«Το Σύνταγμα άντεξε στις κρίσεις της συντεταγμένης χρεοκοπίας και της πανδημίας»
Ο Αντώνης Μανιτάκης μιλάει στο «Βήμα» για τη στέρεη αγκύρωση, την ανθεκτικότητα και την ευελιξία του καταστατικού χάρτη της χώρας
Συνέντευξη στον
Μάρκο Καρασαρίνη
Mακρύς ο κατάλογος του έργου του Αντώνη Μανιτάκη. Πλήθος συμμετοχών σε συλλογικούςτόμους, επιμελειών άλλων και 16 μονογραφίες του επί τριακονταετία καθηγητή στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης την περίοδο 2012-2013 καταγράφει η βιβλιογραφική βάσητης Biblionet. To πρόσφατο δοκίμιό του Ελληνικός συνταγματισμός, αφορμή της συζήτησής μας, εντάσσεται τόσο στη συγκυρία των μελετών με άξονα το 1821 όσο και σε εκείνη της αποτίμησης της σύγχρονής μας συνταγματικής ιστορίας. Εξετάζοντας τις καταβολές και τις προϋποθέσεις των συνταγματικών κειμένων του Αγώνα ως καταστατικής αρχής μιας παράδοσης που βρίσκεται στο υπόβαθρο του σημερινού Συντάγματος και των προκλήσεων στις οποίες ανταποκρίθηκε τα τελευταία χρόνια, ο Αντώνης Μανιτάκης συνοψίζει με ακρίβεια τα συμπεράσματά του στον υπότιτλο του δοκιμίου: ο ελληνικός συνταγματισμός παραμένει δημοκρατικός, νεωτερικός και ακμαίος.
Η έννοια του Συντάγματος βρίσκεται στο όριο, αλλά και στην καρδιά της ίδιας της νεωτερικότητας;
«Θα έλεγα στην καρδιά της νεωτερικότητας. Η νεωτερικότητα στο θεσμικό επίπεδο εμφανίζεται στηνΕυρώπη με τη δημιουργία εθνικούκράτους, που οργανώνεται με βάση την κρατική κυριαρχία, και τη δημιουργία μια πανίσχυρης συγκεντρωτικής και κοσμικής, πολιτικής εξουσίας, που αντικατέστησε βί-αια την κάθε είδους φεουδαρχική, αυτοκρατορική και θεοκρατική εξουσία. Παράλληλα, αναγνωρί-στηκε η προσωπική ελευθερία και η ελευθερία της συνείδησης για τον καθένα. Το Σύνταγμα έρχεται για να δέσει όλα αυτά σε μια πολιτική ενότητα και να εγκαθιδρύσει ένα νεωτερικό σύστημα διακυβέρνησης. Οργανώνει και συνενώνει με κανόνες δικαίου αυστηρούς και τυπικούς, κράτος, ελευθερί-ες και διακυβέρνηση. Χωρίς Σύνταγμα δεν νοείται κράτος ούτε ελευθερίες ούτε δημοκρατία. Και τα τρία οργανώνονται, κατοχυρώνονται και λειτουργούν χάρις στο Σύνταγμα, με το Σύνταγμα και υπότο Σύνταγμα».
Στην Ελλάδα οι ισχυρές συνταγματικές πρακτικές της Επανάστασης διακόπτονται από το δεκαετές διάλειμμα τηςοθωνικής εξουσίας.
«Αναθεματίζοντας την οθωνική εξουσία αδικούμε τη σημασία και την επείγουσα αναγκαιότητα που υπήρχε, τότε, για τη δημιουργία μιας ισχυρής, συγκεντρωτικής κρατικής εξουσίας που θα παραμέριζε τους τοπάρχες, τους κοτζαμπάση δες και τους προεστούς που ματαίωναν με τις ατέλειωτες εμφύλιες συρράξεις τους κάθε απόπειρα δημιουργίας ενός σύγχρονου κράτους. Χάρη στην αντιβασιλεία, με πρωτεργάτη τον νομομαθή Μάουρερ, και τη σύντομη αλλά τραγική παρουσία του Καποδίστρια, που έπεσε θύμα των τοπικών ανταγωνισμών, τέθηκαν τα θεμέλια μιας σύγχρονης δημόσιας διοίκησης και δικαιοσύνης. Προείχε για την εθνική ανεξαρτησία και ευημερία της χώρας η δημιουργία κράτους. Μια δημοκρατική διακυβέρνηση, χωρίς ικανή αστυνομία και διοίκηση, ήταν αδύνατον να διασφα-λίσει τότε ασφάλεια, ελευθερία και δικαιοσύνη».
Περιγράφετε τη σημασία της ρύθμισης της μετεπαναστατικής σχέσης Κράτους – Εκκλησίας. Πόσο κομβικός ήταν αυτός ο χειρισμός και πόσο ωφέλιμος αποδείχθηκε και για τους δύο φορείς έκτοτε;
«Ηταν κομβικός τόσο για τη δημιουργία ενός εθνικού κράτος με στέρεα εθνική συνείδηση όσο και για την απαγκίστρωση της Εκκλησίας από την ασφυκτική και αντιδραστική τότε κηδεμόνευ ση του Πατριαρχείου. Σε όλα τα Βαλκάνια λόγω της “επικρατούσας” στην επικράτειά τους ορθό- δοξης πίστης η δημιουργία εθνικής Εκκλησίας ήταν αναγκαία. Ελληνικό κράτος και πολιτική εξουσία εκμεταλλεύτηκαν τη σχέση αυτή προς ίδιον όφελος, για λόγους κυρίως ψηφοθηρικούς αλλά και ιδεολογικούς. Η Εκκλησία δέχθηκε την υποταγή της στο κράτος και σε ένα σύστημα μιας νόμω κρατούσης Πολιτείας, όχι μόνον διότι έτσι αναγνωριζόταν ως παράγων θεσμικής εξουσίασης αλλά και διότι έτσι αντλούσε οικονομικά προνόμια. Η σχέση τους αποδείχθηκε τελικά ωφέλιμη και για τους δύο. Τους βόλευε. Δεν άλλαξε ουσιαστικά 200 χρόνια τώρα, ούτε προβλέπω να αλλάζει. Αν κρίνει κανείς μάλιστα από τις μάταιες απόπειρες συνταγματικής αναθεώρησης.Δεν μπορεί να αλλάξει θεσμικά ή συνταγματικά η σχέση τους χωρίς ευρύτατη πολιτική και κοινωνική συναίνεση».
”Το άτομο δεν είναι μια μοναχική μονάδα.
Ζει με τους άλλους και χάρη στους άλλους.
Τα δικαιώματά του τα έχει, όπως ορίζει
άλλωστε ρητά το Σύνταγμα, όχι μόνον ως
άτομο αλλά και ως μέλος του κοινωνικού
συνόλου. Με αυτήν του την ιδιότητα
επιβαρύνεται και με καθήκοντα”
Δίνετε έμφαση στην προσαρμοστικότητα του ελληνικού Συντάγματοςκαι ιδιαίτερα στο γεγονός ότι ούτε στα χρόνια της κρίσης ούτε στην περίοδο της πανδημίας απαιτήθηκε η προσφυγή σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Εχουμε να κάνουμε με μια δική του, ιδιαίτερη ευελιξία σε σχέση με τις συνταγματικές προβλέψεις άλλων χωρών;
«Η προσαρμοστικότητα του ελληνικού Συντάγματος οφείλεται τόσο στις συνταγματικές πρόνοιες του κειμένου του 1975 όσο και στις συνταγματικές προβλέψεις της αναθεώρησης 2001. Οφείλεται και στον ευέλικτο και “πραγματιστικό” τρόπο εφαρμογής και ερμηνείας του, τόσο από τον νομοθέτη και τα δικαστήρια, κυρίως από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όσο και από ένα μέρος της θεωρίας που στήριξε αυτή τη συνταγματική πρακτική. Στο σημείο αυτό το ελληνικό Σύνταγμα, πρέπει να το πούμε, ήταν πρωτοποριακό σε σχέση με άλλα κράτη της Ευρώπης. Χάρη στις πρόνοιες αυτές και στην ευελιξία του δεν χρειάστηκε να κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση ανάγκης, ούτε να προσφύγει η πολιτική εξουσία ή η νομολογία στην επίκληση της ρήτρας αυτής. Τόσο τα νομοθετικά μέτρα της μνημονιακής περιόδου όσο και εκείνα της πανδημίας λήφθηκαν σύμφωνα με το Σύνταγμα με σεβασμό στη συνταγματική νομιμότητα και στο κράτος δικαίου».
Γιατί η λήψη των πρόσφατων περιοριστικών μέτρων κατά του κορωνοϊού δεν συνιστά παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων;
«Οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως αποδείχθηκε και κρίθηκε και από τη νομολογία, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι προσβάλλουν αθέμιτα το Σύνταγμα και τούτο όχι μόνον διότι λήφθηκαν, όπως είπαμε, σύμφωνα με τις συνταγματικές διαδικασίεςαλλά και διότι δεν θίγουν τα δικαιώματα με υπέρμετρο τρόπο, δυσανάλογο σε σχέση με το αγαθό που πρέπει να προστατευθεί, όπως είναι η δημόσια υγεία και η ζωή και διότι, όπως βεβαιώνει η αρμόδια επιτροπή λοιμωξιολόγων, ήταν απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για να αντιμετωπίσουν τον θανατηφόρα ιό».
Σημειώνετε ότι «η άσκηση ατομικών δικαιωμάτων πραγματώνεται εν τη κοινωνία». Πρόκειται για σημαντική διάκριση, η οποία συχνά ξεχνιέται και αποτελεί επίσης καίρια υπενθύμιση στη σημερινή συγκυρία της πανδημίας.
«Αυτό που μας δείχνει με τρόπο τραγικό η πανδημία είναι ότι η ζωή, η επιβίωση και η ειρηνική και ασφαλής συμβίωση των ανθρώπων, των λαών και των χωρών εξαρτάται από τη ζωή, την επιβίωση και τη συνεννόηση όλων αυτών μεταξύ τους, με τους άλλους, τους διπλανούς μας. Εξαρτάται από την επιβίωση του πλανήτη. Αλλά και στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών ελευθεριών, φάνηκαν τα όρια της ατομο-κεντρικής και φιλελεύθερης, αποκλειστικά, πρόσληψής τους. Χρειάζεται να καταλάβουμε ότι το άτομο δεν είναι μια μοναχική μονάδα, που ζει μόνη της, με τον εαυτό της και για τον εαυτό της. Ζει με τους άλλους και χάρη στους άλλους. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι τα δικαιώματά του αναγνωρίζονται, εφόσον δεν βλάπτουν τα δικαιώματα των άλλων. Οφείλει να τα ασκεί με πλήρη συναίσθηση της ευθύνης απέναντι στην κοινωνία. Τα δικαιώμα τα τα έχει, όπως ορίζει άλλωστε ρητά το Σύνταγμα, όχι μόνον ως άτομο και αλλά και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου. Με αυτήν του την ιδιότητα επιβαρύνεται και με καθήκοντα, όπως είναι το καθήκον της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης, της στράτευσης και των φορολογικών του υποχρεώσεων. Θεοποιήσαμε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες και αγνοήσαμε τα συνταγματικά μας καθήκοντα και τις ευθύνες μας απέναντι στην κοινωνία».
Επιλέγετε στο δοκίμιό σας να τονίσετε την ανθεκτικότητα και την προσαρμοστικότητα του Συντάγματος, επιμένετε επομένως στις συνέχειες, όχι στις ασυνέχειες της ιστορίας του. Βλέπετε, εν τέλει, με άλλα λόγια, αυτά τα 200 χρόνια του ελληνικού συνταγματισμού με μια αισιόδοξη προοπτική.
«Πράγματι, η κεντρική ιδέα του δοκιμίου μου είναι η συνταγματική συνέχεια πέρα από τις πρόσκαιρες και ενίοτε τραγικές πολιτειακές ασυνέχειες, τους διχασμούς, τους εμφύλιους σπαραγμούς, τις δικτατορίες, τις αντικοινοβουλευτικές παρεμβάσεις της μοναρχίας και ανεξάρτητα από τις συχνές αλλαγές της μορφής του πολιτεύματος με γελοία δημοψηφίσματα και τις εγγενείς παθογένειες ενός φαύλου και αναξιόπιστου, κατώτερου των περιστάσεων, πολιτικού συστήματος. Το Σύνταγμα έδειξε μια εντυπωσιακή ανθεκτικότητα. Αντεξε στην κρίση της ύφεσης και της συντεταγμένης χρεοκοπίας και τώρα στην κρίση της πανδημίας. Η συνταγματική δημοκρατική και κοινοβουλευτική νομιμότητα, το κράτος δικαίου και η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων υπήρξαν 200 χρόνια τώρα οι σταθερές αξιακές αναφορές ενός ανθηρού νεωτερικού και πρωτοποριακού σε σχέση με πολλές χώρες της Ευρώπης συνταγματισμού. Προσπάθησα να αναδείξω τα συστατικά στοιχεία της πολιτικής και συνταγματικής μας ταυτότητας και να τα υπερασπιστώ. Είχα ανάγκη, άλλωστε, υπηρετώντας 50 χρόνια τώρα αυτές τις συνταγματικές αξίες, να τονώσω, μετά την απαξίωσή τους την τελευταία ιδίως δεκαετία, τον δημοκρατικό, συνταγματικό πατριωτισμό μου».