Τα ερωτήματα αυτά δεν επιδέχονται κοινώς αποδεκτή απάντηση, στον βαθμό που υπάρχουν πολλοί ορισμοί της ηθικής και πολλές διαφορετικές συλλήψεις της οικονομικής ζωής. Εχουν υπάρξει ιστορικά, για παράδειγμα, διάφορες εκδοχές μιας καπιταλιστικής ηθικής, συμβατής αν όχι με τη σύλληψη του homo economicus πάντως με την απενοχοποιημένη επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος. Εχει υποστηριχθεί, για παράδειγμα, ότι και ο νεοφιλελευθερισμός συνδέεται με μια ιδιαίτερη «ηθική οικονομία» που δίνει προτεραιότητα στα δικαιώματα των καταναλωτών να ικανοποιήσουν τις ατομικές τους προτιμήσεις και στην υποχρέωση θεσμών και καταναλωτών να επιτρέπουν την ελεύθερη ροή της προσφοράς και της ζήτησης.

Ο κλάδος της «επιχειρηματικής ηθικής» αποτελεί από πολλές απόψεις μια τέτοια περίπτωση, καθώς, όπως δείχνει στο άρθρο του εδώ ο Νίκος Αστρουλάκης, εξ ορισμού κινείται εντός του καπιταλιστικού πλαισίου. Και βέβαια, υπάρχουν ηθικοί κώδικες που ρυθμίζουν τις δοσοληψίες στην αγορά, όπως αυτοί που αφορούν την υποχρέωση αποπληρωμής των χρεών και στους οποίους αναφέρονται (και ασκούν κριτική) στα κείμενά τους η Δάφνη Παπαδάκη και ο Σπύρος Μαρκέτος.

Ηθική οικονομία, για τον Τόμσον, είναι εν τέλει το σύνολο των λαϊκών αντιλήψεων που υφίστατο και αντιπαρατέθηκε στην επέλαση του καπιταλισμού, της κυριαρχίας των νόμων της αγοράς και της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας την εποχή της ανόδου τους.

Μάλλον πιο κοινό είναι να σκεφτόμαστε τη σχέση ηθικής και οικονομίας μέσα από το πρίσμα μιας ηθικής κριτικής σε οικονομικές πρακτικές και συμπεριφορές. Στη χριστιανική παράδοση η απληστία είναι ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, ενώ ο τοκογλύφος εμφανίζεται από πολύ παλιά ως φιγούρα ειδεχθής (ή και δαιμονική).

Σε αυτή τη γραμμή κριτικής και διαμαρτυρίας εντάσσεται και η έννοια της ηθικής οικονομίας, που ανέπτυξε ο ιστορικός E. P. Thompson (δημοσιεύεται εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο του που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστήμιου) για να αναφερθεί στις πεποιθήσεις του πλήθους στις λεγόμενες «ταραχές για τα τρόφιμα» στην Αγγλία του 18ου αιώνα. Κακές σοδειές οδηγούσαν σε σπάνη και άνοδο των τιμών των σιτηρών, και κατά συνέπεια διαγραφόταν ο κίνδυνος της πείνας για τις λαϊκές τάξεις που κινητοποιούνταν για να τον αποσοβήσουν.

Η ακρίβεια στην αγορά πυροδότησε και στον 20ό αιώνα κινητοποιήσεις που για τη νομιμοποίησή τους προσέφευγαν σε έναν λόγο με ισχυρή παρουσία ηθικών αξιών, από τις εργατικές διαδηλώσεις στην Ελλάδα του 1920 ενάντια στην αισχροκέρδεια και τις κινήσεις του ΕΑΜ ενάντια στην απόκρυψη τροφίμων από τους μαυραγορίτες στην Κατοχή (βλ. εδώ το κείμενο του Κωνσταντίνου Λαμπράκη) μέχρι την «αυτομείωση» στις τιμές αγαθών και ηλεκτρικού που προπαγάνδιζε η Εργατική Αυτονομία στην Ιταλία της δεκαετίας του 1970.

Ηθική οικονομία, για τον Τόμσον, είναι εν τέλει το σύνολο των λαϊκών αντιλήψεων που υφίστατο και αντιπαρατέθηκε στην επέλαση του καπιταλισμού, της κυριαρχίας των νόμων της αγοράς και της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας την εποχή της ανόδου τους. Θα μπορούσαμε να τροποποιήσουμε τη σύλληψή του για να έχει ισχύ και σήμερα: να σκεφτούμε την ηθική οικονομία, δηλαδή, ως ένα σύνολο αντιλήψεων που υπερασπίζουν αυτό που απειλείται κάθε φορά από την επέκταση της λογικής της αγοράς σε νέες σφαίρες.

