Όπως και άλλοι ομήλικοι και ομότεχνοι, ο Ασδραχάς, από τα πρώτα του βήματα, έστρεψε το ερευνητικό του ενδιαφέρον στους «σκοτεινούς» αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, σε αυτά τα «μεταβυζαντινά» χρόνια που αποτελούσαν τότε, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, μια μαύρη τρύπα απ’ την οποία ξεπηδούσε, σαν την πάνοπλη Αθηνά από το κεφάλι του Δία, η «εθνική παλιγγενεσία»

Ο Σπύρος Ασδραχάς, αναζητώντας τους όρους και τις προϋποθέσεις που επέτρεψαν τη συγκρότηση των πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων της Επανάστασης –και στη συνέχεια του νεοελληνικού κράτους– ενέκυψε, ήδη από το πρώτο δημοσιευμένο μελέτημά του, στο φαινόμενο του αρματολισμού και της κλεφτουριάς, το οποίο στη συνέχεια θα τον απασχολήσει καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της δημιουργικής του πορείας. Η συνάντησή του με το έργο του Έρικ Χόμπσμπαουμ για την «κοινωνική ληστεία» και την «πρωτόγονη επανάσταση» και ο κριτικός διάλογός του με αυτό, υπό το φως των επεξεργασιών του Φερνάν Μπρωντέλ και της Σχολής των Annales για την ιστορική διάρκεια, θα εμπλουτίσει τον προβληματισμό του, συνδέοντας το φαινόμενο με το πλέγμα νοοτροπιών που το στηρίζει.

Όπως παρατηρεί ο ιστορικός Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, με τις επεξεργασίες του αυτές, ήδη από τη δεκαετία 1954-1965, όταν δημοσίευσε δέκα συνολικά μελετήματα για το θέμα, «θα αλλάξει εντελώς τους όρους κατανόησης ενός τόσο κεντρικού θέματος της νεοελληνικής ιστορίας», μολονότι τα ερμηνευτικά σχήματα που προτείνει θα αργήσουν πολύ να συναντήσουν την αποδοχή ή έστω την κατανόηση των ομοτέχνων του: «Μετριούνται στα δάχτυλα όσοι κατάλαβαν κάτι από αυτά ως τη Μεταπολίτευση», γράφει (περ. Τα Ιστορικά 61).

Όπως σημειώνει στην κατατοπιστική εισαγωγή του ο ιστορικός Νίκος Θεοτοκάς, η θεώρηση του παρελθόντος που υιοθέτησε ο Ασδραχάς «ανανεώνει το εννοιολογικό οπλοστάσιο του ιστορικού, θεματοποιεί τα προβλήματα των αναγνώσεων και πλουτίζει τα ερμηνευτικά μας εργαλεία».

Πράγμα διόλου παράδοξο, καθώς ο Σπύρος Ασδραχάς, μέσα από τις μελέτες του αυτές έθετε εκποδών το εθνικό αφήγημα περί αρματολών και κλεφτών, καταδεικνύοντας ότι πρόκειται για δύο ανταγωνιστικές λειτουργίες, που εντάσσονται όμως στο ίδιο πλέγμα, αυτό της ενσωμάτωσης στις δομές της νομιμότητας της οθωμανικής κοινωνίας, καθώς η «πρωτόγονη εξέγερση» του κλέφτη αποτελεί, κατά κύριο λόγο, μηχανισμό ένταξής του στον αρματολικό θεσμό μέσω της διαχείρισης της οικονομίας της βίας.

Μέσα από αυτόν τον κύκλο, όπως καταδεικνύει ο Ασδραχάς μέσα από τον διάλογό του με τις πηγές –ο οποίος υπήρξε μόνιμη μέριμνά του καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του–  η βία ανάγεται σε αξία και όσοι την ασκούν μετατρέπονται σε σύμβολο, το οποίο αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, στα κλέφτικα τραγούδια, από τα οποία αντλεί εκτενώς στα μελετήματά του.

Στον τόμο περιλαμβάνονται κείμενα που γράφτηκαν κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960 και ξαναδουλεύτηκαν από τον Ασδραχά πολλά χρόνια αργότερα.

Ο κομβικός ρόλος που έπαιξε η ενασχόληση του Σπύρου Ασδραχά με τα φαινόμενα του αρματολισμού και της κλεφτουριάς, η προδρομικότητα των αναλύσεών του, αλλά και η επιμονή με την οποία ο ίδιος ξαναγύριζε σε αυτά τα παλιά κείμενα, εμπλουτίζοντάς τα με νέες επεξεργασίες, αποτέλεσαν το κίνητρο ώστε η συγκρότηση ενός τόμου με τα μελετήματα αυτά, υπό τον τίτλο Πρωτόγονη επανάσταση, να επιλεγεί για την παρθενική εμφάνιση μιας νέας εκδοτικής προσπάθειας, με πρωτοβουλία του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, που επιδιώκει να αποτελέσει τον δεύτερο «πανεπιστημιακό εκδοτικό οίκο» στη χώρα μας –μια σημαντική έλλειψη που η ύπαρξη των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης δεν επαρκεί να καλύψει.

Στον τόμο περιλαμβάνονται κείμενα που γράφτηκαν κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960 και ξαναδουλεύτηκαν από τον Ασδραχά πολλά χρόνια αργότερα. Στο πρώτο μέρος, με θέμα τον «κόσμο της βίας», παρακολουθούμε τη συγκρότηση της έννοιας της «πρωτόγονης επανάστασης», ενώ το δεύτερο αφορά τη «μετάπλαση» του κόσμου αυτού μέσα από το κλέφτικο τραγούδι και ιδιαίτερα τον Χρήστο Μιλιόνη, όπου ο ιστορικός καταπιάνεται με τα ερμηνευτικά προβλήματα που θέτει η προσέγγιση ενός τέτοιου υλικού.

Όπως σημειώνει στην κατατοπιστική εισαγωγή του ο ιστορικός Νίκος Θεοτοκάς, η θεώρηση του παρελθόντος που υιοθέτησε ο Ασδραχάς «ανανεώνει το εννοιολογικό οπλοστάσιο του ιστορικού, θεματοποιεί τα προβλήματα των αναγνώσεων και πλουτίζει τα ερμηνευτικά μας εργαλεία».

Η επιλογή της Πρωτόγονης επανάστασης ως πρώτου βήματος της νέας εκδοτικής προσπάθειας αποτελεί ασφαλώς φόρο τιμής σε έναν «από τους μεγάλους ευρωπαίους ιστορικούς της γενιάς του», δάσκαλο πολλών σημερινών ιστορικών· άλλωστε, τόσο ο Νίκος Θεοτοκάς που επέλεξε τα κείμενα όσο και οι Άννα Ματθαίου και Πόπη Πολέμη που είχαν την εκδοτική φροντίδα της καλαίσθητης έκδοσης υπήρξαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μαθητές και μαθήτριές του.

Αποτελεί, όμως, παράλληλα και μια ένδειξη για το εύρος των ακατάτακτων και ενίοτε αθησαύριστων κειμένων του ιστορικού, διάσπαρτων σε συλλογικούς τόμους, περιοδικά, δυσεύρετες εκδόσεις ή και σεμιναριακές ηχογραφήσεις. Μια εκ νέου συγκέντρωση και ανακατάταξή τους αναμφίβολα θα εμπλούτιζε τις γνώσεις μας και θα όξυνε τα ερευνητικά εργαλεία των νεότερων ομοτέχνων του, οδηγώντας σε νέα ερωτήματα και μεθοδολογικές προσεγγίσεις. Μακάρι η νέα αυτή προσπάθεια να μακροημερεύσει και να μας προσφέρει, στο εγγύς μέλλον, μια ακόμη θεματική συγκέντρωση μελετημάτων του Σπύρου Ασδραχά.

Πηγή: Ο Αναγνώστης