Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για τον θεσμό του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου; Ποιος είναι ο σκοπός του ως προς την κεντρική αντίληψη που διέπει τα ανοικτά συστήματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Ποιες ανάγκες ήρθε να καλύψει στην ελληνική εμπειρία;

 

Η κύρια αποστολή του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου είναι n παροχή εξ αποστάσεως προπτυχιακής και μεταπτυχιακής εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, μέσω της ανάπτυξης και αξιοποίησης κατάλληλου και ειδικά αναπτυγμένου εκπαιδευτικού υλικού και μεθόδων διδασκαλίας. Επιπλέον, στους σκοπούς του ΕΑΠ εντάσσεται και n προαγωγή της επιστημονικής έρευνας, καθώς και η ανάπτυξη τεχνολογίας και μεθοδολογίας στο πεδίο της μετάδοσης της γνώσης από απόσταση. Κατ’ ουσίαν είναι ο μόνος επίσημος και θεσμοθετημένος φορέας παροχής εξ αποστάσεως εκπαίδευσης αλλά στην έννοια της ανοικτότητας. Το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο εξυπηρετεί το ιδεώδες της ανοικτής εκπαίδευσης, δηλαδή της δυνατότητας, σε όλους ανεξαιρέτως, τους πολίτες να επιμορφωθούν, να σπουδάσουν, να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους και να αvελιχτούν επαγγελματικά, κοινωνικά αλλά κυρίως προσωπικά. Η ανοικτή εκπαίδευση αποτελεί ένα ιδεώδες, μια πολιτική δήλωση, μια στάση και στρατηγική, η οποία χρησιμοποιήθηκε αλλά και συνεχίζει να χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις τάσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής διεύρυνσης, της ελεύθερης πρόσβασης στα ιδρύματα παιδείας, στα εκπαιδευτικά προγράμματα και στα υπουργεία παιδείας. Είμαι ιδιαίτερα περήφανος που η χώρα μας έχει ιδρύσει ένα τέτοιο δημόσιο Πανεπιστήμιο, το οποίο εκτός από την υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκή ποιότητα, προσφέρει σε όλους ίσες ευκαιρίες εκπαίδευσης. Τέλος, θα ήθελα να σταθώ στο πόσο αξιέπαινοι είναι οι απόφοιτοι του Ιδρύματός μας, καθώς οι σπουδές στο ΕΑΠ είναι ιδιαίτερα απαιτητικές και από ακαδημαϊκή άποψη αλλά και σε συνδυασμό με τις κοινωνικές τους υποχρεώσεις.

 

Στην Ελλάδα το ΕΑΠ εμφανίζεται με καθυστέρηση δύο, δυόμισι δεκαετιών σε σχέση με τις άλλες χώρες. Γιατί –κατά τη γνώμη σας– αυτή η καθυστέρηση;

 

Τα Ανοικτά Πανεπιστήμια έκαναν την εμφάνισή τους στην Ευρώπη στο τέλος της δεκαετίας του 1990, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ίδρυση του Open University της Αγγλίας το 1971. Η έντονη παρουσία των Ανοικτών Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων οφείλεται στη διαφοροποίηση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής με ισχυρό αντίκτυπο στον τομέα της εκπαίδευσης, καθώς οι ανάγκες για εξειδικευμένο προσωπικό αυξήθηκαν. Στην ελληνική πραγματικότητα, η ίδρυση του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου το 1997 εφορμά από μία σειρά έντονων κοινωνικών, οικονομικών, τεχνολογικών και άλλων εξελίξεων που πραγματώθηκαν στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αναδιάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη ραγδαία ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και την ανάγκη εύρεσης λύσης στα χρόνια εκπαιδευτικά προβλήματα της χώρας μας, όπως οι περιορισμοί που θέτουν τα παραδοσιακά συστήματα εκπαίδευσης, συνηγόρησαν στην ανάπτυξη πολιτικών για Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση. Τέλος, η ίδρυση του ΕΑΠ στόχευσε στην εδραίωση ενός εναλλακτικού τρόπου μάθησης στην ελληνική κοινωνία, συνεισφέροντας παράλληλα στη μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας.

 

 

Ποια είναι σήμερα η θέση του ΕΑΠ;

 

Το Ίδρυμα μας, στα 20 και πλέον χρόνια λειτουργίας του, έχει επιδείξει μία σημαντική εξέλιξη και ανοδική πορεία, προσφέροντας υψηλής ποιότητας προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, αποκτώντας παράλληλα το ακαδημαϊκό κύρος που του αρμόζει. Στο σημείο αυτό θα θέλω να υπογραμμίσω ότι το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, βρίσκεται στην 4η θέση κατάταξης, ανάμεσα σε όλα τα Ευρωπαϊκά Ανοικτά Πανεπιστήμια. Τέλος, πρόσφατο επίτευγμα του ΕΑΠ και ένδειξη της διεθνούς αναγνώρισής του είναι η διοργάνωση του Διεθνούς Συνεδρίου Ανώτατης εκπαίδευσης (International Higher Education Conference – IHE) τo 2022. Θα κλείσω λέγοντας ότι οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα μας καθυστέρησαν την ίδρυση ενός τόσο σημαντικού Πανεπιστημίου, αλλά η πορεία του και η ανέλιξή του αποδεικνύουν εμπράκτως την ισχυρή δυναμική του και το στίγμα του τόσο σε εγχώριο όσο και σε Ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

 

Μια σειρά από σύγχρονες εξελίξεις κυρίως στην τεχνολογία επικοινωνιών και την οικονομία –σε συνδυασμό με τις υγειονομικές απαιτήσεις της πανδημίας Covid-19 και την επιβεβλημένη τηλεκπαίδευση στα περισσότερα τμήματα των ΑΕΙ‒ ευνόησαν την ισχυροποίηση των ανοικτών συστημάτων τηλεκπαίδευσης. Το ΕΑΠ ήταν σχεδόν έτοιμο. Εκτιμάτε ότι το πλαίσιο τα μετά-Covid εποχής θα αναβαθμίσει περαιτέρω τον ρόλο του ΕΑΠ;

 

Αρχικά πρέπει να διαχωρίσουμε τις έννοιες της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και της εξ αποστάσεως διδασκαλίας. Η μεν εξ αποστάσεως εκπαίδευση, αποτελεί έναν ερευνητικό κλάδο του πεδίου των Επιστημών της Αγωγής, πάνω στο οποίο συντελείται στοχευμένη και συστηματική έρευνα παγκοσμίως. Η δε εξ αποστάσεως διδασκαλία, η οποία εφαρμόσθηκε και συνεχίζει να εφαρμόζεται από τα συμβατικά Πανεπιστήμια της χώρας μας στη διάρκεια της δύσκολης περιόδου της πανδημίας, υποδηλώνει τη συστηματική παρακολούθηση των καθηγητικών διαλέξεων μέσω κάποιου συστήματος / πλατφόρμας τηλε-συναντήσεων. Οι δύο αυτές έννοιες είναι εντελώς διαφορετικές και είναι μεγάλο λάθος να συγχέονται.

Κατά δεύτερον θα σας πω ότι το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο ήταν καθόλα έτοιμο για την πρόκληση της Πανδημίας. Όπως πολύ συχνά αναφέρω «στο ΕΑΠ δεν χάθηκε ούτε μία διδακτική στιγμή», και αυτό γιατί το Ίδρυμα μας είναι εγγενώς ένα Πανεπιστήμιο που όχι μόνο εφαρμόζει, αλλά αναπτύσσει κιόλας την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Τι σημαίνει αυτό? Απλά, ότι ως κατεξοχήν εξ αποστάσεως δημόσιο τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα αναπτύσσει όλα τα προγράμματα σπουδών του, τόσο σε προπτυχιακό όσο και σε μεταπτυχιακό επίπεδο, με τις πιο σύγχρονες μεθόδους της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Οι σπουδές στο ΕΑΠ δεν βασίζονται στη διδασκαλία και στις διαλέξεις, όπως συμβαίνει στα συμβατικά Πανεπιστήμια, αλλά στις αρχές της αυτόνομης και ανεξάρτητης μάθησης, μέσω ειδικά αναπτυγμένου αλληλεπιδραστικού εκπαιδευτικού υλικού, το οποίο «διδάσκει» τους φοιτητές. Οι διδάσκοντες στο ΕΑΠ ξεφεύγουν από τον συμβατικό τους ρόλο και αναβαθμίζονται σε καθηγητές-συμβούλους, μέντορες και καθοδηγητές. Επιπλέον, όλη η ακαδημαϊκή αλλά και η διοικητική μηχανή του Ιδρύματος, γνωρίζει άριστα τις ιδιαιτερότητες της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και διαθέτουν την κατάλληλη εξειδίκευση και τεχνογνωσία για να υποστηρίξουν τόσο τους φοιτητές όσο και τους συνεργαζόμενους διδάσκοντες.

Το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο συνέχισε την ήδη ανοδική πορεία κατά τη διάρκεια της πανδημίας και, επιτρέψτε μου να πω ότι, την επιτάχυνε κιόλας. Και αυτό γιατί, εκτός της απρόσκοπτης διαδικασίας της μάθησης, το ίδρυμα μας ανέπτυξε νέα προγράμματα σπουδών, σπουδαίες συνεργασίες με Υπουργεία, για παροχή υποτροφιών σε ειδικές ομάδες πολιτών, συνεργασίες με άλλα ιδρύματα, όπως η Ακαδημία Αθηνών, για ανάπτυξη κοινών ερευνητικών και εκπαιδευτικών δράσεων (πχ προγράμματα σπουδών), συνεργασίες με το Γενικό Επιτελείο Στρατού και την Πολεμική Αεροπορία, καθώς επίσης και μια σειρά άλλων συνεργασιών, τα αποτελέσματα των οποίων θα φανούν στο εγγύς μέλλον. Συνοψίζοντας, το ΕΑΠ, ακόμα και σε καιρούς οικονομικής αβεβαιότητας και υγειονομικής κρίσης παγκοσμίου εμβέλειας, ενδυναμώνεται και ισχυροποιεί την θέση του συνεχώς, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Πρόθεσή μας είναι να συνεχίσουμε πιστά το έργο μας, δουλεύοντας συστηματικά και ολοκληρώνοντας το όραμα μας για παροχή ακόμα υψηλότερου επιπέδου σπουδών, για ανάπτυξη της έρευνας και για διεθνοποίηση του ιδρύματός μας.

 

Στον διεθνή διάλογο εκφράζονται αντιπαραθέσεις για την αποτελεσματικότητα και τα όρια του ψηφιακού «πανεπιστημίου δίχως τοίχους». Αρκετοί στέκονται επικριτικά, λέγοντας ότι καταργείται, τρόπον τινά, το university γιατί απουσιάζουν, κυρίως, οι παραδοσιακές-κλασικές univercitates – το πλαίσιο ζωής των φοιτητικών ενώσεων και της φυσικής παρουσίας σε ένα πανεπιστημιακό campus. Εσείς, πώς βλέπετε το εύρος ενός ψηφιακού πανεπιστημίου; Ταιριάζει για όλες τις επιστήμες;

Ναι οι αρνητές του «πανεπιστημίου δίχως τοίχους» υπάρχουν. Προσωπικά είμαι υπέρμαχος της εξέλιξης. Όπως προανέφερα, οι κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις έχουν άμεσο αντίκτυπο στην εκπαίδευση, στα εκπαιδευτικά συστήματα και στις εκπαιδευτικές πολιτικές. Άλλωστε, μία τέτοια έκρηξη εξελίξεων οδήγησε ή καλύτερα συνέβαλε στην ίδρυση των Ανοικτών Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Θεωρώ λοιπόν ότι αυτή τη στιγμή είμαστε έτοιμοι ή οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι να καταργήσουμε τα στεγανά της εκπαίδευσης, καθώς όσο η επιστήμη εξελίσσεται, η γνώση «αναμειγνύεται». Με τον όρο αυτό εννοώ ότι, πλέον, δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός και διακριτά όρια ανάμεσα σε επιστημονικές περιοχές, όπως για παράδειγμα η Φυσική με τη Χημεία ή ακόμα και τα Μαθηματικά με τη Φιλολογία. Τα όρια των επιστημών αλληλεπικαλύπτονται και εμφανίζουν σπουδαία, νέα, υβριδικά αντικείμενα υψηλού τεχνολογικού και ερευνητικού ενδιαφέροντος. Τα ψηφιακά πανεπιστήμια –ένα από τα οποία είναι και το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο– λόγω του γεγονότος ότι δεν δομούνται σε διακριτά τμήματα αλλά σε Σχολές, με ευρύ φάσμα γνωστικών αντικειμένων, είναι αρωγοί της διεπιστημονικότητας και της διατμηματικότητας, προσφέροντας τεράστια ποικιλία διεπιστημονικών Θεματικών Ενοτήτων.

 

Το ΕΑΠ έχει ήδη δώσει θετικά δείγματα γραφής όσον αφορά το εκδοτικό του πρόγραμμα. Θα θέλατε να μας πείτε γι’ αυτό; Τι θα μπορούσε να περιμένει κάποιος σε σχέση με τις εργασίες του ΕΑΠ και των ΑΕΙ στον τομέα των εκδόσεων και δημοσιεύσεων και σε σχέση με τις απαιτήσεις ενός απαιτητικού αναγνωστικού κοινού που κινείται γύρω από τις επιστήμες και την επιρροή τους στην ελληνική κοινωνία;

Οι Εκδόσεις του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου μολονότι είναι ένα σχετικά πρόσφατο εγχείρημα του ΕΑΠ, αποτελούν μια σημαντική επένδυση του Ανοικτού Πανεπιστημίου, ως πρωτοπόρου πανεπιστημιακού θεσμού, αφενός σε πολιτισμικό κεφάλαιο και αφετέρου στο άνοιγμα του πανεπιστημίου και στη διάχυση της γνώσης στην ελληνική κοινωνία, και γιατί όχι, σύντομα και στη διεθνή κοινότητα. Οι εκδόσεις μας διαπνέονται από το όραμα για έναν στιβαρό, έγκριτο και ενημερωμένο εκδοτικό οίκο με ευρεία απεύθυνση, η οποία συμπεριλαμβάνει όχι μόνο το ακαδημαϊκό κοινό (πανεπιστημιακούς, φοιτητές, ερευνητές) αλλά κυρίως το ευρύ, απαιτητικό, φιλομαθές αναγνωστικό κοινό που θέλει να ενημερώνεται για τις τρέχουσες επιστημονικές εξελίξεις. Ξέρετε, αυτό είναι το μεγάλο μας στοίχημα, καθώς οι επιστημονικές εξελίξεις σε όλα τα πεδία είναι πλέον ραγδαίες, και σε πολλά επίπεδα επηρεάζουν ή θα επηρεάσουν μακροπρόθεσμα την καθημερινότητά μας. Αναφέρομαι ασφαλώς σε εξελίξεις στην ιατρική και τη γενετική, τη βιοηθική, το περιβάλλον, την τεχνητή νοημοσύνη, τα εφαρμοσμένα μαθηματικά και τη φυσική, χωρίς να παραγνωρίζουμε τις έρευνες στις πολιτισμικές σπουδές, τη φιλοσοφία, την ιστορία, το δίκαιο, την οικονομία, τη σύγχρονη διοίκηση αλλά και την τέχνη.

Σε αυτή την κατεύθυνση οι Εκδόσεις επιχειρούν με το ολοένα εμπλουτιζόμενο εκδοτικό πρόγραμμα και τις νέες σειρές που δημιουργούν να καλύψουν τις ανάγκες στο πανεπιστημιακό βιβλίο και το επιστημονικό σύγγραμμα, ανανεώνοντας, αναβαθμίζοντας και ενημερώνοντας, αν θέλετε, και τα συγγράμματα του ίδιου του ΕΑΠ αλλά και ευρύτερα του πανεπιστημιακού βιβλίου, εμπλουτίζοντας τις ελληνικές πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες και γεφυρώνοντας, όπως ευελπιστούμε, αυτή την επικοινωνία και με τις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες διεθνώς. Παράλληλα, όμως, με έργα ειδικού και γενικού ενδιαφέροντος από όλα τα επιστημονικά πεδία οι Εκδόσεις επιχειρούν να αγγίξουν και να επικοινωνήσουν τους προβληματισμούς του ανθρώπου του αιώνα μας. Σε απόλυτη σύμπνοια με αυτή τη στόχευση, ο κόσμος των εκδόσεων επιδιώκει υψηλού επιπέδου εκδόσεις, με επιλεγμένους τίτλους, για long-sellers έργα, τα οποία πωλούνται σταθερά για την αξία τους, χωρίς να αποβλέπουν στο γρήγορο κέρδος. Πρόκειται για ποιοτικές εκδόσεις, που ειδικά στη σημερινή συγκυρία δύσκολα θα αποφάσιζε να βγάλει κάποιος εκδότης, καθώς στοχεύουν να αποτελέσουν έργα αναφοράς, αξιανάγνωστα, με μοναδικό πρόσημο την ποιότητά τους, και την προστιθέμενη αξία τους στον χρόνο ως έργα του σημερινού πολιτισμού.

Επιπλέον, επιτρέψτε μου να σας πω ότι η δημιουργία πανεπιστημιακών εκδόσεων σε μια περίοδο κατά την οποία βαίνουμε καλπάζοντας στην ψηφιακή εποχή του βιβλίου, υποδηλώνει ρητά από την πλευρά μας, τη σταθερή πίστη και αγάπη στο έντυπο βιβλίο, η κεφαλαιώδης αξία του οποίου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ειδικά αν αναλογιστείτε ότι η υλικότητα του βιβλίου ως μέσου, είναι θεμελιώδης στην πολυεπίπεδη σχέση του αναγνώστη με το βιβλίο, τη γνώση και την επικοινωνία, από την παιδική ή ακόμα και τη βρεφικο-νηπιακή ηλικία μέχρι τον ενήλικο βίο του. Είναι μια σχέση μοναδική, που μας συντροφεύει σε όλη μας τη ζωή.

Ευελπιστούμε σύντομα, αν το επιτρέψουν οι συνθήκες που έχει επιβάλει η υγειονομική κρίση, να αποκαταστήσουμε τη διά ζώσης επικοινωνία με το αναγνωστικό κοινό, μέσα από ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις, παρουσιάσεις, συνέδρια και εκθέσεις, τις ζωντανές εκδοτικές «παραδόσεις» η διοργάνωση των οποίων έχει ανασταλεί προσωρινά λόγω της πανδημίας.

 

Προφανώς, σε πολιτικό επίπεδο υπάρχουν αντιπαραθέσεις για την παιδεία και, πολύ περισσότερο, για την ανώτατη παιδεία στη χώρα μας. Σε ποιο επίπεδο κατά τη γνώμη σας εκδηλώνονται αυτές οι αντιπαραθέσεις; Επιπλέον, σε ποιο επίπεδο και με ποιο πλαίσιο συναινέσεων, κατά τη γνώμη σας, θα έπρεπε να εκδηλώνονται;

Όλοι συμφωνούμε στο ότι στην Ελλάδα θέλουμε να έχουμε μία καλή, δημόσια παιδεία. Και αυτό γιατί η παιδεία/εκπαίδευση σε συνδυασμό με την έρευνα αποτελούν τους βασικότερους και μεγαλύτερους πυλώνες ανάπτυξης κάθε χώρας. Δεν αμφισβητώ λοιπόν ότι όλοι έχουν ως στόχο τη συνεχή βελτίωση των ακαδημαϊκών σπουδών και της ακαδημαϊκής έρευνας, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα. Προφανώς όμως, υπάρχει διάσταση απόψεων στην πολιτική αλλά και στον τρόπο βελτίωσής τους. Υπάρχει διάσταση απόψεων στο πάγιο ερώτημα του τι συνιστά την «καλή παιδεία» και πώς μπορούμε να την ενισχύσουμε και να τη βελτιώσουμε. Κατά την προσωπική μου άποψη, η «καλή παιδεία» είναι ένας πολυδιάστατος όρος ,ο οποίος περιλαμβάνει ένα ολοκληρωμένο εκπαιδευτικό σύστημα πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που βασίζεται στην παροχή ίσων ευκαιριών υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης σε όλους τους πολίτες, αλλά και ένα σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών δομών.

Ένα Πανεπιστήμιο κατά την άποψή μου, για να άγει και να μην άγεται, οφείλει και πρέπει να βρίσκεται μπροστά από τις τεχνολογικές και κοινωνικές εξελίξεις, να τις παράγει και όχι να τις ακολουθεί. Δυστυχώς όμως, λόγω του γεγονότος ότι τα συμβατικά Πανεπιστήμια της χώρας μας έχουν πολλά χρόνια να ανανεώσουν τα γνωστικά τους αντικείμενα και να προσαρμοσθούν στις ανάγκες της αγοράς, δεν δύναται να είναι «ευέλικτα» με αποτέλεσμα η τεχνολογική και κοινωνική πραγματικότητα να τα ξεπερνάει.

Το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο εμφανίζεται αρωγός της «καλής παιδείας», μέσα από ένα ισχυρό σύστημα αξιολόγησης των δομών του, από υψηλής ποιότητας προγράμματα σπουδών αλλά και από το έντονο κοινωνικό προφίλ που διαθέτει, μέσω της παροχής υποτροφιών αριστείας, κοινωνικών κριτηρίων αλλά και σε ειδικές ευάλωτες ομάδες. Επιπλέον, ανταποκρινόμενο στις ανάγκες τις αγοράς, εμφανίζεται ευέλικτο και αναπτύσσει-ιδρύει νέα, μοντέρνα προγράμματα σπουδών όπως το, σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών, «Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς και των μνημείων της Φύσης από τις Επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής» και το «Επιστήμη των Δεδομένων και Μηχανική Μάθηση».

Τέλος, αν και όπως προανέφερα θεωρώ εποικοδομητικές και σε καλό επίπεδο τις συζητήσεις γύρω από το μέλλον και τη βελτιστοποίηση της παρεχόμενης παιδείας, σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι τα συστήματα εκπαίδευσης και έρευνας πρέπει να γίνονται αντικείμενα πολιτικών αντιπαραθέσεων. Η παιδεία, ως δημόσιο αγαθό, πρέπει να προστατεύεται, δεν πρέπει να εργαλειοποιείται στον βωμό πολιτικών και κυρίως κομματικών-ψηφοθηρικών απόψεων, όπως έγινε στο πρόσφατο παρελθόν.

 

Πώς οραματίζεστε τον ρόλο του ΕΑΠ για το μέλλον της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, της οικονομίας και της κοινωνίας; 

Θεωρώ ότι το πανεπιστημιακό μοντέλο του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου θα αρχίσει να καθιερώνεται σε ευρεία κλίμακα και σταδιακά θα αντικαταστήσει ή θα ευθυγραμμιστεί με το συμβατικό μοντέλο εκπαίδευσης. Είμαι βέβαιος ότι είναι ένα μοντέλο εκπαίδευσης που μπορεί να καθιερωθεί σε ευρύτερη ακαδημαϊκή κλίμακα. Πολύ σύντομα το ελληνικό συμβατικό Πανεπιστήμιο θα έχει αλλάξει όψη. ‘Όσον αφορά το όραμα μου για το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, οφείλω να σας δηλώσω ότι συνδέεται άμεσα με την πεποίθησή μου γύρω από τον όρο «καλή παιδεία». Οραματίζομαι ένα Δημόσιο Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ανοικτό στη γνώση και στις ευκαιρίες, ένα Πανεπιστήμιο που θα διασφαλίζει το αγαθό της Παιδείας και θα προάγει την καινοτομία και την αριστεία ακολουθώντας τα διεθνή πρότυπα. Προσηλωμένος στο όραμα αυτό, είμαι σίγουρος ότι το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο θα εξελίσσεται συνεχώς και θα έχει μια δυναμική ανοδική πορεία σε διεθνές επίπεδο. Ήδη είμαστε σε διαδικασία αναβάθμισης των εγκαταστάσεων και δομών μας, ήδη έχουμε επενδύσει σε μοντέρνα συστήματα σύγχρονης και ασύγχρονης επικοινωνίας με ιδιαίτερα φιλικό περιβάλλον, ακόμα και για μη εξοικειωμένους φοιτητές με την τεχνολογία, ήδη ιδρύσαμε το Κέντρο Επιμόρφωσης και δια βίου μάθησης του ΕΑΠ, ήδη πιστοποιήσαμε τις εσωτερικές διαδικασίες του Ιδρύματος και βρισκόμαστε στο στάδιο πιστοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και ήδη βρισκόμαστε σε διαδικασία ανανέωσης όλων των συγγραμμάτων μας. Τέλος, αναμένοντας και ευελπιστώντας στην έγκριση της πολιτικής ηγεσίας, είμαστε έτοιμοι να επενδύσουμε στην ενδυνάμωση του ερευνητικού προφίλ του ΕΑΠ μέσω της ίδρυσης ενός Ερευνητικού Κέντρου, το οποίο θα διαθέτει εξειδικευμένα ινστιτούτα για συστηματική έρευνα σε μη ανταγωνιστικά αντικείμενα, όπως η εξ αποστάσεως εκπαίδευση και εργασία, η δια βίου μάθηση, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση κ.ά.

 

 

 

 

 

Αποχαιρέτα τους επιστήμονες που χάνονται ή αξίζει τον κόπο να αρθούμε πάνω από τη μοιρολατρία και να προσπαθήσουμε να ανασχέσουμε το λεγόμενο brain drain; Την εποχή της οικονομικής κρίσης, αρκετοί νέοι επιστήμονες έφυγαν από τη χώρα μας αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα στην Εσπερία (κυρίως Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία). Θα γυρίσουν ποτέ; Θα μπορέσουμε να τους προσφέρουμε ως χώρα μια θετική απάντηση έτσι ώστε να επιστρέψουν; Τι είναι αυτό που ωθεί τους νέους να αποχωρίζονται το οικείο περιβάλλον και να ανοίγονται στη «θάλασσα» της περιπέτειας; Με αφορμή το βιβλίο τους Brain Drain στην Ελλάδα (εκδόσεις ΕΑΠ), οι καθηγητές-συγγραφείς Λόης Λαμπριανίδης και Θεοδόσης Συκάς καταγράφουν το κύμα της μετανάστευσης υψηλής ειδίκευσης και προσπαθούν να δουν το ζήτημα ψύχραιμα και δίχως αγκυλώσεις. Στη συνέντευξη που παραχώρησαν στο Andro εξηγούν όλες τις πτυχές του φαινομένου.

«Το brain drain είναι μια μονόδρομη μετακίνηση που συνήθως πλήττει τις φτωχότερες χώρες προέλευσης και όχι πάντα τις μικρές».
Η Ελλάδα έχει πληγωθεί πολλάκις από την μετανάστευση. Είναι η μοίρα μιας μικρής χώρας;
Θ.Σ.: Σήμερα, η έννοια της μετανάστευσης έχει διαφορετική σημασιοδότηση από αυτή που μας παραδόθηκε μέσα από τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα των αρχών και των μέσων του 20ου. Η μετανάστευση δε συνιστά κατ’ ανάγκη πληγή, έχει πολλές όψεις, μεταξύ των οποίων και θετικές, τόσο για τις χώρες υποδοχής και προέλευσης, όσο και για τους ίδιους τους μετανάστες. Πληγή είναι το brain drain για τη χώρα μας με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες συντελέστηκε. Το brain drain είναι μια μονόδρομη μετακίνηση που συνήθως πλήττει τις φτωχότερες χώρες προέλευσης και όχι πάντα τις μικρές. Π.χ., υπάρχουν όμοιες πληθυσμιακά χώρες με την Ελλάδα, όπως η Σουηδία, ή και μικρότερες, όπως η Ιρλανδία, στις οποίες η Μετανάστευση Υψηλής Ειδίκευσης, όχι μόνο δεν πήρε τη μορφή ενός μαζικού brain drain, αλλά την ίδια στιγμή που οι χώρες αυτές χάνουν ντόπιο επιστημονικό δυναμικό, δέχονται, συγχρόνως, και Μετανάστες Υψηλής Ειδίκευσης. Υπόκεινται, δηλ., σε αυτό που ονομάζουμε κυκλοφορία εγκεφάλων (brain circulation).
Υπάρχει μια αισθητή διαφοροποίηση ανάμεσα στη μετανάστευση του ’50 και του ’60 και τη σημερινή. Τα παιδιά τώρα δεν πηγαίνουν ανθρακωρύχοι στο Βέλγιο.
Θ.Σ.: Ενδέχεται, όμως, να ακούν Καζαντζίδη. Η αλήθεια είναι ότι η φυσιογνωμία του πρόσφατου μεταναστευτικού ρεύματος από την Ελλάδα σε σχέση με αυτό των δεκαετιών του ’50 και του ’60 παρουσιάζει καίριες διαφορές. Κάποιες πολύ βασικές είναι: πρώτον, το νεότερο μεταναστευτικό ρεύμα αποτελείται, σε μεγάλο βαθμό, από πτυχιούχους και όχι ανειδίκευτους ή ημι-ειδικευμένους μετανάστες. Δεύτερον, η μεταναστευτική επιλογή των σημερινών μεταναστών είναι κατά τεκμήριο θετική, δηλ., βασίζεται σε θετική αποτίμηση των δεξιοτήτων τους που τους οδηγεί σε εργασιακές επιλογές καριέρας και όχι σε μια αρνητική αποτίμηση των δεξιοτήτων τους που, συνήθως, οδηγεί σε εργασιακές επιλογές επιβίωσης. Τρίτον, υπάρχει μεγαλύτερη ισορροπία ως προς το φύλο των μεταναστών, σε αντίθεση με το μεταπολεμικό ρεύμα, το οποίο αποτελούνται κυρίως από άντρες.
«Το brain drain δεν αφορά μόνο νέους αλλά, ιδίως στην περίοδο της κρίσης, και μεγαλύτερους».
Η οικονομική κρίση ήταν η αφορμή ή η αιτία;
Θ.Σ.: Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι, κατά την περίοδο της ύφεσης, υπάρχει σχεδόν απόλυτη συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των μεταναστών και του ποσοστού ανεργίας στη χώρα. Ωστόσο, η συσχέτιση αυτή δε σημαίνει κατ’ ανάγκη και αιτιότητα. Δηλ., το brain drain ξεκίνησε πριν την ύφεση, αλλά η ύφεση, αναμφίβολα, το επέτεινε. Επίσης, ως προς τις αιτίες της φυγής, οι ίδιοι οι μετανάστες προτάσσουν τις προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης που τους προσφέρονται στο εξωτερικό ή/και την εύρεση εργασίας στο αντικείμενο σπουδών. Δεδομένου, μάλιστα, ότι μια σημαντική μερίδα των μεταναστών απασχολούνται ως ερευνητές ή ακαδημαϊκοί στο εξωτερικό και, επομένως, σε θέσεις υψηλού κύρους και αμοιβών, σημαίνει ότι η οικονομική ύφεση μπορεί να διόγκωσε, αλλά δε γέννησε το brain drain.
Ακόμη κι αν δεν είχε ενσκήψει η οικονομική κρίση, η Ελλάδα θα μπορούσε να κρατήσει όλο το επιστημονικό δυναμικό της;

Θ.Σ.: Όπως είπαμε, το brain drain ξεκίνησε πριν την οικονομική ύφεση. Οπότε μια πρώτη απάντηση στο ερώτημά σας δίνουν τα ίδια τα δεδομένα της μεταναστευτικής εκροής. Επιπρόσθετα, εδώ και δεκαετίες, παρατηρείται στη χώρα μας μια αναντιστοιχία μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς εργασιών υψηλής ειδίκευσης, γεγονός που οφείλεται στο ότι η χώρα μας παράγει προϊόντα μεσαίας και χαμηλής προστιθέμενης αξίας και επομένως η ζήτηση για υψηλής ειδίκευσης θέσεις είναι περιορισμένη. Η αναντιστοιχία αυτή και μόνο μπορεί να αποτελέσει αιτία μετανάστευσης ενός μέρους του ειδικευμένου δυναμικού μιας χώρας, ακόμη και όταν η μεταναστευτική κίνηση δεν πλαισιώνεται από ένα υφεσιακό περιβάλλον.

Η εργασιακή κινητικότητα δεν είναι μέρος αυτού που ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση; Πρέπει να την δαιμονοποιούμε;
Θ.Σ.: Αν και η εργασιακή κινητικότητα δεν αποτελεί παιδί της παγκοσμιοποίησης -είναι καταγωγική συνθήκη της κοινωνικής συνύπαρξης- θα μπορέσουμε, σήμερα, να την κατανοήσουμε καλύτερα μέσα από το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης. Η οικονομική μετανάστευση είναι, τις περισσότερες φορές, ένα μίγμα αναγκαιότητας, δηλ., απόρροια συνθηκών, από τη μία πλευρά, και στρατηγικής επιλογής, από την άλλη, προκειμένου οι μετανάστες να βελτιώσουν τους όρους ζωής τους. Η παγκοσμιοποίηση, στον βαθμό, που εμπεριέχει την ελεύθερη κινητικότητα των παραγωγικών συντελεστών, έχει δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο δεύτερο συστατικό της μεταναστευτικής απόφασης, δηλ., αυτό της στρατηγικής επιλογής. Ωστόσο, και υπό αυτούς τους όρους, η διεθνής εργασιακή κινητικότητα, ειδικά στην περίπτωση του brain drain, έχει θετικές και αρνητικές όψεις, κερδισμένους και χαμένους. Η δαιμονοποίηση, όπως λέτε, των αρνητικών όψεων θα ήταν μια πρώιμη, για αυτό και γενική, συναισθηματική τοποθέτηση που μας εμποδίζει να δούμε καθαρά το πολύπτυχο του φαινομένου και καταλήγει, πολλές φορές, να αρνείται την πραγματικότητα. Το ζητούμενο, κατά την άποψή μου, είναι να διαγνώσουμε με ενάργεια τις διαφορετικές αυτές όψεις και να εργαστούμε συστηματικά επάνω στο ερώτημα, ποιο είδος διαχείρισης του φαινομένου μπορεί να αποβεί προς όφελος κυρίως των πιο αδύναμων χωρών, οι οποίες πλήττονται περισσότερο από το brain drain.
«Ο κύριος όγκος των μεταναστών υψηλής ειδίκευσης προέρχεται από τα μεσαία και τα μεσαία προς ανώτερα στρώματα».
Στο βιβλίο σημείωνε με επίταση πως αυτό που πιστεύουμε για το brain drain είναι μια πρωτοεπίπεδη αντίδραση. Δεν φεύγουν όλα τα παιδιά για να βρουν δουλειά και χρήματα. Λ.Λ. Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι το brain drain δεν αφορά μόνο νέους αλλά, ιδίως στην περίοδο της κρίσης, και μεγαλύτερους. Δεν φεύγουν όλοι για να βρουν δουλειά, πολλοί είχαν δουλειά πριν φύγουν. Φεύγουν για πολλούς λόγους, π.χ., αναξιοκρατίας, νεποτισμού, για να γνωρίσουν άλλους πολιτισμούς, να ζήσουν πιο ελεύθερα. Κυρίως, όμως, φεύγουν για να αναζητήσουν μια ενδιαφέρουσα δουλειά, ανάλογη με τα προσόντα και τις φιλοδοξίες τους, με καλή αμοιβή και εργασιακές συνθήκες με προοπτική εξέλιξης κτλ. – Υπάρχει, επίσης, διαφοροποίηση μεταξύ των παιδιών που προέρχονται από υψηλές κοινωνικές τάξεις κι εκείνων που έλκουν την καταγωγή τους από μεσαία στρώματα. Δεν αναχωρούν όλοι για τον ίδιο λόγο. Λ.Λ. Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι, σε όλο τον κόσμο, με μικρές διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών, ο κύριος όγκος των μεταναστών υψηλής ειδίκευσης προέρχεται από τα μεσαία και τα μεσαία προς ανώτερα στρώματα. Τα πολύ υψηλά και τα πολύ χαμηλά στρώματα υποεκπροσωπούνται στον συγκεκριμένο μεταναστευτικό πληθυσμό. Η διαφοροποίηση μεταξύ των Ελλήνων ειδικευμένων μεταναστών που ανήκουν σε διαφορετική θέση στην κοινωνικοοικονομική διαστρωμάτωση δεν έγκειται στην αιτία της μετανάστευσης, δηλ., οι αιτίες της φυγής είναι σχεδόν οι ίδιες για όλους. Έγκειται στο γεγονός ότι οι οικογένειες των μεταναστών που ανήκουν στα υψηλότερα στρώματα έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν με πολλούς τρόπους και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τη μεταναστευτική επιλογή των παιδιών τους. Π.χ., να τους βοηθήσουν οικονομικά να κάνουν όλες τις σπουδές τους στο εξωτερικό, να φοιτήσουν σε καλά πανεπιστήμια κτλ., και σε ένα δεύτερο επίπεδο, έχοντας ένα υψηλότερο κοινωνικό κεφάλαιο, να τους βοηθήσουν να βρουν ελκυστικότερες εργασίες.
«Αυτοί που έφυγαν είναι πολύτιμοι για τη χώρα και πρέπει να δημιουργήσουμε τις συνθήκες εκείνες για να επιστρέψουν».
Είναι ανεπίστρεπτη η κατάσταση; Θα πρέπει να τα ξεγράψουμε αυτά τα παιδιά;
Λ.Λ. Όχι κάθε άλλο. Αυτοί που έφυγαν είναι πολύτιμοι για τη χώρα και πρέπει να δημιουργήσουμε τις συνθήκες εκείνες για να επιστρέψουν. Αλλά ακόμη και εάν κάποιοι δεν επιστρέψουν άμεσα, ή δεν επιστρέψουν ποτέ, θα πρέπει να δημιουργήσουμε εκείνες τις συνθήκες, ώστε να συνδεθούν με την ελληνική οικονομία και τα ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα (virtual return). – Ακόμη και οι πάγιες απόψεις των σημερινών γονιών έχουν αλλάξει. Πολλοί προτρέπουν τα παιδιά τους να αναζητήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό. Ο σημερινός μετανάστης αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο. Θ.Σ.: Θα έλεγα ότι η ανάγκη των γονέων να προετοιμάσουν ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους είναι διαχρονική. Και κατά τη διάρκεια του μεταπολεμικού μεταναστευτικού ρεύματος, το οποίο, όπως θυμόμαστε, συνοδεύτηκε από ένα, επίσης, πλατύ κύμα εσωτερικής μετανάστευσης προς τις πόλεις, υπήρχε η προτροπή των τότε γονέων προς τα παιδιά τους «φύγε παιδί μου από τις λάσπες». Μόνο που τώρα, ο γεωγραφικός ορίζοντας αυτής της προτροπής έχει γίνει διεθνής. Σε ένα πλαίσιο διεθνών, πολυεπίπεδων συναλλαγών (οικονομικών, κοινωνικών, τεχνολογικών), έντονης γεωγραφικής κινητικότητας και πολυεθνικού χαρακτήρα, κυρίως των πιο αναπτυγμένων χωρών, η πρόσληψη της μετανάστευσης (και του μετανάστη) έχει αλλάξει. Την εκλαμβάνουμε περισσότερο ως αναπόσπαστο στοιχείο της σύγχρονης πραγματικότητας. Και στην Ελλάδα, η μετανάστευση του σήμερα δεν είναι η ξενιτειά του χθες, ούτε συζητιέται, ούτε τραγουδιέται ως τέτοια. Δεν έχει τις αρνητικές συμπαραδηλώσεις του παρελθόντος. Αυτό, από την άλλη πλευρά, σημαίνει ότι και η χώρα μας, στο νέο αυτό πλαίσιο, θα πρέπει να βρει τη θέση της στον διεθνή ανταγωνισμό για τους Μετανάστες Υψηλής Ειδίκευσης και να προσπαθήσει συστηματικά να ανασχέσει τη μαζική φυγή ενός από τα πιο δυναμικά κομμάτια του πληθυσμού της.
«Πολύ συχνά, ένα μέρος των μεταναστών επιστρέφει, ή μπορεί να χαράξει νέες μεταναστευτικές διαδρομές».
Στο βιβλίο αναφέρετε έρευνες που δείχνουν ακριβώς την τάση επιστροφής. Δεν είναι αισιόδοξα τα μηνύματα.
Θ.Σ.: Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι, συχνά, η μετανάστευση εκλαμβάνεται ως μια μονόδρομη μετακίνηση. Αυτό δεν είναι ακριβές. Πολύ συχνά, ένα μέρος των μεταναστών επιστρέφει, ή μπορεί να χαράξει νέες μεταναστευτικές διαδρομές. Π.χ., την περίοδο 2011-2015 που κορυφώνεται η φυγή από τη χώρα, οι μεταναστευτικές εισροές αποτελούν, κατά μέσο όρο, περίπου το 55% των εκροών. Μέρος αυτών των εισροών είναι και παλιννοστούντες Έλληνες. Βέβαια, σημασία δεν έχει μόνο πόσοι γυρίζουν, αλλά ποιο είναι το γνωσιακό υπόβαθρο αυτών που γυρίζουν, καθώς αυτό δείχνει αν το brain drain μπορεί να μετατραπεί σε brain regain, αλλά και για ποιους λόγους γυρίζουν. Δυστυχώς, σε επίπεδο χώρας, δεν έχουμε τόσο λεπτομερή πληροφόρηση, ωστόσο, είναι ενδεικτικό από σχετικές έρευνες πεδίου ότι η πλειονότητα των μεταναστών είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να συνεισφέρουν στη χώρα με όσες δυνάμεις διαθέτουν. Και αυτό, νομίζω, είναι μια αισιόδοξη προοπτική. – Κυβερνήσεις άλλων «περιφερειακών» χωρών τι κίνητρα παρέχουν στους νέους για να επιστρέψουν; Λ.Λ: Έχουν κατά καιρούς προταθεί και εφαρμοστεί διάφορα μέτρα και όχι μόνο από «περιφερειακές» χώρες, όπως φοροελαφρύνσεις, αναγνώριση πτυχίων και προσόντων, διευκολύνσεις εγκατάστασης για όλη την οικογένεια, κίνητρα έναρξης νεοφυών επιχειρήσεων κ.ά. Τα κίνητρα αυτά, όπως μας δείχνει η βιβλιογραφία, είναι αναποτελεσματικά. Στις μόνες χώρες που έφεραν αποτέλεσμα (π.χ. Σιγκαπούρη, Ν. Κορέα, Κίνα και Ινδία) ήταν γιατί αυτά συνδυάστηκαν με μια αναπτυξιακή δυναμική των χωρών αυτών. Αυτό που χρειάζεται είναι να αρθρούν οι λόγοι που τους έδιωξαν Π.χ., η αναβάθμιση του κράτους δικαίου και η καταπολέμηση της αναξιοκρατίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν για πολλούς μετανάστες, ισχυρά κίνητρα επιστροφής και βέβαια η δυνατότητα να βρουν δουλειά ανάλογη των προσόντων τους.

«Το brain drain ουσιαστικά εντείνει τις ανισότητες Βορρά – Νότου».

Το γεγονός ότι οι νέοι επιλέγουν συγκεκριμένες χώρες (Μ. Βρετανία, Γερμανία) που καρπώνονται τα «καλά» μυαλά δεν επενεργεί εν τοις πράγμασι στη ραγδαία ανισότητα του Βορρά με τον Νότο;
Λ.Λ. Έτσι ακριβώς, το brain drain ουσιαστικά εντείνει τις ανισότητες Βορρά – Νότου. Με δεδομένο ότι το ανθρώπινο δυναμικό είναι ο καθοριστικός παράγων της αναπτυξιακής διαδικασίας, η φυγή του πιο εξειδικευμένου κομματιού του από μια χώρα (συνήθως λιγότερο αναπτυγμένη) και η εγκατάστασή του σε μια άλλη (συνήθως αναπτυγμένη), σημαίνει μια τεράστια απώλεια αναπτυξιακής αλλά και κοινωνικο-πολιτικής δυναμικής για την πρώτη και τον προσπορισμό της από τη δεύτερη. Αυτό αναπαράγει τις ανισότητες στο Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας.
Λέτε πολύ σωστά στο τελευταίο κεφάλαιο πως όσο τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας δεν διορθώνονται, το brain drain θα είναι μια πραγματικότητα. Θα ήθελα να αναφερθούμε σ’ αυτό.
Λ.Λ. Οι λόγοι φυγής είναι πολλοί (αναξιοκρατία, νεποτισμός, γραφειοκρατία, γνωριμία άλλων πολιτισμών κτλ.). Κυρίως, όμως, είναι η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης εργασίας (που οδηγεί σε υψηλά ποσοστά ανεργίας, υποαπασχόλησης, ετεροαπασχόλησης, κτλ.), αλλά και η έλλειψη δυνατότητας για ενδιαφέρουσα εργασία με προοπτική. Αυτό δεν οφείλεται στην υπερπροσφορά πτυχιούχων, μια που η χώρα μας βρίσκεται κοντά στο μ.ό. της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Οφείλεται, κυρίως, στο ότι η οικονομία γενικά και οι επιχειρήσεις συγκεκριμένα δεν παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Για να λυθεί το πρόβλημα λοιπόν θα πρέπει να αλλάξει το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας με τη στροφή του στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα δημιουργήσουν πολλές θέσεις εξειδικευμένου προσωπικού. – Επίσης, σημειώνετε, κάτι πολύ ενδιαφέρον: ακόμη κι αν δεν έρθουν πίσω και πάλι μπορούμε να μην τους χάσουμε εντελώς. Ποιος είναι αυτός ο άλλος «δρόμος»; Λ.Λ. Είναι ακριβώς να τους βοηθήσουμε να «συνδεθούν» με την Ελλάδα. Η πρωτοβουλία «Γέφυρες γνώσης & Συνεργασίας» βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση. Με την έννοια πως διευκολύνει τη δημιουργία μιας ηλεκτρονικής κοινότητας όλων των Ελλήνων πτυχιούχων, ανεξάρτητα από το σε ποιο σημείο του κόσμου βρίσκονται. Ενημερώνει για όλες τις πολιτικές που ασκούνται στην Ελλάδα αναφορικά με τους πτυχιούχους και διευκολύνει όσους δε θα επιστρέψουν άμεσα να συνδεθούν με τις ελληνικές επιχειρήσεις, τα ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα.

«Υπήρξε μια εξιδανίκευση της φυγής, που έγινε μόδα – μια αυτονόητη επιλογή».

Το brain drain τα προηγούμενα χρόνια είχε εξελιχθεί σε μείζον πολιτικό θέμα αντιπαράθεσης κάτι που δεν συμβαίνει στις μέρες μας. Φταίει που άλλαξε η ατζέντα των προβλημάτων ή συνειδητοποιήσαμε πως αυτά τα παιδιά τα «χάσαμε»;
Λ.Λ. Όντως, τα προηγούμενα χρόνια το ζήτημα αυτό είχε γίνει στοιχείο άσκησης αντιπολιτευτικού λόγου με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ένας νηφάλιος διάλογος για τα αίτια του φαινομένου και βεβαίως για την αντιμετώπισή του. Έτσι, ήταν αδύνατον να αναδειχθούν οι συνέπειες της φυγής για την ελληνική οικονομία και κοινωνία αλλά και κάποιες «σκοτεινές» πλευρές της ζωής και της εργασίας στο εξωτερικό. Κάποιοι αρέσκονταν να μιλούν για όσο το δυνατόν μεγαλύτερους αριθμούς επιστημόνων που έφυγαν, από τους οποίους, μάλιστα, μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό σχεδιάζει να επιστρέψει και προβάλλονταν μεμονωμένες επιτυχημένες περιπτώσεις αποσιωπώντας τις πολλές, πολύ λιγότερο επιτυχημένες. Προβλήθηκαν και κυριάρχησαν «στερεοτυπικές απόψεις» που υπερτόνιζαν, από τη μια πλευρά, τις υπάρχουσες δυσλειτουργίες στην Ελλάδα και, από την άλλη, τους υποτιθέμενους εργασιακούς παραδείσους στο εξωτερικό. Υπήρξε κατά κάποιο τρόπο μια εξιδανίκευση της φυγής, που έγινε μόδα – μια αυτονόητη επιλογή. Πολλοί λοιπόν, κάτω από αυτές τις συνθήκες, πείστηκαν από τη συμβατική σοφία: «έξω υπάρχουν ευκαιρίες για όλους» ενώ στην Ελλάδα κυριαρχούν η ανεργία, ο νεποτισμός, η αναξιοκρατία, κτλ.
Υπάρχουν και επιστήμονες που έμειναν στην Ελλάδα και δικαίως αισθάνονται παραγκωνισμένοι ακούγοντας τα κίνητρα που δίδονται στους «έξω». Τι μπορούμε να πούμε σ’ αυτούς;
Λ.Λ. Τα κίνητρα που υποσχέθηκε να δώσει η ΝΔ αποτελούν λάθος πολιτική. Διεθνώς, αυτή η πολιτική έχει αποτύχει. Πρέπει να υπάρχουν κίνητρα που να αφορούν σε όλους τους επιστήμονες, είτε βρίσκονται στο εξωτερικό, είτε στην Ελλάδα. Η κινητροδότηση αυτών που βρίσκονται στο εξωτερικό αποτελεί διακριτική μεταχείριση εναντίον αυτών που βρίσκονται στην Ελλάδα και είναι προβληματική. – Τι μπορούμε να πούμε για τους ψηφιακούς ομάδες που επιθυμεί να προωθήσει η τωρινή κυβέρνηση; Είναι λύση; Λ.Λ. Η προσέλκυση ψηφιακών νομάδων δηλ. επαγγελματιών που θα κατοικούν στη χώρα μας (αναμένεται κατά μ.ό. να μένουν 6 μήνες περίπου) αλλά θα εργάζονται για κάποια άλλη χώρα και θα έχουν μείωση φόρου για 7 χρόνια είναι κάτι θετικό με την έννοια πως στο διάστημα αυτό θα καταναλώνουν στη χώρα μας. Η πολιτική αυτή δεν αφορά στην επιστροφή των επιστημόνων μας, μια που ρητά προβλέπεται ότι δεν πρέπει να έχουν υπάρξει ποτέ φορολογούμενοι στην Ελλάδα.
«Χρειάζεται αλλαγή πολιτικής πλεύσης της ΕΕ, γιατί αλλιώς οι ανισότητες μεταξύ χωρών και περιφερειών θα εντείνονται περαιτέρω».
Η ΕΕ μπορεί να δράσει κεντρικά για να μετριάσει την ροή των καλών μυαλών προς τις πλούσιες χώρες; Υπάρχει κάτι τέτοιο στην ατζέντα της;
Λ.Λ. Η ΕΕ αντιμετωπίζει το brain drain ως brain circulation δηλ. ως κυκλοφορία των εργαζομένων πτυχιούχων μεταξύ των κρατών-μελών, όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Γιατί η μετανάστευση των πτυχιούχων είναι, κυρίως, προς την μια κατεύθυνση, δηλ., από τις χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης προς τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης και αυτό αναπαράγει τις υπάρχουσες ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Είναι φανερό, και σε αυτό το ζήτημα, πως χρειάζεται αλλαγή πολιτικής πλεύσης της ΕΕ, γιατί αλλιώς οι ανισότητες μεταξύ χωρών και περιφερειών θα εντείνουν περαιτέρω την υποβάθμιση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της. – Μπορεί να υπάρχει αυτό που ονομάζουμε άριστο μέγεθος πτυχιούχων στη χώρα μας; Λ.Λ. Δεν μπορεί να υπάρξει τέτοιο μέγεθος, καθώς αυτό εξαρτάται απολύτως από την οικονομική και κοινωνικο-πολιτική κατάσταση της χώρας. Δεν πρέπει να κρίνουμε εάν το ποσοστό των πτυχιούχων είναι υψηλό ή όχι με βάση το «τι δουλειές υπάρχουν σήμερα» αλλά με βάση το «τι αναπτυξιακό υπόδειγμα θέλουμε». Και βέβαια, εάν στοχεύουμε να ανταγωνιστούμε στο Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας με βάση την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, τότε θέλουμε πολλούς επιστήμονες. Εάν, αντίθετα, θέλουμε να ανταγωνιστούμε στη βάση του φτηνού κόστους εργασίας, των χαμηλών φορολογικών συντελεστών κτλ., τότε θέλουμε ελάχιστους επιστήμονες. – Ποιες οι διαφορές της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιμετώπιση του brain drain; Λ.Λ. Ο ΣΥΡΙΖΑ σαν κυβέρνηση αναγνώρισε την τεράστια σημασία του φαινομένου και με τις πολιτικές που άσκησε επιχείρησε να ανατρέψει τα αίτιά του (π.χ., με την υιοθέτηση μιας αναπτυξιακής στρατηγικής που στοχεύει στην οικονομία της γνώσης), ώστε να περιοριστεί η φυγή, να επιστρέψουν αυτοί που έφυγαν (ενίσχυση ακαδημαϊκής και ερευνητικής αριστείας, στήριξη της απασχόλησης της επιχειρηματικότητας και καινοτομικής δραστηριότητας πτυχιούχων) και, όσοι δεν επιστρέψουν, να βοηθηθούν να συνδεθούν με την ελληνική οικονομία και την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα, όσο θα βρίσκονται στο εξωτερικό (Γέφυρες γνώσης & συνεργασίας. H ΝΔ εξήγγειλε ένα πρόγραμμα για την επιστροφή 500 επιστημόνων που θα απασχοληθούν σε επιχειρήσεις με επιδότηση του μισθού τους για 1 χρόνο από το δημόσιο και 1 χρόνο από την επιχείρηση.

Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι οικονομικός γεωγράφος και Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Ο Θεοδόσης Συκάς εκπαιδευτικός στο 1ο Πρότυπο Λύκειο Θεσσαλονίκης «Μ. Ανδρόνικος» και διδάσκων στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο www.andro.gr

Με αφορμή την έκδοση του έργου Junk DNA. Ένα ταξίδι στη σκοτεινή ύλη του γονιδιώματος, συζητάμε με τη Nessa Carey για τις εξελίξεις στη βιολογία και τη βιοτεχνολογία, για τη στοχευμένη γονιδιακή παρέμβαση, την κλιματική αλλαγή αλλά και τα εμβόλια κατά της covid-19.

Η καθηγήτρια Nessa Carey είναι Βρετανή βιολόγος, η οποία εργάζεται στο πεδίο της μοριακής βιολογίας και της βιοτεχνολογίας. Είναι Entrepreneur-in-Residence της Βασιλικής Εταιρείας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και Visiting Professor στο Imperial College του Λονδίνου. Έχει γράψει τα έργα The Epigenetics Revolution: How Modern Biology Is Rewriting Our Understanding of Genetics, Disease, and Inheritance (2012) [ελληνική έκδοση: Η Επιγενετική Επανάσταση. Σύγχρονη βιολογία και η αντίληψή μας περί γενετικής, ασθενειών και κληρονομικότητας (Ροπή, 2015)], Junk DNA: A Journey Through the Dark Matter of Genome (2017) [ελληνική έκδοση: Junk DNA. Ένα ταξίδι στη σκοτεινή ύλη του γονιδιώματος (εκδόσεις ΕΑΠ, 2020)] και Hacking the Code of Life. How Gene Editing Will Rewrite Our Futures (2019).

Δύο έργα της έχουν ήδη εκδοθεί στα ελληνικά, με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό να τα υποδέχεται με ενθουσιασμό ως συναρπαστικά, καθηλωτικά, ενημερωτικά και χιουμοριστικά. Επιπλέον, τα έργα της έχουν θεωρηθεί ως μια εξαιρετική και στιβαρά τεκμηριωμένη εισαγωγή σε ένα σύνθετο θέμα σε ένα πεδίο που απευθύνεται σε μη ειδικούς και μη επαγγελματίες αναγνώστες, προωθώντας την κατανόηση της ιστορίας και του δυνητικού μέλλοντος των τεχνολογιών της επιγενετικής και της στοχευμένης γονιδιακής παρέμβασης (gene editing).

Αγαπητή Καθηγήτρια Carey,

Έχοντας μελετήσει τα –διαφωτιστικά και πολύ εύστοχα– δημοσιευμένα έργα σας, αισθανόμαστε καταρχάς μεγάλη τιμή για τη δυνατότητα που μας δίνεται να συζητήσουμε μαζί σας κάποια από τα ζητήματα που εγείρονται σε ένα σχετικά νέο πεδίο, στη βιολογία και τη βιοτεχνολογία, όπου σημειώνονται ραγδαίες εξελίξεις, καθώς η κλινική εφαρμογή τους φαίνεται να μεταβάλει την τοπογραφία της ιατρικής, όπως τη γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.

Από το 1953 που ανακαλύφθηκε η διπλή έλικα του DNA, μόλις το 2001 ολοκληρώθηκε η αλληλουχία του ανθρώπινου γονιδιώματος, αποκαλύπτοντας ότι πάνω από το 98% του DNA στα ανθρώπινα κύτταρα είναι μη κωδικό, «άχρηστο» DNA και μόλις μερικά χρόνια αργότερα, το 2012, αναπτύχθηκε η νέα τεχνολογία της στοχευμένης γονιδιακής παρέμβασης. Είναι προφανές ότι οι εξελίξεις στο πεδίο κινούνται εξαιρετικά γρήγορα και από ό,τι μπορούμε να διακρίνουμε στο τελευταίο σας βιβλίο, Hacking the code of life, η ανθρωπότητα είναι πολύ κοντά στο να βιώσει μια ριζικά διαφορετική –και πολλά υποσχόμενη—ιατρική αντιμετώπιση πολλών ασθενειών και διαταραχών, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και του καρκίνου ή της γήρανσης. Πόσο διαφορετική και καινοτόμος θα μπορούσε να είναι η ιατρική τα επόμενα δέκα ή είκοσι χρόνια από τώρα, δεδομένων των εξελίξεων στην έρευνα ως προς τις επιγενετικές τροποποιήσεις και τις παρεμβάσεις στα γονίδια; Είναι πιθανό στο κοντινό μέλλον οι γονιδιακές παρεμβάσεις να αντικαταστήσουν τη θεραπεία με φάρμακα, τουλάχιστον όσον αφορά κάποιες ασθένειες;

Το πεδίο των γονιδιακών παρεμβάσεων είναι πολύ κοντά στη θεραπεία κάποιων γενετικών ασθενειών των ανθρώπων. Η δρεπανοκυτταρική αναιμία και η μεσογειακή αναιμία είναι αμφότερες δύο νόσοι στις οποίες η αιμοσφαιρίνη –η ουσία που μεταφέρει οξυγόνο στο αίμα μας— παρουσιάζει ανωμαλίες λόγω κληρονομημένων μεταλλάξεων. Η στοχευμένη γονιδιακή παρέμβαση έχει εφαρμοστεί σε κλινικές δοκιμές σε έναν μικρό αριθμό ασθενών με αυτές τις ασθένειες και τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Άνθρωποι που χρειάζονταν συχνά μεταγγίσεις αίματος, και έπρεπε να πηγαίνουν στο νοσοκομείο σε τακτική βάση, τώρα παράγουν υγιή αιμοσφαίρια και πλέον δεν χρειάζεται πλέον να πηγαίνουν στο νοσοκομείο.

Για άλλες ασθένειες θα χρειαστεί καιρός ακόμα προκειμένου να αναπτυχθούν αποτελεσματικές και επιτυχημένες τεχνικές γονιδιακής παρέμβασης, επειδή, για παράδειγμα, είναι πολύ πιο δύσκολο να αξιοποιήσουμε τεχνικές αυτού του τύπου για τον εγκέφαλο από ό,τι για το αίμα, αλλά πιστεύω ότι βρισκόμαστε στην αρχή μιας επανάστασης στην αντιμετώπιση – και ακόμα περισσότερο στη θεραπεία— γενετικών διαταραχών.

Επιπλέον, παρατηρούμε ότι γίνονται άλματα στην αντιμετώπιση του καρκίνου και άλλων ασθενειών με τη χρήση φαρμάκων που επιδρούν σε επιγενετικούς μηχανισμούς. Πιστεύω ότι την επόμενη δεκαετία θα δούμε ολοένα πιο επιτυχημένες επιγενετικές μεθόδους όσο περισσότερο κατανοούμε τη βιολογία πίσω από αυτό το περίπλοκο σύστημα.

Όσον αφορά το «ασυνήθιστο σενάριο» του DNA, όπως το αποκαλείτε, και τις πρόσφατες ανακαλύψεις για τη σημασία του μη κωδικού (επονομαζόμενου “άχρηστου”) DNA, πέρα από τον ζωτικό του ρόλο στη εξασφάλιση της υγιούς έκφρασης των γονιδίων, υπάρχουν άλλες νέες ανακαλύψεις σχετικά με τη χρησιμότητά του στην υγεία των ζωντανών έμβιων όντων; Πόσο μακριά έχει φτάσει η γνώση μας για το μη κωδικό DNA και, επιπλέον, να αναμένουμε κλινική εφαρμογή αυτών των συναρπαστικών εξελίξεων στην ιατρική;

Το μη κωδικό DNA είναι ένας αρκετά σκανδαλιστικός όρος για τους επιστήμονες, επειδή όσο ανακαλύπτουμε νέες λειτουργίες του, τόσο περισσότερο άβολα αισθανόμαστε να το ονομάζουμε μη κωδικό («άχρηστο»). Επαναλαμβάνω ότι ο καρκίνος είναι η περιοχή για την οποία είμαστε πλέον αισιόδοξοι ότι έχει όντως μια λειτουργία ένα μέρος του DNA που δεν κωδικοποιεί πρωτεΐνες, μολονότι πρόκειται για μια λειτουργία που συνήθως είναι βλαβερή, όταν αυτό το μέρος του DNA δεν λειτουργεί σωστά. Είναι συναρπαστικό να βλέπουμε κλινικούς γιατρούς και φαρμακευτικές εταιρείες να αναπτύσσουν θεραπείες που χρησιμοποιούν αλληλουχίες από το «καλό» μη κωδικό DNA για να αντισταθμίσουν τις συνέπειες «κακών» αλληλουχιών του μη κωδικού DNA.

Υποστηρίζετε ότι σε όλη τη διάρκεια ζωής της ύπαρξης του ανθρώπου το γονιδίωμά μας διαρκώς βομβαρδίζεται με δυνητικώς καταστροφικά ερεθίσματα από το περιβάλλον μας, τα οποία απειλούν την ακεραιότητα του γονιδιώματος, καθώς επίσης ότι η θεωρία ότι το μη κωδικού DNA δρα ως μονωτικό υλικό που συμβάλει στην προστασία του γονιδιώματος, καθώς είτε να εμποδιστούν είτε να αποκατασταθούν αυτές οι πιθανές βλάβες. Ισχύει κάτι τέτοιο; Και αν ναι, πώς συνδυάζεται με την επιγενετική και την ικανότητά μας να προσαρμοζόμαστε ή να επηρεαζόμαστε από περιβαλλοντικούς παράγοντες;

Ένα από τα προβλήματα στη βιολογία είναι ότι οι ίδιοι παγιδευόμαστε σε μικρά κουτιά. Έτσι, κάποιοι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι το μη κωδικό DNA δρα ως ένα γιγάντιο σφουγγάρι το οποίο απορροφά όλους αυτούς τους δυνητικά επιβλαβείς παράγοντες, όπως την ακτινοβολία, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται απλώς για παράπλευρο φαινόμενο και ότι η πραγματική σημασία του λεγόμενου junk DNA είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να ρυθμίζει τα παραδοσιακά γονίδια. Δεν βλέπω γιατί πρέπει να είναι είτε το ένα είτε το άλλο. Γιατί δηλαδή να μην μπορεί να κάνει και τα δύο ή να έχει ακόμα περισσότερες λειτουργίες;

Ένα από τα πράγματα στα οποία αναφέρεστε στο βιβλίο σας Junk DNA είναι το τελομερικό DNA και η συνεισφορά του στη διατήρηση της δομικής ακεραιότητας. Ωστόσο, τα τελομερή επίσης λειτουργούν ως το «μοριακό μας ρολόι», καθώς το μήκος τους σχετίζεται με τη γήρανση. Σε αυτό το σημείο φαίνεται ότι μια νέα ευκαιρία ανοίγεται σε εταιρείες και επιχειρηματίες που θα επιδίωκαν την εμπορευματοποίηση αυτής της τεχνολογίας, υποσχόμενοι την καθυστέρηση αν όχι την αναστολή της γήρανσης, προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανθρώπινη ματαιοδοξία για αθανασία. Είναι πιθανό να το δούμε να συμβαίνει, αν δεν γίνεται ήδη;

Είναι ήδη δυνατό να αυξήσουμε το μήκος των τελομερών στα κύτταρα θηλαστικών αλλά σε πειραματικές διατάξεις. Το πρόβλημα είναι ότι τα τελομερή δεν είναι ένα απλό σύστημα αλλά ένας εξόχως λεπτεπίλεπτος βιολογικός μηχανισμός. Αν κονταίνουν πολύ γρήγορα, αυτό οδηγεί σε πρόωρη γήρανση των κυττάρων. Αλλά αν τα χειριστούμε με τρόπο ώστε να διατηρήσουν το μήκος τους, τότε αυξάνουμε τον ρυθμό εμφάνισης καρκίνων. Έτσι, η άμεση παρέμβασή μας στα τελομερή δεν είναι ιδιαιτέρως υποσχόμενη ως στρατηγική αντιγήρανσης. Μπορούμε, ωστόσο, να τα αξιοποιήσουμε ως δείκτες για να ελέγξουμε αν άλλες προσεγγίσεις έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Με ανησυχεί πραγματικά αυτός ο κλάδος, επειδή εγείρει σοβαρά ηθικά ζητήματα. Πρέπει, επίσης, να διακρίνουμε ανάμεσα στη μακροζωία και την υγιή γήρανση. Οι έρευνες κοινής γνώμης φανερώνουν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα προτιμούσαν να ζουν μέχρι τα 85 και να έχουν καλή υγεία παρά μέχρι τα 99 με κακή και εύθραυστη υγεία. Σε επίπεδο πληθυσμού, νομίζω ότι το να αναζητούμε μαγικές συνταγές –επιγενετικές ή άλλες— για να ζούμε όλοι μας επί μακρόν και χαίροντας άκρας υγείας, είναι απλώς ευσεβείς πόθοι. Είναι δελεαστικό να θέλει κάποιος ένα μαγικό χάπι, αλλά η πληθώρα φαρμάκων στους ηλικιωμένους προκαλεί ένα νέο πρόβλημα για κάθε παλιό πρόβλημα που λύνει. Αν θέλουμε πληθυσμούς που περνούν τον μέγιστο αριθμό ετών υγιείς, τότε πρέπει να επενδύσουμε σε καλά μέτρα δημόσιας υγείας και να τα συντηρήσουμε για δεκαετίες. Δεν ακούγεται πολύ συναρπαστικό, αλλά είναι η πλέον αποτελεσματική και οικονομική στρατηγική για το σύνολο του πληθυσμού.

Και φυσικά πού τελειώνει όλο αυτό; Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις ανησυχίες ότι αυτές οι νέες τεχνολογίες θα χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία υπερ-όντων, ειδικά όταν εμπλέκεται το κέρδος; Μπορούμε να ελέγξουμε τη διάδοση και τις χρήσεις της γονιδιακής παρέμβασης;

Η γονιδιακή παρέμβαση είναι μια τεχνολογία που είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί, επειδή βασικά είναι πολύ απλή. Δεν είναι σαν να δοκιμάζεις την πυρηνική τεχνολογία, όπου μπορείς να προσπαθήσεις να ελέγξεις ποιος έχει πρόσβαση στο πλουτώνιο, ενώ μπορείς να δεις αν ένα κράτος κατασκευάζει ένα εργοστάσιο εμπλουτισμού ουρανίου. Τα περισσότερα προπτυχιακά βιολογικά εργαστήρια έχουν τον εξοπλισμό και την ικανότητα να επιτελούν στοιχειώδεις γονιδιακές παρεμβάσεις. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε ρύθμιση θα πρέπει να περνάει μέσα από συμφωνημένα ηθικά πλαίσια δεοντολογίας και ασφαλείας.

Τα περισσότερα χαρακτηριστικά για τα οποία ανησυχούμε σχετικά με το ερώτημα για τα «υπερόντα», συνδέονται με την αθλητικότητα, τη νοημοσύνη, την ελκυστικότητα, κ.λπ. Καθένα από αυτά οφείλεται στον συνδυασμό πραγματικά τεράστιων αριθμών γονιδίων, συν τους περιβαλλοντικούς παράγοντες και άλλα τυχαία συμβάντα. Έτσι, δεν νομίζω ότι θα δούμε κατάχρηση της στοχευμένης γονιδιακής παρέμβασης κατ’ αυτόν τον τρόπο. Βεβαίως, αυτό δεν θα σταματήσει τις κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης να προσφέρουν τέτοιες δυνατότητες σε χώρες με σχεδόν ανύπαρκτες νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλά αυτό σημαίνει ότι θα σπαταλάς αναίτια τα χρήματά σου, αν πληρώνεις για τέτοιες «υπηρεσίες».

Στο βιβλίο σας Hacking the code of life, συζητάτε το συναρπαστικό νέο τοπίο των εξ ολοκλήρου νέων τεχνολογιών και επιτευγμάτων της στοχευμένης γονιδιακής παρέμβασης στις μέρες μας. Επιπλέον, αναφέρεστε σε περιπτώσεις στην Κίνα, λ.χ., όπου η στοχευμένη γονιδιακή παρέμβαση συντελείται ήδη στη θεραπεία ασθενών, μολονότι εκφράζετε τον σκεπτικισμό της επιστημονικής κοινότητας. Αναρωτιόμουν, λοιπόν, δεδομένων των ταχύτατων εξελίξεων στον τομέα, θα πρέπει να αναμένουμε κυβερνητικές ρυθμίσεις, νομοθεσία για τους επιστημονικούς περιορισμούς και τα όρια της βιοηθικής στην εφαρμογή και εξάσκηση τέτοιου είδους τεχνολογιών; Και, επιπλέον, πώς θα μπορούσε αυτή η διαδικασία να επηρεαστεί από τον πολυεπίπεδο ανταγωνισμό μεταξύ επιστημόνων, κυβερνήσεων, εταιρειών και ιατρικών κλινικών;

Νομίζω ότι αυτοί οι περιορισμοί υπάρχουν ήδη στα περισσότερα προηγμένα, από επιστημονική και πολιτική άποψη, κράτη. Υπάρχουν ήδη δεδικασμένα σε τομείς, όπως οι προηγούμενες εκδοχές της γενετικής τροποποίησης και επίσης η ανθρώπινη κλωνοποίηση. Πολύ δύσκολα, βέβαια, εμποδίζεις έναν αναξιόπιστο επιστήμονα που καταπατάει αυτά τα όρια – η περίπτωση με τη στοχευμένη γονιδιακή παρέμβαση στα δίδυμα στην Κίνα, αυτό δείχνει. Αλλά είμαι αισιόδοξη ότι αυτό δεν θα αποτελέσει όσο σοβαρό πρόβλημα φοβόμαστε στη στοχευμένη γονιδιακή παρέμβαση στα ανθρώπινα όντα. Αυτό οφείλεται, πρώτον, στο γεγονός ότι μολονότι η γονιδιακή παρέμβαση είναι πραγματικά εύκολη, η υπόλοιπη διαδικασία για τη δημιουργία και την επιτυχημένη εμφύτευση εμβρύων είναι πραγματικά πολύ εξειδικευμένη και σύνθετη διαδικασία, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες τυχόν παραβατών. Δεύτερον, οι επιστήμονες χαίρονται να λαμβάνουν χρηματοδοτήσεις και να δημοσιεύουν το έργο τους, και κανένα από αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να συμβεί, αν κάποιος παραβεί τους κανόνες δεοντολογίας, επομένως δεν υπάρχει κίνητρο για να υποπέσει κανείς σε τέτοια λάθη.

Σε ό,τι αφορά τη θεραπεία ανθρώπινων παθήσεων, π.χ. τη θεραπευτική χρήση της στοχευμένης γονιδιακής παρέμβασης σε ανθρώπους που ήδη πάσχουν από κάποια ασθένεια, η ρύθμιση θα βασιστεί στους ίδιους οργανισμούς και τις ίδιες αρχές που ήδη ρυθμίζουν τη δημιουργία, τον έλεγχο και τη διάθεση των φαρμάκων. Η διαδικασία μπορεί να είναι πιο αργή, καθώς προσπαθούμε να δούμε με ποιον ακριβώς τρόπο θα προσδιορίσουμε αν μια γονιδιακή παρέμβαση είναι κατάλληλη, όταν δηλαδή το όφελος υποσκελίζει τον κίνδυνο, αλλά θα γίνει.

Έτσι, είμαι γενικά πολύ αισιόδοξη σε σχέση με αυτό το ερώτημα.

Άλλο ένα πολύ σημαντικό ερώτημα που θέτετε είναι τα ηθικά διλήμματα για τη γενετική αντιμετώπιση ασθενειών κατά τη στιγμή της σύλληψης και όχι μετά τη γέννηση ενός ανθρώπινου όντος. Το ερώτημα που εύλογα θέτετε είναι, με τα δικά σας λόγια, «πώς αποκτάς συναίνεση από κάποιον που δεν υπάρχει;» για να τροποποιήσεις το DNA του/της για πάντα και για τις επόμενες γενιές; Το επιχείρημα «cui bono» (ποιον ωφελεί) είναι μια ικανοποιητική προσέγγιση στα διλήμματα και τα παράδοξα που δημιουργούνται από τη δυνητική στοχευμένη γονιδιακή παρέμβαση σε βλαστοκύτταρα;

Αυτό είναι πιθανώς το μεγαλύτερο από όλα τα δεοντολογικά ζητήματα που πρόκειται να αντιμετωπίσουμε. Αρχικά, αυτή η τεχνολογία θα εφαρμόζεται, κατά πάσα πιθανότητα, αποκλειστικά σε καταστροφικές γενετικές διαταραχές, όταν γνωρίζουμε ότι οποιοδήποτε άτομο μεταφέρει τις μεταλλάξεις της ασθένειας θα έχει άθλια ζωή, ίσως με διαρκή και υπερβολικό πόνο και φόβο. Το ερώτημα γίνεται όμως πολύ πιο σύνθετο όταν έχουμε να κάνουμε με άλλες περιπτώσεις, όπως, λόγου χάρη, την κώφωση.

Σε σχέση με τη χρήση/εφαρμογή των τεχνολογιών στοχευμένης γονιδιακής παρέμβασης, θα έχει καθένας τη δυνατότητα/ευκαιρία να έχει πρόσβαση σε αυτές τις θεραπείες; Σε ποιο βαθμό το τοπίο αυτών των νέων ιατρικών τεχνολογικών θα προσδιορίζεται από τα διαφορετικά εθνικά συστήματα υγείας; Με άλλα λόγια, αυτή η ευρέως διαδεδομένη προσβασιμότητα των ασθενών σε αυτού του είδους τη θεραπεία θα σχετίζεται διαφορετικά σε ένα δημόσιο από ένα ιδιωτικό σύστημα υγείας;

Σε ό,τι αφορά τα δημόσια συστήματα υγείας, αυτές οι αποφάσεις μάλλον θα λαμβάνονται όπως και για άλλες τεχνολογίες και θεραπείες, π.χ. έχει λογική, από οικονομική άποψη; Νομίζω ότι η δυσκολία είναι μεγαλύτερη σε συστήματα υγείας και ασφαλιστικά συστήματα όπως των ΗΠΑ, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να ενισχυθούν περαιτέρω οι ανισότητες πρόσβασης στην υγεία.

Τελικά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε/αξιοποιήσουμε αυτές τις νέες τεχνολογίες με σκοπό να μειώσουμε τον αντίκτυπο της ανθρώπινης παρέμβασης στον πλανήτη μας; Με ποιον τρόπο μπορούμε να προστατέψουμε άλλα έμβια όντα και το περιβάλλον και να ανακόψουμε την κλιματική αλλαγή;

Καταστρέφουμε τον πλανήτη με τρομακτική ταχύτητα, και θα έλεγα ότι χρειάζεται να επιστρατεύσουμε όσο περισσότερες στρατηγικές έχουμε στη διάθεσή μας για να ελαχιστοποιήσουμε το αποτύπωμά μας. Η στοχευμένη γονιδιακή παρέμβαση έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει σπόρους, οι οποίοι μεγαλώνουν αποτελεσματικότερα, με λιγότερο νερό και επιπρόσθετα απαιτούν μικρότερη έκταση γης. Αυτό θα ήταν μια απίστευτη παρέμβαση, αλλά πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι η επιστήμη δεν είναι πανάκεια για την επίλυση όλων των υφιστάμενων προβλημάτων μας. Το ένα τρίτο του φαγητού που παράγεται πάνω στον πλανήτη δεν καταναλώνεται ποτέ και απλώς σαπίζει. Πρέπει να απαντήσουμε στα προβλήματα με εφοδιαστικές αλυσίδες και με καταναλωτικές συμπεριφορές, αλλά και με τη χρήση τεχνικών όπως η γονιδιακή παρέμβαση.

Μια τελευταία ερώτηση όσον αφορά την τρέχουσα υγειονομική κρίση της covid-19. Υπάρχει μεγάλη συζήτηση τελευταία, τουλάχιστον στην Ελλάδα, για τον εμβολιασμό και τη σχέση του με τα RNA. Κάποιοι άνθρωποι εκφράζουν έντονο σκεπτικισμό με τον σύνθετο αντίκτυπο που θα έχει μακροπρόθεσμα στον οργανισμό τους. Πιστεύετε ότι αυτοί οι φόβοι είναι βάσιμοι ή εντελώς ανεδαφικοί;

Νομίζω ότι βασίζονται σε παρανοήσεις και σε άδικους φόβους. Ας το θέσω διαφορετικά: εγώ εμβολιάστηκα με την πρώτη δόση του εμβολίου πριν μερικές εβδομάδες και ανυπομονώ για την επόμενη δόση. Από μένα, πολλά μπράβο για τη δημιουργία των εμβολίων.

Τη συνέντευξη με τη Nessa Carey πραγματοποίησε η Καίτη Πάπαρη.

Ο Οδυσσέας Ζώρας, μιλάει στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής, 21 Φεβρουαρίου 2021, για τη νέα εποχή των εκδόσεων ΕΑΠ, για τη σχέση του σύγχρονου Έλληνα με το βιβλίο, για το γύρισμα σελίδας στην Ανώτατη Εκπαίδευση και για την εξέλιξη της πανδημίας.

Ο Αντώνης Μανιτάκης μιλάει στο «Βήμα της Κυριακής», 14 Φεβρουαρίου 2021,  για τη στέρεη αγκύρωση, την ανθεκτικότητα και  την ευελιξία του καταστατικού χάρτη της χώρας

Τη νομοθετική πρωτοβουλία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας αναφορικά με τη μείωση των επιπτώσεων ορισμένων πλαστικών προϊόντων στο περιβάλλον έρχεται να υπονομεύσει η συγκυρία της πανδημίας κάνοντας την κατάργηση των 10 κατηγοριών πλαστικών μιας χρήσης που σύμφωνα με τον Ν. 4736/2020 προβλέπεται από τις 3 Ιουλίου (και από 1ης Φεβρουαρίου 2021 για το Δημόσιο) να μοιάζει με τρύπα στο νερό, αφού ο COVID στη θέση τους φέρνει άλλα πλαστικά μιας χρήσης που ρυπαίνουν εξίσου. Ειδικότερα, την ώρα που αποσύρονται πλαστικά μαχαιροπίρουνα, πιάτα, καλαμάκια, μπατονέτες κ.ά., η πανδημία έχει ήδη επιβάλει νέες κατηγορίες πλαστικών μιας χρήσης αλλά και προϊόντα που από φόβο για τον αόρατο ιό προτιμώνται από τα επαναχρησιμοποιούμενα.

Αυτό παρατηρεί μιλώντας στα «ΝΕΑ» η Χρυσή Καραπαναγιώτη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Χημείας Περιβάλλοντος στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών και συγγραφέας του βιβλίου Μικροπλαστικά (Εκδόσεις ΕΑΠ), που αναφέρεται μεταξύ άλλων στη νέα πλαστική ρύπανση από τον κορωνοϊό.

«Εμφανίστηκαν νέα είδη πλαστικής ρύπανσης, οι μάσκες, τα γάντια, οι πλαστικές ποδιές. Όλα αυτά κυκλοφορούν ήδη στο περιβάλλον, υπάρχει αυξημένη ποσότητα από μάσκες μιας χρήσης σε καθαρισμούς παραλιών σε όλον τον κόσμο. Και ενώ οι νομοθέτες ήταν πολύ ζεστοί να μειώσουν τη ρύπανση από τα πλαστικά μιας χρήσης, αυτό φαίνεται ότι πήγε πολύ πίσω λόγω COVID».

«Αλλά και στους ίδιους τους καταναλωτές η σχετική ευαισθησία πήγε πίσω από την άποψη ότι όλοι αισθανόμαστε πιο προστατευμένοι αν χρησιμοποιήσουμε κάτι συσκευασμένο ή ότι ένα ποτήρι μιας χρήσης είναι πιο ασφαλές από κάποιο που επαναχρησιμοποιείται. Ναι μεν το πλαστικό φαίνεται ότι μας προστατεύει, αλλά στο πλαστικό ζει περισσότερο χρόνο ο COVID – περίπου 72 ώρες – ενώ στο γυαλί και στο ξύλο λιγότερο. Αυτό τι μας λέει; Ότι αν έχουμε κάποιο πλαστικό που το χρησιμοποιούμε για προστασία αλλά όχι σωστά είναι εύκολο να μεταδοθεί ο ιός. Μια πλαστική μάσκα μιας χρήσης διατηρεί πάνω της τον ιό περισσότερο από μια πάνινη. Αν δεν την πετάξουμε χωρίς να την αγγίξουμε γίνεται πιο εύκολο να μεταδοθεί ο ιός» σημειώνει η καθηγήτρια καταλήγοντας: «Δυστυχώς, όταν έχουμε μια ανθρωπιστική κρίση, το περιβάλλον μπαίνει πάντα σε δεύτερη μοίρα».

Στην Πάρο που από το 2018 συστήνεται ως «το πρώτο νησί της Μεσογείου χωρίς πλαστικά απορρίμματα», ως πρωτοπόρος στον αγώνα εναντίον των πλαστικών στις θάλασσες προτού το επιβάλλει η νομοθεσία, η δράση «Clean Blue Paros – Πάρος χωρίς πλαστικά» μαθαίνει σε κατοίκους, επιχειρηματίες και επισκέπτες πώς να μειώνουν τα πλαστικά απορρίμματα που, όπως αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο δήμαρχος του νησιού, Μάρκος Κωβαίος, η πανδημία διογκώνει. «Η πανδημία του κορωνοϊού δυστυχώς έφερε μαζί της και ένα νέο κύμα πλαστικής ρύπανσης. Το πλαστικό μιας χρήσης, όπως μάσκες, γάντια, καθώς και την ευρεία κατανάλωση εμφιαλωμένου νερού σε πλαστικά μπουκάλια, εγείροντας έτσι πολλές ανησυχίες για το μέλλον της πρωτοβουλίας μας. Ακόμα όμως και εν μέσω πανδημίας, συνεχίσαμε σταθερά τις παρεμβάσεις μας για την εξάλειψη και μείωση των πλαστικών απορριμμάτων».

Πηγή: Τα Νέα

Στην ερώτηση μας για τις αποχρώσεις των σύγχρονων ανταρτοπόλεμων απαντά πως «…κυριαρχούν εθνικές/εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις και έχουν υποχωρήσει απόλυτα οι ιδεολογικές στρατεύσεις».

Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη, που εξετάζει τη συγκρότηση και την ανάπτυξη αντάρτικων στρατών κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων, εστιάζει  στις πιο εμβληματικές περιπτώσεις εμφάνισης ανταρτών, από την Αμερικανική Επανάσταση μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κίνα, την Κούβα, την Αλγερία, το Βιετνάμ, το Αφγανιστάν και το Ιράκ.

  • Γιατί αποφασίσετε να ερευνήσετε το θέμα ιδιαίτερα σήμερα;

Ήθελα να παρουσιάσω στο ελληνικό κοινό μια συνοπτική επισκόπηση του ανταρτοπολέμου σε πλανητική κλίμακα, καθώς διαπίστωσα ότι κάτι τέτοιο λείπει από τη σύγχρονη ελληνική βιβλιογραφία. Η προγενέστερη ενασχόληση μου με ζητήματα του ελληνικού αντάρτικου της δεκαετίας του 1940 με οδήγησε στη σκέψη ότι ένα τέτοιο βιβλίο μπορεί να είναι πολλαπλά χρήσιμο στις μέρες μας. Παρά το γεγονός ότι αυτά τα ζητήματα πιθανόν να θεωρούνται από ορισμένους παρωχημένα, η ρευστή και μεταβαλλόμενη εποχή στην οποία ζούμε επιβάλει, θα έλεγα, την εκ νέου ενασχόληση με μορφές πολέμου που εξακολουθούν να είναι διαδεδομένες σε πολλές ηπείρους.

  • Εστιάζετε στις πιο εμβληματικές περιπτώσεις εμφάνισης ανταρτών (από την Αμερικανική Επανάσταση μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κίνα, την Κούβα, την Αλγερία, το Βιετνάμ, το Αφγανιστάν και το Ιράκ). Υπάρχουν συγγένειες ή η κάθε περίπτωση έχει αυστηρά «τοπικά» χαρακτηριστικά ανάλογα με την κάθε παράδοση και τις ιστορικές συνθήκες;

Προφανώς υπάρχουν σε κάθε ανταρτοπόλεμο στοιχεία που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική δομή των εκάστοτε χωρών στις οποίες το φαινόμενο έκανε (ή κάνει) την δυναμική εμφάνιση του.  Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν και δομικού τύπου ομοιότητες ως προς ορισμένα τυπικά χαρακτηριστικά αυτού του είδους πολέμου, που έχουν να κάνουν τόσο με τους εξεγερμένους-αντάρτες όσο και με τους τρόπους που αντιμετωπίζονται από τις διάφορες κυβερνήσεις.  Ανεξαρτήτως διαφορών, ο ανταρτοπόλεμος είναι πάντα επιλογή των αδυνάτων, διεξάγεται με όρους μη συμβατικού-ανορθόδοξου πολέμου και οδηγεί τις κυρίαρχες δυνάμεις σε διλήμματα ως προς την αντιμετώπιση των ανταρτών-μαχητών. Πρόκειται για ένα είδος πολέμου που δημιουργεί τεράστια ζητήματα και στον άμαχο πληθυσμό, καθώς ο πολιτικός έλεγχος του κοινωνικού αυτού υποκειμένου καθίσταται αποφασιστικής σημασίας για την τελική έκβαση των αναμετρήσεων.

  • Αντίστοιχα υπάρχουν ομοιότητες στον τρόπο που οι εξουσίες προσπάθησαν να εξουδετερώσουν τα αντάρτικα;

Οι εκάστοτε κυρίαρχες δυνάμεις ως επί το πλείστον επιχειρούν αρχικά να από-νομιμοποιήσουν πολιτικά τον αντάρτη, μη αναγνωρίζοντας σε αυτόν ιδιότητες άλλες από αυτές του «συμμορίτη», του «ληστή», του «τρομοκράτη» κλπ. Από την απόπειρα αυτή από-νομιμοποίησης προκύπτει μια σειρά κατασταλτικών μέτρων που ποικίλουν ως προς την ένταση τους και τα οποία στρέφονται τόσο κατά των μαχητών όσο και κατά των θεωρούμενων υποστηρικτών τους. Θεωρητικοί της «αντί-εξέγερσης» έχουν επιχειρήσει κατά τους δυο τελευταίους αιώνες  να κωδικοποιήσουν στα έργα τους τα μέτρα αυτά, συμβάλλοντας έτσι στην απόπειρα διατύπωσης δογμάτων καταπολέμησης ανταρτών που θα έχουν γενικευμένη εφαρμογή. Οι δυο βασικές γραμμές παραμένουν όμως οι ίδιες: η «εχθροκεντρική», στην οποία προτεραιότητα έχει η στρατιωτική συντριβή του αντιπάλου, και η «πληθυσμοκεντρική», στην οποία προτεραιότητα έχει ο πολιτικός και οικονομικός έλεγχος του φιλικά ή ουδέτερα διακείμενου προς τους αντάρτες πληθυσμού.

  • Μελετάτε στις ποικίλες εκδοχές μεταξύ άλλων. Υπάρχει η ελληνική ιδιαιτερότητα και πως θα τη σκιαγραφούσατε;

Αναμφίβολα ο ανταρτοπόλεμος έχει μεγάλο ιστορικό εύρος στον ελληνικό χώρο. Η ίδια η Επανάσταση του 1821 στηρίχθηκε κυρίως σε ομάδες ατάκτων. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και στις αλυτρωτικές εξεγέρσεις εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθ’ όλη τη διάρκεια του 190ου και των αρχών του 20ου αιώνα, καθώς το ελληνικό κράτος αδυνατούσε να αναλάβει σοβαρή στρατιωτική δράση προκειμένου να υποστηρίξει την εδαφική του επέκταση. Ο ανταρτοπόλεμος εναντίον των δυνάμεων του Άξονα (1941-44) αφενός συνιστούσε τμήμα αυτής της παράδοσης, αφετέρου δημιουργούσε νέα δυναμική πολιτικό-στρατιωτικού ελέγχου εκτεταμένων περιοχών της ελληνικής επαρχίας από τις αριστερές δυνάμεις, γεγονός που αντικειμενικά δημιουργούσε νέα δεδομένα από  γεωπολιτική πλευρά. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος (1946-49) που οδήγησε στην ήττα της κομμουνιστικής Αριστεράς συνιστά τη μοναδική περίπτωση ολοκληρωτικής εμφύλιας σύγκρουσης που διεξήχθη στη μεταπολεμική Ευρώπη, και από την άποψη αυτή θα μπορούσε να μιλήσει κάποιος για «ελληνική ιδιαιτερότητα». Ο εμφύλιος υπήρξε γεγονός καταλυτικής σημασίας για την πορεία της χώρας, κληροδότησε συλλογικά τραύματα και μείζονες πολιτικές διαιρέσεις, και αποτέλεσε, ας μην το ξεχνούμε, το πρώτο «θερμό επεισόδιο» του Ψυχρού Πολέμου οδηγώντας στο δόγμα Τρούμαν και σε μεγαλύτερη παρέμβαση της Αμερικανικής πλευράς στις ελληνικές υποθέσεις.

  • Κάνετε αναφορά στην Κούβα και τον Τσε Γκεβάρα και γράφετε ότι «…ο Τσε αναδείχθηκε πρωταγωνιστής της απόπειρας εξαγωγής αυτού του προτύπου και σε άλλες χώρες». Τι κάνει το παράδειγμα της Κούβας ξεχωριστό και ποιες ήταν οι γκρίζες ζώνες του;

Ο ανταρτοπόλεμος στην Κούβα πραγματοποιήθηκε από ένα ολιγάριθμο αντάρτικο στρατό εναντίον των κατά πολύ υπέρτερων αριθμητικά δυνάμεων του δικτάτορα Μπατίστα, χωρίς στην πραγματικότητα να υπάρξουν μεγάλες μάχες. Το εγχείρημα του Φιντέλ Κάστρο, του Τσε και των συντρόφων τους φαινόταν αρχικά καταδικασμένο σε αποτυχία, όμως οι μεγάλες εσωτερικές αδυναμίες του καθεστώτος και του στρατού, η απώλεια πολιτικής νομιμοποίησης της δικτατορίας στα μάτια ακόμη και ουδέτερων παρατηρητών, αλλά και η κινητοποίηση στο εσωτερικό των πόλεων δημιουργούσαν σταδιακά συνθήκες εσωτερικής κατάρρευσης. Από τον πόλεμο αναδύθηκε μια «στρατηγική ιδιοφυϊα»-αυτή του Τσε Γκεβάρα, ανθρώπου που επηρέασε σε τεράστιο βαθμό τα νεολαιϊστικά κινήματα της δεκαετίας του 1960 σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, αλλά και αντάρτικά κινήματα (κυρίως στο χώρο της Λατινικής Αμερικής). Το μεγάλο θέμα παρέμενε εξαρχής αν και κατά πόσο η εμπειρία διεξαγωγής του ανταρτοπολέμου στην Κούβα μπορούσε να γενικευθεί. Οι απαντήσεις, σε γενικές γραμμές, ήταν αρνητικές, όπως πιστοποιούσε και ο θάνατος του ίδιου του Γκεβάρα τον Οκτώβριο του 1967 στη Βολιβία. Ως προς τις γκρίζες ζώνες του ίδιου του αγώνα στην Κούβα θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτές εδράζονταν στον διαφαινόμενο από τότε συγκεντρωτισμό του Κάστρο,  αλλά και στις εσωτερικές διαφωνίες στους κόλπους των επαναστατών (όχι τόσο εμφανείς την περίοδο εκείνη).

  • Μιλάτε και για την ιστορικότητα του Ανταρτοπόλεμου. Σήμερα τι συμβαίνει και ποια είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ανταρτών;

Στις τελευταίες δεκαετίες οι κλασικοί συμβατικοί διακρατικοί πόλεμοι αποτελούν, σε οικουμενική κλίμακα, την εξαίρεση στο πεδίο των συγκρούσεων. Ανταρτοπόλεμοι διαφόρων μορφών και εντάσεων χαρακτηρίζουν την τεράστια πλειονότητα των αναμετρήσεων που διεξάγονται. Έχουν όμως διαφοροποιηθεί αρκετά τα χαρακτηριστικά των μαχητών που συμμετέχουν σε αντάρτικους στρατούς σε σχέση με το παρελθόν. Κυριαρχούν εθνικές/εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις και έχουν υποχωρήσει απόλυτα οι ιδεολογικές στρατεύσεις. Νέες πρακτικές καταπολέμησης ανταρτών δοκιμάζονται από τις εκάστοτε κυρίαρχες δυνάμεις. Σε συνάφεια με τις τεράστιες εξελίξεις στο χώρο της τεχνολογίας του πολέμου, ο σύγχρονος αντάρτης μάχεται εντός ενός περιβάλλοντος στο οποίο κυριαρχούν Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ΜΜΕ και Διαδίκτυο, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, GPS κλπ. Είναι λοιπόν υποχρεωμένος να αναπροσαρμόσει τις τακτικές του, αν θέλει ο αγώνας του να έχει πιθανότητες επιτυχίας.

Πηγή: TVXS