Πενήντα χρόνια μετά τη γέννησή της, η έννοια της ηθικής οικονομίας παρουσιάζει αξιοσημείωτο δυναμισμό και έχει εδραιωθεί στις κοινωνικές επιστήμες. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στο ότι οι τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζονται από την «επέκταση των αγορών και της λογικής τους σε πτυχές της ζωής που παραδοσιακά διέπονται από διαφορετικούς κανόνες», όπως το θέτει ο φιλόσοφος Michael Sandel, στου οποίου τις μελέτες αναφέρεται στο κείμενό της η Ελένη Κακλαμάνου. Η επέλαση των αγοραίων λογικών στις σύγχρονες κοινωνίες ωθεί στην αναζήτηση εργαλείων κατάλληλων να περιγράψουν και να ερμηνεύσουν τις μη (ή και αντι-) αγοραίες αντιλήψεις, και η «ηθική οικονομία» έχει φανεί χρήσιμη σ’ αυτό.

Για να επιστρέψουμε στο ευρύτερο πεδίο των σχέσεων ηθικής και οικονομίας, αυτές μπορούν να προσεγγιστούν από διάφορες πλευρές: να μελετηθούν οι σχετικές αντιλήψεις των ανθρώπων, όπως εκφράζονται με λόγια και με έργα· να εξεταστούν πιο συγκεκριμένα συμπεριφορές που υπερβαίνουν τον στενό υπολογισμό του ατομικού συμφέροντος· να διατυπωθούν προτάσεις για το πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί η «ηθικοποίηση» της οικονομίας, μια λειτουργία της πιο συμβατή με αρχές όπως η δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη.

Η τελευταία προσέγγιση έρχεται να συναντήσει την προβληματική της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, στην οποία αναφέρεται στη συμβολή της η Χαρά Κούκη, και στην οποία μπορεί να ανιχνεύσει κανείς ηθικές αρχές που εμπνέουν την οικονομική πράξη και όχι μόνο την κοινωνική διαμαρτυρία. Ερχεται να συναντήσει, επίσης, την αρχή της ρύθμισης της οικονομίας, κατά βάση από το κράτος. Η υπαγωγή της οικονομικής ζωής σε κανόνες (συχνά με έντονη ηθική διάσταση) που θεσπίζει η κοινότητα/οι αρχές γίνεται μέσα από ποικίλες ρυθμίσεις – οι οποίες στη νεωτερική εκδοχή τους μπορεί να αποσκοπούν στην προαγωγή της ηθικής και πολιτικής ισότητας των πολιτών παρ’ όλες τις οικονομικές ανισότητες, όπως δείχνει στη συμβολή του ο Διονύσης Δρόσος.

Θα κλείσουμε με ένα σχόλιο για την οικονομική επιστήμη, η οποία έχει συγκροτηθεί σε αντίθεση με την ηθική σκέψη, διατεινόμενη ότι μελετά τον κόσμο όπως πραγματικά είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι – θεωρώντας για παράδειγμα ότι «δεν υπάρχουν δίκαιες τιμές, υπάρχουν μόνο τιμές ισορροπίας». Η «απο-ηθικοποίηση» της θεωρίας της οικονομίας, στην οποία αναφέρεται και ο Τόμσον, στην πραγματικότητα ταυτίζεται εν πολλοίς με την αποπολιτικοποίησή της. Αν η αποπολιτικοποίηση εμφανίζεται εύλογη ως αρχή για την επιστήμη της οικονομίας (παρότι και εδώ θα είχε κανείς αρκετές επιφυλάξεις), για τη δημόσια οικονομική πολιτική συνεπάγεται ένα τεχνοκρατικό μοντέλο διαχείρισης της οικονομίας με βάση τις υπαγορεύσεις μιας θεωρίας που ισχυρίζεται ότι είναι ηθικά και πολιτικά (όπως και ταξικά) ουδέτερη.

Ωστόσο, η δημοκρατία και η εμβάθυνσή της έχει συνδεθεί ιστορικά με τη συμπερίληψη στην πολιτική διαπάλη σφαιρών που είναι κρίσιμες για την κοινωνική αναπαραγωγή, όπως η οικονομία. Από τη στιγμή, λοιπόν, που γίνεται δεκτό ότι η οικονομική ζωή αποτελεί ένα πεδίο στο οποίο το κράτος δικαιούται να παρεμβαίνει, κι από τη στιγμή που στις δημοκρατίες οι αποφάσεις δεν (πρέπει να) παίρνονται με αμιγώς τεχνοκρατικά κριτήρια, στη δημόσια συζήτηση για την οικονομία είναι αναπόφευκτο ότι θα διατυπώνονται πολιτικά επιχειρήματα με λιγότερο ή περισσότερο ισχυρές ηθικές διαστάσεις.

Ο Νίκος Ποταμιάνος είναι εντεταλμένος ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών