Αρχικά, με τράβηξε ο τίτλος και, στη συνέχεια, ο ορισμός που διάβασα στο οπισθόφυλλο:

«[…] Ως εγκλήματα των ισχυρών καταγράφονται εγκλήματα του κράτους, του ιδιωτικού τομέα αλλά και των συμπράξεών τους, η δράση του οργανωμένου εγκλήματος καθώς και όψεις της διαφθοράς, που στην εποχή μας έχουν σαφώς συμβιωτική και λειτουργική σχέση […]».

Πρόκειται για «μια σχετικά νέα αναλυτική κατηγορία στην Εγκληματολογία, συγκεκριμένα υπό το επιστημολογικό παράδειγμα της Κριτικής Εγκληματολογίας», η οποία εντάσσεται στον ευρύτερο κλάδο της μαρξιστικής εγκληματολογίας.

Δεν είμαι νομικός. Μελετάω όμως συστηματικά εγκληματολογικά και νομικά δοκίμια, ελληνικές και διεθνείς εκθέσεις για το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά, προκειμένου να ψαρέψω αχρείες ιδέες και να τεκμηριώσω πραγματολογικά τις ιστορίες μου. Υπό την εμπειρία αυτής της ιδιότητας και μόνο, διατυπώνω τις ακόλουθες νύξεις για την οικονομική μήτρα που γεννά τη συμβιωτική και λειτουργική σχέση της οικονομικής, πολιτικής και κρατικής ελίτ με το οργανωμένο έγκλημα:

Τα συστήματα συμβίωσης και ο λειτουργικός τους ρόλος ενέχουν στον καπιταλισμό θέση προπατορικού αμαρτήματος. Είναι ίδιον των παραγωγικών του σχέσεων.

Η πρωταρχική συσσώρευση και ο συνεπακόλουθος υπέρμετρος πλουτισμός των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν σε ειδυλλιακές συνθήκες «ήπιας πολιτικής οικονομίας», με όρους ηθικής και ίσων ευκαιριών, αλλά «με κίνητρο τα πιο άνομα, τα πιο βρομερά και τα πιο μικροπρεπή απεχθή πάθη» (Καρλ Μαρξ): Με την υπεξαίρεση δημόσιου πλούτου, τη λεηλασία, την ωμή αρπαγή, την καταχρηστική εκποίηση περιουσιών, την κλοπή και τον σφετερισμό πλουτοπαραγωγικών πηγών, το δουλεμπόριο και το λαθρεμπόριο κάθε είδους, τη ληστρική και αποικιοκρατική πειρατεία, την εκμετάλλευση των συνθηκών κρίσης, που δημιουργεί η υπέρμετρη μεγέθυνση του δημόσιου χρέους, τη φοροδιαφυγή, τον φόνο μετά ληστείας, την καταχρηστική νομοθεσία που επιβάλλει το δίκαιο του ισχυροτέρου και τη μεροληπτική κατασταλτική και δικαστική εξουθένωση των αδυνάμων, το ξέπλυμα εγκληματικού, αιματοβαμμένου πλούτου και τη μετατροπή του σε ευυπόληπτο και επενδυτικό και τοκοφόρο κεφάλαιο, με δυο λόγια με όλες τις αποχρώσεις της βίας, ως μέσου απόκτησης πλούτου και εξουσίας.

Με τις ίδιες μεθόδους της άγριας, πολεμικής πολιτικής οικονομίας, κυριαρχούν και οι σύγχρονες, όλο και πιο αυταρχικές και πολεμόχαρες ολιγαρχικές ελίτ, οι οποίες, παρά τους λυσσαλέους ανταγωνισμούς τους, συνασπίζονται όταν πρόκειται να υπερασπίσουν την ταξική και αποικιοκρατική επικυριαρχία τους. Αδιαφορούν ακόμα και για τα πιο στοιχειώδη προσχήματα. Χλευάζουν ωμά και αδίσταχτα ακόμα και το θεμελιώδες φιλοσοφικό υπόβαθρο του αγαπημένου τους φιλελευθερισμού.

Τον πάλαι ποτέ υποκριτικό εκθειασμό του ατόμου και της φιλόπονης προσπάθειάς του, με την οποία μπορεί να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες και να πλουτίσει αξιοπρεπώς, σεβόμενο τους θεσμούς των ανθρώπων, την οργή του Θεού και την απομύζηση απλήρωτης εργασίας.

 

Παγκοσμιοποίηση

Η γνωστή παρέκβαση του Μαρξ για την παραγωγική εργασία, στην οποία περιγράφεται το πώς ο εγκληματίας είναι αναπόσπαστος παράγοντας που συμβάλλει στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, αλλά και στο πώς ο ατομικός, εθνικός και παγκόσμιος πλούτος πολλαπλασιάζεται, μέσω της συνεχούς επίθεσης του εγκλήματος στην ιδιοκτησία, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη για τον ορισμό της πολιτικής οικονομίας του οργανωμένου εγκλήματος.

Θυμίζω ένα σχετικό με την έκδοση και τον γράφοντα απόσπασμα:

«[…] Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και ποινικό δίκαιο και μαζί με αυτό και τον καθηγητή που κάνει παραδόσεις για το ποινικό δίκαιο και επιπλέον το αναπόφευκτο εγχειρίδιο, με το οποίο αυτός ο ίδιος ο καθηγητής ρίχνει τις παραδόσεις του στη γενική αγορά με τη μορφή “εμπορεύματος”… Ο εγκληματίας παράγει ακόμα όλη την αστυνομία και την ποινική δικαιοσύνη, τους δικαστικούς κλητήρες, τους δικαστές, τους δημίους, τους ενόρκους κ.λπ. Επίσης, ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγχειρίδια για το ποινικό δίκαιο, ούτε μόνο κώδικες ποινικής νομοθεσίας και μαζί τους ποινικούς νομοθέτες, αλλά και Τέχνη, λογοτεχνία, μυθιστορήματα…»

Στην εποχή μας, αυτό που αποκαλώ Ακαθάριστο Εγκληματικό Προϊόν αποτελεί την κινητήριο δύναμη, που κεντρίζει διαρκώς με τη ληστρική βουκέντρα της την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στους λευκούς και μαύρους κλάδους της οικονομίας.

«Η διαφθορά είναι σαν τους μοχλούς και τα υπομόχλια του Αρχιμήδη. Η εξουσία είναι τα γάντια που καλύπτουν τα χέρια που κλέβουν» – Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Η παγκοσμιοποίηση των εγκληματικών κλάδων παραγωγής διαπερνάει οριζόντια κάθε κλάδο της οικονομίας. Μεγάλα και αφορολόγητα κέρδη επιτυγχάνονται μόνο μέσω της παράκαμψης και ωμής καταστρατήγησης των νομικών κανόνων που, υποτίθεται, προστατεύουν την ισονομία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Ακαταμέτρητα δισεκατομμύρια εγκληματικού πλούτου ξεπλένονται σε φορολογικούς παραδείσους που έχουν εμπορευματοποιήσει την εθνική ανεξαρτησία τους.

Περισσότερο από κάθε άλλη εποχή στην παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, η συμβατική νομιμότητα συνυφαίνεται με την εγκληματική αντανάκλασή της· κάθε ανθρώπινη, πλέον, επινόηση ανοίγει κι έναν παράλληλο δρόμο για την εγκληματική εκδοχή της και αντιστρόφως.

Χωρίς την πολυπλόκαμη και πολλαπλασιαστική διαμεσολάβηση του οργανωμένου εγκλήματος, η παγκοσμιοποίηση της εποχής μας δεν θα είχε πάρει τη σημερινή μορφή της σε τόσο σύντομο, σχετικά, χρονικό διάστημα. Αν, όπως έλεγε ο Κλαούζεβιτς, ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, η οργανωμένη εγκληματική δράση, σε συμβιωτική και λειτουργική σχέση με την οικονομική, πολιτική και γραφειοκρατική διαφθορά, είναι η συνέχιση της συμβατικής νομιμότητας με άλλα μέσα.

Το οργανωμένο έγκλημα ανέκαθεν αναπτυσσόταν, σε στενή συνύφανση με τις προαναφερόμενες ελίτ, στο έλος του «Κακού Καθεστώτος» (Μπέρτολτ Μπρεχτ). Ενός καθεστώτος όπου το ακόρεστο κέρδος και η αδηφάγα ιδιοποίησή του επιβάλλουν την κυριαρχία της απληστίας, την κτηνωδία του θανάσιμου ανταγωνισμού, τον πόλεμο, την αχαλίνωτη αυθαιρεσία, την αχρεία ανεντιμότητα και τη φαύλη διαφθορά, την εκφοβιστική εκμετάλλευση της άγνοιας και των προκαταλήψεων, την υποκινούμενη ξενοφοβία, την αποξένωση, την αλλοτριωμένη αντικοινωνικότητα, την έλλειψη αλληλεγγύης και διάθεσης για αντεπίθεση και ανατροπές, που οι καιροί απαιτούν.

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, οι νεοαποικιοκρατικοί πόλεμοι που ακολούθησαν και εξακολουθούν να μαίνονται, η λεηλασία τεράστιων πλουτοπαραγωγικών περιοχών του πλανήτη και η συνεπακόλουθη καταδίκη σε ανείπωτη φτώχεια των τοπικών πληθυσμών προκαλούν βίαιους ξεριζωμούς εκατομμυρίων ανθρώπων, «εκσφενδονίζοντάς τους από τη συνηθισμένη τροχιά της ζωής τους» (Καρλ Μαρξ).

Ενα μεγάλο τμήμα αυτής της τεράστιας περιφερόμενης προσφυγικής και μεταναστευτικής εργατικής δύναμης, εξαναγκαζόμενη από την ανάγκη των περιστάσεων, προσφέρεται για βίαιη στρατολόγηση ή ως «“εθελοντές” εγκληματίες» (Καρλ Μαρξ) στους στρατούς των εθνικών και διεθνικών εγκληματικών οργανώσεων.

 

Στις καλένδες

Τα εγκλήματα των ισχυρών, ως επινόηση και πράξη, προπορεύονται πάντα της νομοθετικής και ποινικής αντιμετώπισής τους. Η ωρίμανση του πιθανού κολασμού τους είτε κινείται στο όριο της παραγραφής, είτε η προανάκριση δεν καταφέρνει να προσωποποιήσει τις ποινικές ευθύνες των ηθικών και φυσικών αυτουργών και η υπόθεση τίθεται στο αρχείο. Οταν εμπλέκονται δε πολιτικοί, οι κατηγορίες αντιμετωπίζονται πάντα ως χαλκευμένες από τη συμπολίτευση ή την αντιπολίτευση, και ρίχνονται στις καλένδες των αναβλητικών δικαστικών πρακτικών και των συνήθως αναποτελεσματικών κοινοβουλευτικών εξεταστικών επιτροπών.

Κάθε νέα νομοθετική αντιμετώπιση των εγκλημάτων των ισχυρών λαμβάνεται συνήθως μετά το ξέσπασμα μεγάλων σκανδάλων. Επειδή είναι, σχεδόν πάντοτε, απότοκο της σύγκρουσης ανταγωνιστικών συστημάτων διαφθοράς, γρήγορα μετουσιώνεται σε μεταρρυθμιστικό παράγοντα που διευκολύνει απλώς την ανακατανομή της πολιτικής εξουσίας και τον αναπροσανατολισμό των κονδυλίων του κρατικού προϋπολογισμού. Στον πυρήνα των νέων πολιτικών και οικονομικών συσχετισμών και των λυκοσυμμαχιών που προκύπτουν, εκκολάπτονται οι νέες συμβιωτικές και λειτουργικές σχέσεις διαφθοράς, οι οποίες, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσουν στο ξέσπασμα νέων σκανδάλων.

Από την άποψη αυτή, συμβαίνει ό,τι και με τις καπιταλιστικές κρίσεις: το κάθε μέτρο αντιμετώπισής τους μετουσιώνεται σε παράγοντα που επιταχύνει, αντί να απομακρύνει, το ξέσπασμα μιας επόμενης, πιο οξυμένης κρίσης.

Ο δικονομικός προσανατολισμός και οι πολιτικές του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου αδρανοποιούν τους παραδοσιακούς κρατικούς εποπτικούς και ρυθμιστικούς μηχανισμούς της οικονομίας. Η αντ’ αυτών προβαλλόμενη αυτορρύθμιση της αγοράς, που στην πράξη καθαγιάζει τις σχέσεις ταξικής ισχύος μέσω της υπερίσχυσης της ιδιωτικών έναντι των δημόσιων συμφερόντων, δημιουργεί νέες ευκαιρίες και διευκολύνει παρασκηνιακά την κατάληξη των εκλεκτικών συγγενειών τους σε εγκληματικές συμπράξεις των λευκών κολάρων, των πολιτικών, των κρατικών λειτουργών και του πανταχού παρόντος οργανωμένου εγκλήματος.

Σε συνθήκες βαριάς και παρατεταμένης κρίσης, το φαινόμενο της περιστρεφόμενης πόρτας επαναλαμβάνεται ξεδιάντροπα όσο ποτέ άλλοτε, σε πρωτοφανή κλίμακα. Επιχειρηματίες, τραπεζίτες και ανώτατα στελέχη του ιδιωτικού τομέα γίνονται πρόεδροι, πρωθυπουργοί και υπουργοί, και αντιστρόφως, πολιτικοί και κρατικοί αξιωματούχοι προσλαμβάνονται για να ηγηθούν των πολυεθνικών της βιομηχανίας και του χρήματος. Το φαινόμενο έχει αναχθεί σε σοβαρότατο εργαλείο γενίκευσης της θεσμοποιημένης διαφθοράς, αλλά και σε μηχανισμό διαρκούς απορρύθμισης των εθνικών και παγκόσμιων αγορών.

Η συμμετοχή μιας χώρας σε υπερεθνικές ολοκληρώσεις, και μάλιστα, υπό καθεστώς επιτροπείας, γεννά νέα πεδία διεθνικών συμβιωτικών εγκληματικών σχέσεων και διαφθοράς. Οι υπερεθνικοί μηχανισμοί που εξασφαλίζουν την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, εμπορευμάτων, κεφαλαίων και υπηρεσιών αποτελούν φυτώρια οικονομικών εγκλημάτων σε μεγάλη και πολύ μεγάλη κλίμακα. Διευκολύνουν δε τα μέγιστα τη διεθνική εξάπλωση και το ρίζωμα των εγκληματικών οργανώσεων τύπου μαφίας, ο τζίρος των οποίων, κατά τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις, υπερέβαινε το 2010 τα 135.000.000.000 ευρώ, ποσό μεγαλύτερο από το ΑΕΠ έξι κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

 

Διαφθορά

Παρά τις ευρωπαϊκές οδηγίες που έχουν ενσωματωθεί στα εθνικά δίκαια και στους μηχανισμούς δίωξης του οργανωμένου εγκλήματος και της ευρωπαϊκής διαφθοράς (Europol, Frontex, Eurojust), οι εγκληματικές οργανώσεις τύπου μαφίας ισχυροποιούνται και βασιλεύουν. Επιδεικνύουν δε εκπληκτική ικανότητα προσαρμογής στις σύγχρονες δομές του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού. Ολόκληρα τμήματα της οικονομίας βασίζονται σε εγκληματικής προέλευσης κεφάλαιο, το οποίο είναι αδύνατο να εντοπιστεί και να στοιχειοποιηθεί.

«Η διαφθορά είναι το πιο αλάνθαστο σύμπτωμα συνταγματικής ελευθερίας». Έντουαρντ Γκίμπσον, Άγγλος ιστορικός

Σε πολλές περιπτώσεις, οι οργανωτικές δομές του βρόμικου χρήματος έχουν συνυφανθεί εντυπωσιακά με τις οικονομίες ολόκληρων περιφερειών. Οι δε φορείς του έχουν αποκτήσει λαϊκό έρεισμα, το οποίο λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας και περαιτέρω ενίσχυσής τους. Παράδειγμα η Ντραγκέτα στην Ιταλία, με τις βαθύτερες ρίζες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και παγκοσμίως, τα ετήσια έσοδα της οποίας υπολογίζονταν προ δεκαετίας σε τουλάχιστον 44.000.000.000 ευρώ.

Η ενεργητική και παθητική διαφθορά είναι το μέσο που κάνει δυνατή και λειτουργική τη συνέργεια των υπεράνω υποψίας εγκληματούντων πολιτικών, κρατικών και οικονομικών παραγόντων με το οργανωμένο έγκλημα. Προηγείται της ωμής βίας και λειτουργεί διαμεσολαβητικά, σαν χημική αντίδραση.

Το «Δωροδόκει χρησίμως» (Περίανδος) έχει νομοτελειακό χαρακτήρα επειδή επιτελεί μια εγγενή, γονιδιακή λειτουργία του καπιταλισμού. Η υπηρέτηση των κερδοσκοπιών αξιών και το ανταγωνιστικό κυνήγι της μεγιστοποίησης του ιερού συμφέροντος των μετόχων με κάθε μέσο αυτονόητα εξωθούν στη συμβιωτική διαπλοκή σύννομων και παράνομων οργανωμένων δράσεων.

Ο ρόλος της διαφθοράς είναι διπολικός: Από τη μια, λειτουργεί ως μέσο συγκράτησης της πτώσης του ποσοστού κέρδους και, από την άλλη, συμβάλλει στην επιτάχυνση της εκδήλωσης των παραγόντων που προκαλούν τις οικονομικές κρίσεις.

Διαβάζοντας τις σχετικές μονογραφίες του τόμου, θυμήθηκα μια δήλωση του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Στήριξης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων για την καταπολέμηση της Διαφθοράς και την αντιμετώπιση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, κυρίου T. Strijker: «[…] Η διαφθορά έχει πολύ μεγάλο εύρος και η αντιμετώπισή της θα ισοδυναμούσε με θαύμα […]» («Εφ.Συν.»).

 

Λευκά κολάρα

Τέτοιου είδους θαύματα ουδέποτε καταγράφηκαν σε κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς όπου κυριαρχεί η «δεσποτεία μιας τάξης πάνω στις άλλες τάξεις» (Καρλ Μαρξ). Ας σκεφτούμε όμως, έστω για μια στιγμή, την πιθανότητα: Αν, αίφνης, επικρατούσε το θαυματουργό απρόσμενο και στο αχρείο μυαλό των διαφθορέων και των διεφθαρμένων απονεκρωνόταν η αδήριτη ανάγκη τους να δωροδοκήσουν και να δωροδοκηθούν, τι ανάγκη θα είχε η κοινωνία τους λευκούς ιππότες της βιομηχανίας και της αριστοκρατίας του χρήματος, τους γκρίζους ιππότες του πολιτικού συστήματος και του κράτους, τους γραβατωμένους ιπποκόμους των συμβουλευτικών υπηρεσιών, τους ρασοφόρους ιππότες της παραδόπιστης πίστης, τους παρδαλούς ιππότες της ενημέρωσης, τους μαύρους ιππότες του οργανωμένου εγκλήματος και –αλίμονο!– τους περιστασιακούς αποδιοπομπαίους τράγους που τιμωρούνται παραδειγματικά, μήπως και δεν εξευτελιστεί εντελώς το κύρος της αξιοσέβαστης επιχειρηματικότητας και του Συντάγματος; Δεν θα κατέρρεαν τα θεμέλια της καθεστηκυίας τάξης του κόσμου, όπως τον βιώνουμε και τον βλέπουμε σήμερα να γυρίζει, και μάλιστα, χωρίς επανάσταση;

Κατά τη γνώμη μου, όλες οι μονογραφίες του τόμου, η καθεμιά από τη σκοπιά που εξετάζει τα εγκλήματα των ισχυρών, επιβεβαιώνουν το ότι ζούμε σε μια εποχή όπου ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είναι, περισσότερο από ποτέ, αθεράπευτα έκθεσμος. Βρίσκεται σε ανειρήνευτη φαγωμάρα με την ίδια τη συνταγματική υπόστασή του. Πίσω από κάθε δημόσια υποκριτική έκφανσή του βυσσοδομούν αέναες παραθεσμικές και παρακρατικές εκτροπές, που τον κάνουν να μην ανέχεται ούτε τους νόθους κανόνες της προσχηματικής δημοκρατίας του ούτε τα ξεφτισμένα δεσμά των νόμων και των διεθνών συμβάσεων που υιοθετεί, για να ισορροπεί περιστασιακά τις συνέπειες του μέχρι θανάτου ανταγωνισμού των ολιγαρχικών ελίτ του.

Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ύλη του τόμου διαρθρώνεται σε τέσσερις ενότητες: «Εγκλήματα των ισχυρών: κοινωνικός έλεγχος, θεωρία, έρευνα και πραγματικότητα» με έξι συμμετοχές, «Οψεις της διαφθοράς στην Ελλάδα» με δύο, «Οργανωμένο έγκλημα και σχέσεις εξουσίας» με τέσσερις και «Ερευνα και ανάκριση» με άλλες τέσσερις.

Απευθύνεται σε προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές, σε ερευνητές των φαινομένων αυτών και σε επαγγελματίες του ποινικοκατασταλτικού συστήματος (δικαστικούς λειτουργούς, αστυνομικούς, στελέχη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα), αλλά και σε πολιτικούς και συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων κοινωνικής αναφοράς, που έχουν ως καμβά τους την εγκληματική διαπλοκή οικονομίας, πολιτικής, γραφειοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος και τη διαχρονική ατιμωρησία των εγκλημάτων των ισχυρών.

Ο Ιερώνυμος Λύκαρης είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Η εκδίκηση του Ναζωραίου» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών