγκειται όχι τόσο στο να εντοπίσει τη σχέση μεταξύ λαϊκού και λαϊκιστικού, αλλά στην οιονεί ταύτισή τους στον αντιλαϊκιστικό λόγο.

Το βιβλίο ξεκινάει με τη διαπίστωση ότι ξαφνικά οι πάντες συζητάνε για τον λαϊκισμό. Τα τελευταία χρόνια μια σειρά από πολύ διαφορετικά πολιτικά φαινόμενα στη διεθνή σκηνή χαρακτηρίζονται ευρέως ως «λαϊκιστικά»: ο Τραμπ και η Λεπέν, ο Σαλβίνι και ο Ορμπαν, αλλά και οι Podemos, ο Σάντερς, ο Τσάβες και φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλονται ως λαϊκιστές που απειλούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Εχει αποκτήσει, έτσι, νέα επικαιρότητα η παλιότερη επιστημονική συζήτηση περί λαϊκισμού που αφορούσε το Λαϊκιστικό κόμμα των ΗΠΑ, τους ναρόντνικους της Ρωσίας, τον Περόν και τον λατινοαμερικάνικο λαϊκισμό, όπως βέβαια και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.

Κεντρική επιλογή του Σταυρακάκη, τόσο σε αυτό το βιβλίο όσο και σ’ αυτό που είχε βγάλει πριν από λίγα χρόνια με τον Νικόλα Σεβαστάκη, είναι η εξέταση, συγχρόνως με την έννοια του λαϊκισμού, του λόγου ενάντια στον λαϊκισμό. Το σκεπτικό του είναι ότι ο λαϊκισμός, όπως όλες οι έννοιες, κατασκευάζεται στο πεδίο του λόγου: καθώς η κατασκευή αυτή επικαθορίζεται από ποικίλα συμφραζόμενα και συμφέροντα, για την ολοκληρωμένη κατανόηση της έννοιας επιβάλλεται να την εντάξουμε στο πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού. Η στρατηγική, λοιπόν, του συγγραφέα έγκειται όχι τόσο στο να εντοπίσει τη σχέση μεταξύ λαϊκού και λαϊκιστικού, αλλά στην οιονεί ταύτισή τους στον αντιλαϊκιστικό λόγο. Κορμός του βιβλίου, με αυτή την έννοια, είναι το δεύτερο κεφάλαιο, στο οποίο εξετάζει παλιές και νέες φιλελεύθερες ορθοδοξίες στη μελέτη του λαϊκισμού ως χαρακτηριστικά παραδείγματα ενός αντιλαϊκιστικού λόγου.

Ο Σταυρακάκης, αντιστρέφοντας το «εκσυγχρονιστικό» επιχείρημα, αναδεικνύει όχι τον λαϊκισμό αλλά τον αντιλαϊκισμό ως κύριο σύμπτωμα της σύγχρονης κρίσης της δημοκρατίας, στον βαθμό που ουσία της τελευταίας είναι η συμμετοχή και η εξουσία των πολλών. Λαϊκισμός και αντιλαϊκισμός εντάσσονται σε μια μακραίωνη διαμάχη ανάμεσα στους πολλούς και τους λίγους, σε εξισωτικά και ελιτίστικα πολιτικά μοντέλα, και ο αντιλαϊκισμός αναδεικνύεται σε μια μορφή της απαξίωσης των πολλών στον πολιτικό και ακαδημαϊκό λόγο. Ο συγγραφέας υιοθετεί μια αντι-ολιγαρχική και αντι-ελιτίστικη πολιτική και ηθική στάση, η οποία αποτελεί τη βάση για να ασκήσει κριτική τόσο στις μεταπολεμικές θεωρίες του εκσυγχρονισμού όσο και στη σύγχρονη φιλελεύθερη ορθοδοξία.

Να σημειώσουμε, επιπλέον, ότι η κριτική που ασκεί στον εξελικτισμό και στις θεωρίες «πολιτισμικού δυϊσμού» μεταξύ παρωχημένης και μεταρρυθμιστικής κουλτούρας συμπεριλαμβάνει και αριστερές εκδοχές του εκσυγχρονιστικού αντιλαϊκιστικού λόγου, όπως αυτή του Αγγελου Ελεφάντη. Ασκεί κριτική, τέλος, σ’ έναν ορισμό του λαϊκισμού ως κοροϊδίας των ψηφοφόρων και ως ψευδεπίγραφης επίκλησης του λαϊκού: στο ψεύδος (ή στο στρογγύλεμα της πραγματικότητας) δεν προσφεύγει μία μόνο πολιτική παράταξη, ενώ δεν μπορεί ο μελετητής του λαϊκισμού να υποβιβαστεί στη θέση του κριτή της ειλικρίνειας και αξιοπιστίας των πολιτικών λόγων -κάτι ούτως ή άλλως πολύ προβληματικό από επιστημονική άποψη.

Τι αντιπροτείνει ο συγγραφέας; Ο χώρος δεν επαρκεί για την αναλυτική παρουσίαση των επιχειρημάτων του, συνοπτικά όμως μπορούμε να πούμε ότι, ακολουθώντας τις γενικές κατευθύνσεις των Laclau και Mouffe, ορίζει τον λαϊκισμό ως έναν «τύπο πολιτικού λόγου ο οποίος ισχυρίζεται ότι εκφράζει τα λαϊκά συμφέροντα» και αιτήματα απέναντι σε μια ελίτ που θεωρείται ότι τα επιβουλεύεται. Βασικά χαρακτηριστικά του, δηλαδή, αποτελούν η αντίληψη της πολιτικής και κοινωνικής ζωής ως ανταγωνισμού, η πρόσληψή τους με βάση διχοτομικά σχήματα, κατά βάση ανάμεσα στον λαό και το ολιγαρχικό κατεστημένο, η επιδίωξη αποκατάστασης της λαϊκής κυριαρχίας. Συμπληρωματικά ο Σταυρακάκης ενσωματώνει άλλες επεξεργασίες για τον λαϊκισμό ως «πολιτικό στυλ», ή για τη σχέση που δημιουργείται μεταξύ ηγέτη και κοινωνικής βάσης όταν αυτός επικαλείται δημοσίως πολιτισμικά στοιχεία της «χαμηλής» κουλτούρας ή τολμά να φέρει στην επιφάνεια τα «κρυφά σενάρια» λόγου και συμπεριφορών που οι κυριαρχούμενοι αποφεύγουν να εκφράζουν δημόσια.

Πολύ σημαντική είναι η ανάλυση του συγγραφέα για την παραγωγή του λαϊκισμού από τις εσωτερικές εντάσεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς αυτή αποτελεί ένα σύστημα που συγχρόνως επικαλείται και περιορίζει τη λαϊκή κυριαρχία και βούληση, και που αδυνατεί εν τέλει να διευθετήσει όλα τα αιτήματα που προέρχονται από τον «λαό» -ένα υποκείμενο που συγκροτείται ακριβώς μέσα από την επίκληση της κυριαρχίας του. Ο λαϊκισμός, δηλαδή, συνίσταται μεταξύ άλλων σε μια απόπειρα εξάλειψης (πραγματικής ή συμβολικής) της απόστασης ανάμεσα στη νομιμοποιητική βάση του αντιπροσωπευτικού συστήματος (τη λαϊκή κυριαρχία) και στην καθημερινή εμπειρία που λιγότερο ή περισσότερο διαψεύδει αυτή την αρχή, καθώς π.χ. η καπιταλιστική οικονομία διαρκώς διευρύνει τις ανισότητες και παράγει περιθωριοποίηση.

Ο συγγραφέας κλείνει το βιβλίο με την επισήμανση ότι ο λαϊκισμός δεν είναι κάτι a priori θετικό, ούτε βέβαια πανάκεια, και καταγράφει ορισμένα από τα όριά του.

Ο Γιάννης Σταυρακάκης τείνει προς το στρατόπεδο όσων βλέπουν στον λαϊκισμό το πνεύμα της συγκρουσιακής πολιτικής και επομένως ένα αναγκαίο συστατικό κάθε εγχειρήματος πολιτικού ανταγωνισμού. Από αυτή την οπτική γωνία προσπαθεί να αποσταθεροποιήσει την κυρίαρχη αρνητική θεώρηση του «λαϊκισμού», καλώντας σε μια «μεταξίωση» και θετική σημασιοδότηση της έννοιας. Είναι προφανές όμως ότι υπάρχουν ορισμένοι μεγάλοι σκόπελοι που πρέπει να ξεπεραστούν για να γίνει κάτι τέτοιο, και σήμερα αυτοί περιλαμβάνουν εκτός από τον κυρίαρχο αντιλαϊκισμό και την εντεινόμενη ταύτιση του λαϊκισμού με την ανερχόμενη Ακρα Δεξιά. Η λύση που δίνει ο συγγραφέας για το τελευταίο είναι διττή.

Αφενός δέχεται ότι στον ορισμό του λαϊκισμού που δίνει (πρέπει να) χωράνε τόσο αριστερόστροφοι εξισωτικοί λαϊκισμοί όσο και αντιδραστικοί ακροδεξιοί. Στους τελευταίους ο «λαός» ανάγεται στον εθνοτικό πυρήνα του έθνους και στον λόγο τους κυριαρχούν χαρακτηριστικά αποκλεισμού όσων ορίζονται ως ξένοι: η βασική διχοτόμηση του κοινωνικού, δηλαδή, γίνεται όχι τόσο ανάμεσα στους πάνω και τους κάτω, αλλά ανάμεσα στους μέσα και τους έξω. Αφετέρου τονίζει ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι ορθότερο να μιλάμε όχι τόσο για λαϊκισμό, αφού δεν είναι η διχοτομία ανάμεσα σε λαό και ελίτ αυτή που κυριαρχεί, αλλά για μια εθνικιστική και ξενόφοβη δεξιά ιδεολογία με περιφερειακά τα λαϊκιστικά στοιχεία.

Ο συγγραφέας κλείνει το βιβλίο με την επισήμανση ότι ο λαϊκισμός δεν είναι κάτι a priori θετικό, ούτε βέβαια πανάκεια, και καταγράφει ορισμένα από τα όριά του. Κλείνουμε κι εμείς την παρουσίαση του εξαιρετικού αυτού βιβλίου παραθέτοντας ένα από αυτά, νομίζουμε αρκετά επίκαιρο για τις μετεκλογικές συζητήσεις αυτών των ημερών: «Ακόμα και όταν μια λαϊκιστική στρατηγική αποδεικνύεται νικηφόρα, δεν εξασφαλίζει φυσικά την αέναη ηγεμονία μιας λαϊκιστικής κυβέρνησης. Αυτό εξαρτάται από πολλά άλλα στοιχεία μεταξύ των οποίων ο πολιτικός ανταγωνισμός, οι ασκούμενες θεσμικές πολιτικές, η τεχνική επάρκεια κ.λπ. Δεν αρκεί επομένως ένας λαϊκιστικός βολονταρισμός».

Ο Νίκος Ποταμιάνος είναι ιστορικός, ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του ΙΤΕ

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Tι έγινε άραγε σ’ εκείνη την περίφημη ψηφοφορία όπου τα ελληνικά, για μία μόνο ψήφο, έχασαν την ευκαιρία να γίνουν η επίσημη γλώσσα των ΗΠΑ; Πώς ανακάλυψε ο Μπιλ Γκέιτς ότι η γλώσσα των υπολογιστών είναι τα αρχαία ελληνικά και βρέθηκε στην κορυφή της λίστας με τους πιο πλούσιους ανθρώπους του κόσμου; Ποιες είναι οι σκοτεινές δυνάμεις που προσπαθούν να καταστρέψουν την ελληνική γλώσσα και ποια μέσα χρησιμοποιούν; Είναι δυνατόν σήμερα τα πρόβατα να μη βελάζουν πια όπως στην αρχαία Αθήνα;

Αντίθετα από τον μπλόγκερ, ίσως χρειάζεται να πούμε δυο λόγια για τον φιλόλογο Νίκο Σαραντάκο, γιατί αυτή του η ιδιότητα δεν είναι εξίσου γνωστή. Ο ίδιος είναι αρκετά σεμνός για να δηλώνει «απλός ερασιτέχνης μελετητής της γλώσσας», χωρίς να αναφέρει ότι, ανάμεσα στα άλλα, έχει και πτυχίο φιλολογίας από το Αγγλικό Τμήμα του ΕΚΠΑ, γεγονός που του δίνει και τυπικά το δικαίωμα να ασχολείται ενεργά με τους σύγχρονους αστικούς και εθνικούς μύθους που αφορούν τη γλώσσα. Σε συνδυασμό με την πολύχρονη εμπειρία του στις κάθε είδους γλωσσικές αναζητήσεις, η φιλολογική κατάρτιση αποτελεί το μεθοδολογικό εργαλείο που επιτρέπει στον Νίκο Σαραντάκο να ξεχωρίζει την αλήθεια μέσα σε ένα κυκεώνα συχνά αφελών, αλλά συχνότερα προπαγανδιστικών, μύθων και να μας την προσφέρει με τον τρόπο, χαλαρό και διασκεδαστικό, του μπλόγκερ, αλλά πάντα με σεβασμό στα πορίσματα της επιστήμης.

Η αξία του βιβλίου δεν βρίσκεται μόνο στην ανασκευή των μύθων αλλά και στον τρόπο μελέτης της κατασκευής τους: είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε πώς δημιουργούνται ορισμένες αντιλήψεις, ποιος είναι ο πραγματικός κίνδυνος και ποια είναι η επίπλαστη απειλή που απευθύνεται στο φαντασιακό μας, στον υποσυνείδητο εκείνο κριτή που μας επιβάλλει τρόπους σκέψης και δράσης παρακάμπτοντας τη φωνή της λογικής. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο 22, με τίτλο «Οι κεφτέδες είναι ελληνικοί;», εκτός από το ποια είναι η πραγματική και ποια η παρετυμολογική ιστορία της λέξης κεφτές, μαθαίνουμε και μερικά πιο σημαντικά πράγματα: πρώτον, πώς οι γλώσσες δανείζονται λέξεις από άλλες γλώσσες πριν τελικά τις υιοθετήσουν («αν σήμερα η αγγλική́ γλώσσα έχει το πλουσιότερο λεξιλόγιο, αυτό́ το οφείλει στο ότι δεν έπαψε να δανείζεται αφειδώς σε όλη την ιστορική́ της διαδρομή́, από́ όλες τις γλώσσες του κόσμου» γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας στη σ. 76) και, δεύτερον, ποια είναι η στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο φαινόμενο του δανεισμού γενικά και στα δάνεια που μας έρχονται από την τουρκική ειδικότερα. Και ασφαλώς, όπως επιβάλλουν οι αρχές της επιστημονικής έρευνας, το βιβλίο συνοδεύεται από μία βασική βιβλιογραφία, για να μπορεί ο καθένας να ελέγξει ή να μελετήσει σε βάθος τις πηγές κάθε πληροφορίας. Για πιο εύκολη πρόσβαση, σε αρκετά σημεία βρίσκουμε διαδικτυακές παραπομπές, αλλά και βιβλιογραφικές προτάσεις κατάλληλες γι’ αυτούς που θέλουν να εμβαθύνουν σε συγκεκριμένα θέματα, π.χ. στην προφορά των αρχαίων ελληνικών.

Το μόνο μειονέκτημα που θα εύρισκα στο Μύθοι και πλάνες για την ελληνική́ γλώσσα είναι ο περιορισμός του μεγέθους, που δυστυχώς προκύπτει από την αρχή δημιουργίας της σειράς: ο γενικός τίτλος είναι 96 plus (με το 96 να σημαίνει τον αριθμό των σελίδων), σύμφωνα με το πρότυπο της παλιάς, αλλά αξεπέραστης γαλλικής σειράς Que sais-je του οίκου PUF (Presses universitaires de France). Στόχος είναι η εκλαϊκευμένη παρουσίαση μίας πολύ μεγάλης ποικιλίας θεμάτων με τρόπο απλό, κατανοητό και, κυρίως, έγκυρο. Αλλά η γραφή του Νίκου Σαραντάκου είναι τόσο ζωντανή, τόσο στρωτή και αβίαστη, που ο αναγνώστης δυσκολεύεται όχι να διαβάσει το βιβλίο αλλά να το αφήσει από τα χέρια του: όταν τελειώνουν οι 96 σελίδες το μόνο που θέλουμε είναι να διαβάσουμε μερικές ακόμα.

Όταν κανείς γράφει μία τέτοια κριτική είναι έτοιμος να δεχτεί και τον αντίλογο. Σίγουρα θα βρεθούν οι καλοθελητές που θα σκεφτούν ότι ο ενθουσιασμός μου μπορεί να οφείλεται στη γνωριμία μου με το συγγραφέα ή στη σχέση μου με τον εκδοτικό οίκο, όπου θα κυκλοφορήσει το βιβλίο που γράφω με τη συνάδελφο Άννα Βακαλοπούλου. Θα τους απογοητεύσω όμως, η αλήθεια είναι πιο πικρή: αποφάσισα να εντάξω το Μύθοι και πλάνες για την ελληνική́ γλώσσα στη βιβλιογραφία του μαθήματος περί γλωσσικής μυθολογίας που διδάσκω στο Πανεπιστήμιο. Γιατί, ναι, η θεματολογία του αφορά το σύνολο των μορφωμένων ανθρώπων και, ναι, εκεί στην Κύπρο διδάσκουμε και μαθήματα γενικής κουλτούρας, έξω από τα κύρια αντικείμενα που σπουδάζουν οι φοιτητές μας, για να τους βοηθήσουμε να απαλλαγούν από ορισμένες διαδεδομένες προκαταλήψεις και να αναπτύξουν κριτική σκέψη. Η εκτίμησή μου για τον μπλόγκερ φιλόλογο Νίκο Σαραντάκο προκύπτει, ανάμεσα σε άλλα, από τη βοήθεια που μας δίνει στη μάχη αυτή και το βιβλίο που μόλις εκδόθηκε έχει ήδη βρει τη θέση του στο οπλοστάσιό μας.

Η Μαριάννα Κατσογιάννου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου

Πηγή: Αυγή

Όπως και άλλοι ομήλικοι και ομότεχνοι, ο Ασδραχάς, από τα πρώτα του βήματα, έστρεψε το ερευνητικό του ενδιαφέρον στους «σκοτεινούς» αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, σε αυτά τα «μεταβυζαντινά» χρόνια που αποτελούσαν τότε, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, μια μαύρη τρύπα απ’ την οποία ξεπηδούσε, σαν την πάνοπλη Αθηνά από το κεφάλι του Δία, η «εθνική παλιγγενεσία»

Ο Σπύρος Ασδραχάς, αναζητώντας τους όρους και τις προϋποθέσεις που επέτρεψαν τη συγκρότηση των πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων της Επανάστασης –και στη συνέχεια του νεοελληνικού κράτους– ενέκυψε, ήδη από το πρώτο δημοσιευμένο μελέτημά του, στο φαινόμενο του αρματολισμού και της κλεφτουριάς, το οποίο στη συνέχεια θα τον απασχολήσει καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της δημιουργικής του πορείας. Η συνάντησή του με το έργο του Έρικ Χόμπσμπαουμ για την «κοινωνική ληστεία» και την «πρωτόγονη επανάσταση» και ο κριτικός διάλογός του με αυτό, υπό το φως των επεξεργασιών του Φερνάν Μπρωντέλ και της Σχολής των Annales για την ιστορική διάρκεια, θα εμπλουτίσει τον προβληματισμό του, συνδέοντας το φαινόμενο με το πλέγμα νοοτροπιών που το στηρίζει.

Όπως παρατηρεί ο ιστορικός Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, με τις επεξεργασίες του αυτές, ήδη από τη δεκαετία 1954-1965, όταν δημοσίευσε δέκα συνολικά μελετήματα για το θέμα, «θα αλλάξει εντελώς τους όρους κατανόησης ενός τόσο κεντρικού θέματος της νεοελληνικής ιστορίας», μολονότι τα ερμηνευτικά σχήματα που προτείνει θα αργήσουν πολύ να συναντήσουν την αποδοχή ή έστω την κατανόηση των ομοτέχνων του: «Μετριούνται στα δάχτυλα όσοι κατάλαβαν κάτι από αυτά ως τη Μεταπολίτευση», γράφει (περ. Τα Ιστορικά 61).

Όπως σημειώνει στην κατατοπιστική εισαγωγή του ο ιστορικός Νίκος Θεοτοκάς, η θεώρηση του παρελθόντος που υιοθέτησε ο Ασδραχάς «ανανεώνει το εννοιολογικό οπλοστάσιο του ιστορικού, θεματοποιεί τα προβλήματα των αναγνώσεων και πλουτίζει τα ερμηνευτικά μας εργαλεία».

Πράγμα διόλου παράδοξο, καθώς ο Σπύρος Ασδραχάς, μέσα από τις μελέτες του αυτές έθετε εκποδών το εθνικό αφήγημα περί αρματολών και κλεφτών, καταδεικνύοντας ότι πρόκειται για δύο ανταγωνιστικές λειτουργίες, που εντάσσονται όμως στο ίδιο πλέγμα, αυτό της ενσωμάτωσης στις δομές της νομιμότητας της οθωμανικής κοινωνίας, καθώς η «πρωτόγονη εξέγερση» του κλέφτη αποτελεί, κατά κύριο λόγο, μηχανισμό ένταξής του στον αρματολικό θεσμό μέσω της διαχείρισης της οικονομίας της βίας.

Μέσα από αυτόν τον κύκλο, όπως καταδεικνύει ο Ασδραχάς μέσα από τον διάλογό του με τις πηγές –ο οποίος υπήρξε μόνιμη μέριμνά του καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του–  η βία ανάγεται σε αξία και όσοι την ασκούν μετατρέπονται σε σύμβολο, το οποίο αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, στα κλέφτικα τραγούδια, από τα οποία αντλεί εκτενώς στα μελετήματά του.

Στον τόμο περιλαμβάνονται κείμενα που γράφτηκαν κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960 και ξαναδουλεύτηκαν από τον Ασδραχά πολλά χρόνια αργότερα.

Ο κομβικός ρόλος που έπαιξε η ενασχόληση του Σπύρου Ασδραχά με τα φαινόμενα του αρματολισμού και της κλεφτουριάς, η προδρομικότητα των αναλύσεών του, αλλά και η επιμονή με την οποία ο ίδιος ξαναγύριζε σε αυτά τα παλιά κείμενα, εμπλουτίζοντάς τα με νέες επεξεργασίες, αποτέλεσαν το κίνητρο ώστε η συγκρότηση ενός τόμου με τα μελετήματα αυτά, υπό τον τίτλο Πρωτόγονη επανάσταση, να επιλεγεί για την παρθενική εμφάνιση μιας νέας εκδοτικής προσπάθειας, με πρωτοβουλία του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, που επιδιώκει να αποτελέσει τον δεύτερο «πανεπιστημιακό εκδοτικό οίκο» στη χώρα μας –μια σημαντική έλλειψη που η ύπαρξη των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης δεν επαρκεί να καλύψει.

Στον τόμο περιλαμβάνονται κείμενα που γράφτηκαν κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960 και ξαναδουλεύτηκαν από τον Ασδραχά πολλά χρόνια αργότερα. Στο πρώτο μέρος, με θέμα τον «κόσμο της βίας», παρακολουθούμε τη συγκρότηση της έννοιας της «πρωτόγονης επανάστασης», ενώ το δεύτερο αφορά τη «μετάπλαση» του κόσμου αυτού μέσα από το κλέφτικο τραγούδι και ιδιαίτερα τον Χρήστο Μιλιόνη, όπου ο ιστορικός καταπιάνεται με τα ερμηνευτικά προβλήματα που θέτει η προσέγγιση ενός τέτοιου υλικού.

Όπως σημειώνει στην κατατοπιστική εισαγωγή του ο ιστορικός Νίκος Θεοτοκάς, η θεώρηση του παρελθόντος που υιοθέτησε ο Ασδραχάς «ανανεώνει το εννοιολογικό οπλοστάσιο του ιστορικού, θεματοποιεί τα προβλήματα των αναγνώσεων και πλουτίζει τα ερμηνευτικά μας εργαλεία».

Η επιλογή της Πρωτόγονης επανάστασης ως πρώτου βήματος της νέας εκδοτικής προσπάθειας αποτελεί ασφαλώς φόρο τιμής σε έναν «από τους μεγάλους ευρωπαίους ιστορικούς της γενιάς του», δάσκαλο πολλών σημερινών ιστορικών· άλλωστε, τόσο ο Νίκος Θεοτοκάς που επέλεξε τα κείμενα όσο και οι Άννα Ματθαίου και Πόπη Πολέμη που είχαν την εκδοτική φροντίδα της καλαίσθητης έκδοσης υπήρξαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μαθητές και μαθήτριές του.

Αποτελεί, όμως, παράλληλα και μια ένδειξη για το εύρος των ακατάτακτων και ενίοτε αθησαύριστων κειμένων του ιστορικού, διάσπαρτων σε συλλογικούς τόμους, περιοδικά, δυσεύρετες εκδόσεις ή και σεμιναριακές ηχογραφήσεις. Μια εκ νέου συγκέντρωση και ανακατάταξή τους αναμφίβολα θα εμπλούτιζε τις γνώσεις μας και θα όξυνε τα ερευνητικά εργαλεία των νεότερων ομοτέχνων του, οδηγώντας σε νέα ερωτήματα και μεθοδολογικές προσεγγίσεις. Μακάρι η νέα αυτή προσπάθεια να μακροημερεύσει και να μας προσφέρει, στο εγγύς μέλλον, μια ακόμη θεματική συγκέντρωση μελετημάτων του Σπύρου Ασδραχά.

Πηγή: Ο Αναγνώστης

Ο όχλος, οι αλήτες που΄θελαν και δημάρχους κακό ψόφο να΄χουνε!

Ας πάνε πρώτα να πλύνουνε τα μούτρα τους και να καθαρίσουν τα δόντια τους!

ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΕΞΠΗΡ, Κοριολανός

Το κείμενο το Σταυρακάκη, αν και ελάχιστο σε έκταση, καλύπτει όλες τις θεματικές του πεδίου, είναι εξαιρετικά καλογραμμένο και διαχρονικά «πληροφορημένο». Έτσι, σε αντίθεση με τα περισσότερα σχετικά κείμενα, άρθρα και βιβλία, αναφορές σε παλαιότερα, αλλά κάθε άλλο παρά παρωχημένα, έργα πολιτικής φιλοσοφίας ή ιστορικής κοινωνιολογίας, όπως του McPherson ή του Barrington Moor Jr., δίνουν ένα μοναδικό βάθος στην πραγμάτευση και δείχνουν ακόμη περισσότερο την καταλληλότητα του Σταυρακάκη ως ερευνητή στο πεδίο.

Θα το ξαναπώ. Το βιβλίο είναι ελάχιστης έκτασης, ένα υπερπολύτιμο «μικράκι», που όσο μέγεθος του λείπει τόση ποιότητα και βάθος διαθέτει.

Η αποκάλυψη της εντελώς τετριμμένης και πολλαχώς παρωχημένης «εκσυγχρονιστικής» επιχειρηματολογίας, ακόμη και των κορυφαίων σχετικών έργων, εμφανίζεται ανάγλυφα.

Επιπλέον, πρόκειται για κείμενο μαχητικό, συνειδητά «αντι –αντιλαϊκιστικό». Ήδη από τις πρώτες σελίδες στέκεται απέναντι προς την όλο και ευρύτερα εκδηλούμενη, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της παρούσας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, εδώ και δέκα και χρόνια, απέχθεια, αποστροφή και περιφρόνηση προς κάθε τι λαϊκό, που βρίσκεται στη βάση κάθε είδους αντίδρασης του αντικειμενικά βαλλόμενου «συστήματος» προκειμένου να αποσείσει από πάνω του την αποκλειστική του ευθύνη για την παρατεινόμενη «κακοδαιμονία», που βιώνει η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Όπως σημειώνει ο Σταυρακάκης, «[σ]ε κάθε τέτοιου είδους συγκυρία, η «ενστικτώδης» αντίδραση του status quo είναι, συνήθως, η προσπάθεια απονομιμοποίησης των διαμαρτυρόμενων μαζών» (σελ. 17). Σήμερα, όλοι όσοι αντιστέκονται στο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό αίσχος είναι «λαϊκιστές» -και, όντας τέτοιοι, συνωθούνται στην ίδια ιδεολογικοπολιτική –και πολιτισμική- περιοχή με μια σειρά από διαβόητα τέρατα της εποχής. Το γεγονός πως οι καταγγέλλοντες ανήκουν στην ίδια ευρωπαϊκή οικογένεια με τα τέρατα, σε μια επίδειξη στραμπουλιγμένης λογικής, δεν φαίνεται να έχει καμιά σημασία: ο Μητσοτάκης κάθεται δίπλα στον Όρμπαν ή σε άλλους ανατολικοευρωπαίους κληρικοφασίστες, αλλά λαϊκιστές είναι όσοι επιτίθενται στα μνημόνια και στις πολιτικές της λιτότητας.

Ο προφανής παραλογισμός του να συναθροίζονται σε μια «πολιτική συνομοταξία» ο Τραμπ με τον Σάντερς, ο Φάρατζ με τον Κόρμπιν, η Λεπέν με τον Μελανσόν ή να συγκρίνεται ο Τσίπρας –ό,τι κι αν είναι ο Τσίπρας- με τον Σαλβίνι, δεν φαίνεται να ενοχλεί ιδιαίτερα την φιλελεύθερη και ακροκεντρώα ακαδημία και δημοσιολογία.  Στη χώρα μας, μάλιστα, τα διάφορα Journals, Καθημερινές, Βήματα και Νέα, μαζί και με τα ποικίλα Σκάϊ και Επίκεντρα, αποτελούν ένα πανίσχυρο και με απεριόριστους πόρους, για τα ελληνικά δεδομένα, «μέτωπο λογικής» προς στρέβλωση της πιο στοιχειώδους λογικής.

Ο Σταυρακάκης δεν τους «ονοματίζει» όλους αυτούς ούτε και τους επιλέγει ως αντιπάλους. Αυτό που κάνει είναι μια επιστημονική αντιπαράθεση με τους κύριους εισηγητές των σχημάτων του αντι-λαϊκισμού, τους οποίους, κατά τη γνώμη μου, κάνει «φύλλο και φτερό». Η αποδόμηση των θέσεων σχετικά με το λαϊκισμό βασικών mainstream θεωρητικών, από τον Χοφστάτερ μέχρι τον Γιαν -Βέρνερ Μύλερ, ακόμη και του, σαφώς περισσότερο «μετρημένου», Μούντε, είναι παραδειγματική –και, με δεδομένο το εξαιρετικά ευσύνοπτο, πραγματικά εντυπωσιακή. Η αποκάλυψη της εντελώς τετριμμένης και πολλαχώς παρωχημένης «εκσυγχρονιστικής» επιχειρηματολογίας, ακόμη και των κορυφαίων σχετικών έργων, εμφανίζεται ανάγλυφα. Και φέρνει σε πρώτο πλάνο τα εμμονικά χαρακτηριστικά των εκσυγχρονιστικών φιλελεύθερων ιδεολογιών του εικοστού αιώνα – που τα μοιράζονται με τον ιστορικό φιλελευθερισμό, ως οπαδού της αιρετής ολιγαρχίας και όχι της δημοκρατίας,: μονολιθικός «αναπτυξιακός» ντετερμινισμός, απροκάλυπτη υποταγή της επιστήμης στις ιδεολογικές της χρήσεις εντός του ψυχροπολεμικού πλαισίου, μια επικίνδυνα κυριαρχική αξίωση υπεροχής και ζηλωτικός ελιτισμός. Όπως σημειώνει ο Γκίλμαν, στην παράθεση του Σταυρακάκη: «Η δημοκρατία ήταν καλή, αλλά μόνο στο βαθμό που ενείχε έναν υποτακτικό δήμο, υπάκουο στις προσταγές των «υπεύθυνων» τεχνοκρατών. Όταν όμως τα λαϊκά στρώματα απέρριπταν τις προτάσεις τους, οι θεωρητικοί του εκσυγχρονισμού δεν δίσταζαν να «τα ξαποστείλουν στους σκουπιδοτενεκέδες τόσο της ιστορίας όσο και της πολιτικής»» (σελ. 50).

Η απλή ανάγνωση του βιβλίου του Σταυρακάκη μας βοηθάει να προσανατολιστούμε πολύ καλά στο πεδίο. Όπως, με μεγάλη επάρκεια, παρουσιάζει και τη δική του προτίμηση προς μια πολιτική αριστερού λαϊκισμού, καθώς και την θεωρητική της θεμελίωση μέσα από το έργο του Ερνέστο Λακλάου.

Τα σχήματα αυτά εμφανίστηκαν, όπως είναι γνωστό, κατά λέξη και στην «καθημάς Ανατολή», στις ελλαδικές παραλλαγές του «πολιτισμικού δυϊσμού», όπου η ίδια η καθόλου ιστορία του νεοελληνικού κράτους παρουσιάστηκε ως πάλη ανάμεσα σε «δύο κουλτούρες» (2). Κατά τον Νικηφόρο Διαμαντούρο, κεντρικό εισηγητή τέτοιων θεωρήσεων,  η underdog «αντι-εκσυγχρονιστική», διαχρονικά «παρωχημένη», κουλτούρα, «εμβαπτισμένη στη βαλκανική-οθωμανική κληρονομιά», χαρακτηρίζεται από: «έκδηλη εσωστρέφεια, έντονα κρατικιστικό προσανατολισμό, σε συνδυασμό με βαθειά διχοστασία απέναντι στον καπιταλισμό και τον μηχανισμό της αγοράς, συνειδητή προτίμηση προς τον πατερναλισμό και τον προστατευτισμό μαζί με μια παρατεταμένη προσκόλληση σε προκαπιταλιστικές πρακτικές. Ακόμη, η ίδια χαρακτηρίζεται από ένα σύμπαν ηθικών αισθημάτων, μεταξύ των οποίων κυριαρχούν συχνά αρχέγονες ταυτίσεις με στενές αντιλήψεις και αδιαλλαξίες απέναντι σε κάθε τι το ξένο, έναν λανθάνοντα αυταρχισμό […] και, τέλος, μια αμφίθυμη αντίδραση για κάθε ανανέωση» (3).  Πρόκειται, ισχυρίζομαι, για  αντιγραφή του Χοφστάτερ, αν όχι πιο εισαγωγικών αμερικανικών εκσυγχρονιστικών «εγχειριδίων», προσαρμοσμένη στα δεδομένα μας, όπου στην θέση των αμερικάνων νότιων και μεσοδυτικών «βλάχων» μπαίνει η «βαλκανική και οθωμανική κληρονομιά». Και επαρκεί για να στοιχειoθετηθεί (sic) το σύνολο της τωρινής αντιλαϊκιστικής επιχειρηματολογίας, όπως βγαίνει από το στόμα του Μητσοτάκη, της Διαμαντοπούλου ή και του Αδώνιδος, ακόμη. Η έκδοση στα ελληνικά των βιβλίων του Μούντε ή του Μύλερ ελάχιστα όπλα πρόσθεσαν στη φαρέτρα των εκσυγχρονιστών μας.

Η απλή ανάγνωση του βιβλίου του Σταυρακάκη μας βοηθάει να προσανατολιστούμε πολύ καλά στο πεδίο. Όπως, με μεγάλη επάρκεια, παρουσιάζει και τη δική του προτίμηση προς μια πολιτική αριστερού λαϊκισμού, καθώς και την θεωρητική της θεμελίωση μέσα από το έργο του Ερνέστο Λακλάου. Εδώ ο «λαός» γίνεται το κενό σημαίνον, ένα σημαίνον χωρίς σημαινόμενο, γύρω από το οποίο μπορεί να αρθρωθεί μια αντι-ηγεμονική πολιτική προς όφελος των από κάτω, οι οποίοι, σε όλη τους τη ποικιλία και την τεράστια διαφορά, μπορεί ο καθένας και η καθεμία να αναγνωριστεί. Η συγκεκριμένη προσέγγιση αντιλαμβάνεται στο λαό μια κατεξοχήν επιτελεστική διάσταση. Όπως γράφει ο Σταυρακάκης, «ο «λαός» ως δρ[ον] πολιτικό υποκείμενο αποτελεί το προϊόν της λαϊκιστικής επίκλησης και όχι την αφετηρία της…» (σελ. 100).

Όπως είναι γνωστό, ο Λακλάου διατύπωσε την «θετική» θεωρία του για τον λαϊκισμό επιχειρώντας να υπερβεί αυτό που θεωρούσε μείζον μειονέκτημα των μαρξιστικών προσεγγίσεων, τον ταξικό αναγωγισμό. Το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι πως μαζί με τον «αναγωγισμό» εξαφανίστηκαν και οι … τάξεις. Πράγμα, που όχι μόνο δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει, αλλά αποτελεί και ένα τεράστιο εμπόδιο τόσο στην αποτύπωση της κοινωνικής πραγματικότητας, όσο και στη δυνατότητα να διαμορφωθούν κατάλληλες «εγκλήσεις» για τη στρατηγική διαμόρφωση του υποκειμένου του κοινωνικού μετασχηματισμού. Το οποίο, όσο επιτελεστικά κι αν «κατασκευάζεται» τόσο, επίσης, υφίσταται «αντικειμενικά» -κι εδώ η μαρξική έννοια της εκμετάλλευσης είναι καθοριστική.  Πράγμα που δείχνει πως είναι δυνατόν η στάση του Ελεφάντη απέναντι στο ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ να μην δηλώνει «μνησίκακη και συμπλεγματική αντίδραση» (σελ. 55), αλλά μια ταξική προσέγγιση, που αξίζει τον κόπο.

Αλλά, ας είναι. Αυτή η συζήτηση δεν μπορεί, πέρα από νύξεις, να γίνει στο πλαίσιο μιας βιβλιοπαρουσίασης. Θα αδικούσε τόσο το θέμα όσο και το εξαιρετικό βιβλίο του Σταυρακάκη.

Μόνο ένα σχόλιο θα κάνω, ως παρακαταθήκη για μια σοβαρή διερεύνηση. Γράφει ο Σταυρακάκης, σχετικά με το ΣΥΡΙΖΑ: «Τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του ηγεμονικού λόγου του κόμματος [που το έφεραν από το 4.60% στο 36.34%] περιλάμβαναν, πρώτον, την προώθηση μιας ανταγωνιστικής αναπαράστασης του κοινωνικοπολιτικού πεδίου στη βάση της διχοτόμησης Εμείς/Αυτοί και, δεύτερον, την εξύψωση «του λαού» στη θέση του προνομιακού σημαίνοντος που εκπροσωπεί το στρατόπεδο «Εμείς» με τέτοιον τρόπο ώστε να επιτρέπει σε ποικίλες ομάδες και υποκείμενα, χτυπημένα από την κρίση, να ταυτιστούν με αυτήν την θέση» (σελ. 42). Συμφωνώ, αλλά μόνο κατά το ήμισυ. Πρώτον, γιατί η ανταγωνιστική αναπαράσταση μπορεί να σχεδιαστεί έχοντας στο «Εμείς» σχεδόν αποκλειστικά ταξικά προσδιορισμένα υποκείμενα και ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα και, δεύτερον, γιατί, δεν ξέρω σχετικά με την εκλογική «τελεσφορία», αλλά σε ό,τι αφορά το φιάσκο της διακυβέρνησης, είμαι βέβαιος πως η συμπερίληψη στο «Εμείς» και μεγάλου αριθμού από τον «λαό της ιδιοκτησίας» βάρυνε καθοριστικά –όταν ήρθε η ώρα της κρίσης οι καταθέτες και τα (ασυστόλως φοροδιαφεύγοντα, μεταξύ πολλών άλλων «κακών πρακτικών») μικρά και μεσαία αφεντικά βάρυναν περισσότερο από τους ανέργους.

Αλλά ήδη «αδικώ» τη συζήτηση. Θα επανέλθω αλλού.

 

1. Marco D’ Eramo, Populism and the New Oligarchy, New Left Review, 82, July –August 2013

2. Είναι πολύ εύστοχη η επιλογή του Σταυρακάκη να αξιοποιήσει, από την αντίθετη ματιά, το εξαιρετικό βιβλίο της Μαρίας Δεληβοριά, Ο Αγώνας του ’21 και η υπονόμευσή του, Άγρα, 2016. Μέσω αυτού δίνει το λόγο στο Σολωμό, ο οποίος, μιλώντας για την Επανάσταση εξοντώνει πραγματικά όλο το σύγχρονο αντιλαϊκισμό.

3. Νικηφόρος Διαμαντούρος, Πολιτισμικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στη μεταδικτατορική Ελλάδα, Αλεξάνδρεια, σελ. 41

Οι αρματολοί και οι κλέφτες διαδραμάτισαν έναν ρόλο εν πολλοίς θετικό στις προεπαναστατικές εξελίξεις, αποτελώντας τον πυρήνα του φαινομένου που αποκαλείται πρωτόγονη επανάσταση, το οποίο τους κατέστησε «ένα κοινωνικό στρώμα με κυριαρχική ικανότητα, αντίρροπη κάποτε στην αντίστοιχη της οικονομικά κυρίαρχης τάξης με τη δύναμη των όπλων και την πρακτική των συμμαχιών με τις ισχυρές οικογένειες». Δημιουργούσαν περιουσίες, χωράφια και αμπελοχώραφα που τα δούλευαν με σέμπρους (κολίγους), έφτιαχναν κοπάδια από γιδοπρόβατα και βοοειδή, έχτιζαν μοναστήρια, έβαζαν αγιογράφους να τους εξεικονίσουν σε περίοπτες θέσεις, μ’ έναν ιδιότυπο τρόπο και με μέσα όχι πάντα θεμιτά επηρέαζαν τη διαμόρφωση της τοπικής και της ευρύτερης οικονομίας.

Σύμφωνα με τη λεγόμενη πανηγυρική ιστοριογραφία, που κυριάρχησε κυρίως τον 19ο αιώνα, οι αρματολοί και οι κλέφτες έδρασαν από κοινού και διαπνέονταν από εθνική ιδεολογία. Όμως ο Σπύρος Ι. Ασδραχάς αποδεικνύει ότι η πραγματικότητα ήταν πολύ περισσότερο σύνθετη. Οι ομάδες αυτές κινούνταν συχνά σε διαφορετικές κατευθύνσεις κι άλλαζαν ρόλους ανάλογα με τις συνθήκες, τα κίνητρά τους δεν ήταν πάντα αγαθά, ωστόσο σε γενικές γραμμές προσπαθούσαν να επιβιώσουν και να βελτιώσουν τη θέση τους με τον μόνο δυνατό τρόπο που είχαν στη διάθεσή τους, δηλαδή τα όπλα. Εγκλωβισμένοι μέσα στο περίπλοκο πλέγμα εξουσίας όπου διαπλέκονταν οι οθωμανικές και οι βενετικές αρχές, ενώ ρόλο διεκδικούσε από ένα σημείο και μετά ο Αλή Πασάς, οι Έλληνες ραγιάδες βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση από κάθε άποψη και συχνά αναγκάζονταν να καταφύγουν στην εξέγερση, τη ληστεία και τον θεσμό του αρματολικιού, που τους επέτρεπε να διεκδικούν μια προνομιακή θέση σ’ αυτό το αποπνικτικό κοινωνικό τοπίο.

Όμως ο Σπύρος Ι. Ασδραχάς αποδεικνύει ότι η πραγματικότητα ήταν πολύ περισσότερο σύνθετη.

Για την υποστήριξη της θέσης του ο Σπύρος Ι. Ασδραχάς, ο οποίος εκτός των άλλων υπήρξε διευθυντής μεταπτυχιακών και διδακτορικών ερευνών στο Πανεπιστήμιο Paris I, Panthéon-Sorbonne, συγκέντρωσε ένα πλήθος πρωτογενών πηγών, κυρίως επιστολών του 18ου και 19ου αιώνα, που περιγράφουν ζωηρά τον κοινωνικό χάρτη της προεπαναστατικής Ελλάδας. Οι επιστολές είναι γραμμένες στα ελληνικά, αν και οι αποστολείς τους ήταν τουρκόφωνοι, βλαχόφωνοι ή αλβανόφωνοι, επειδή τα ελληνικά ήταν η επίσημη γλώσσα της γραπτής επικοινωνίας σ’ εκείνα τα περιβάλλοντα. Περιέχουν αφηγήσεις κατασκόπων, αναφορές πλοιάρχων προς τους «σανιτάδες» (υπεύθυνους των υγειονομείων σε κάθε λιμάνι), εκθέσεις γεγονότων από καπετάνιους περιπολικών πλοίων, καταθέσεις μελών της Εκτελεστικής και Υψηλής Αστυνομίας, αλλά και μαρτυρίες ανθρώπων που διώκονταν από πολιτικά και εκκλησιαστικά δικαστήρια ή ζούσαν κάτω από τον φόβο του αφορισμού κάποιου φανατικού μητροπολίτη. Εκτός από πολλά ανέκδοτα έγγραφα, ο ικανός Έλληνας ιστορικός χρησιμοποιεί κι άλλες πηγές για την τεκμηρίωση των θέσεών του, όπως δημοτικά τραγούδια που εμπεριέχουν ιστορικές πολύτιμες πληροφορίες κι ακόμα επιγραφές σε εκκλησίες ξεχασμένες πια, ενώ δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κατασκευή μύθων που επικράτησαν μετά την ελληνική επανάσταση, όπως ο πρωταγωνιστικός ρόλος του μοναχού Σαμουήλ στην ανατίναξη στο Κούγκι.

Καθώς συμπληρώνονται 200 χρόνια από την εξέγερση του 1821 και η χώρα μας ετοιμάζεται να γιορτάσει την ιστορική αυτή επέτειο, η συζήτηση για τα γεγονότα της εν λόγω περιόδου κορυφώνεται. Μέσα στο πλήθος των διάφορων απόψεων, δεν μπορεί κανείς να μην ξεχωρίσει τον διεισδυτικό στοχασμό του Ασδραχά, ο οποίος, σύμφωνα με τον Νίκο Θεοτοκά, που επέλεξε τα κείμενα αυτού του τόμου, «αξιοποιεί μια μακρά ιστοριογραφική παράδοση και την αναδιατάσσει σ’ ένα νέο ερμηνευτικό σχέδιο με πλούσιο υλικό και ρηξικέλευθες επεξεργασίες», συμβάλλοντας μ’ αυτόν τον τρόπο στην ανάπτυξη ενός γόνιμου διαλόγου μακριά από στείρες αντιπαραθέσεις και ακραίες τοποθετήσεις.

Πηγή: Διάστιχο