Ο συγγραφέας ξεκινάει το βιβλίο με μια σύντομη και συνάμα πυκνή εννοιολόγηση, αλλά και ιστορικοποίηση του ζητήματος, για να προχωρήσει έπειτα σε μια χρονολογική του ανάλυση, εκτεινόμενη από την Αμερικανική και την Οκτωβριανή Επανάσταση μέχρι την σοβιετική —αλλά και την αμερικανική— επέμβαση στο Αφγανιστάν. Στο βιβλίο μπορεί να βρει κανείς στοιχεία για τον «ανορθόδοξο πόλεμο» (όπως είθισται να λέγεται ο ανταρτοπόλεμος) κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και για την αποαποικιοποίηση στην Κίνα, την Κούβα, το Βιετνάμ και την Αλγερία.

Ο Τζούκας δεν φορτώνει το κείμενο με πληθώρα υποσημειώσεων, μια συνειδητή νομίζουμε επιλογή, δημιουργώντας έτσι μια αδιατάρακτη ροή κειμένου. Η τελευταία κάνει το βιβλίο πολύ ελκυστικό και την ανάγνωσή του πολύ ευχάριστη, ιδίως για τους μη μυημένους στο θέμα, λειτουργώντας ως μια εισαγωγή στο ζήτημα. Η παράθεση μιας ενδεικτικής, βασικής βιβλιογραφίας για το θέμα μπορεί να λειτουργήσει και ως οδηγός για όσους επιδιώξουν να εντρυφήσουν στο ζήτημα ή σε κάποιες πτυχές του.

Υπάρχουν τρεις διαφορετικές και αλληλένδετες πτυχές τις οποίες ο συγγραφέας αναλύει στην κάθε περίπτωση που παρουσιάζει. Πρώτον, προχωράει σε μια σύντομη παράθεση του οικονομικοκοινωνικού πλαισίου, η οποία βοηθάει τον αναγνώστη να κατανοήσει τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσεται ο ανταρτοπόλεμος. Δεύτερον, αναλύει, όπου αυτό είναι δυνατό, τις τακτικές και στρατηγικές των αντάρτικων δυνάμεων και παρουσιάζει, επιπλέον, τις θεωρητικές συλλήψεις των πρωταγωνιστών τους, λ.χ. του Μάο Τσετούνγκ ή του Τσε Γκεβάρα. Τρίτον, παρουσιάζει τις στρατηγικές και τακτικές των κυρίαρχων, λ.χ. των κυβερνώντων ή των αποικιακών δυνάμεων, στην ανάπτυξη του αντι-ανταρτοπόλεμου. Αυτή η πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση της προσπάθειας αναχαίτισης των ανταρτών καταδεικνύει και τους λόγους αποτυχίας αυτών των τακτικών, οι οποίες συνήθως, εάν όχι πάντα, βασίζονται στην εντεινόμενη και στυγνή βία κατά του τοπικού πληθυσμού.

Το πολύ ενδιαφέρον αυτό πόνημα του Τζούκα έχει βέβαια ορισμένες αδυναμίες και ελλείψεις. Ενδεικτικά, μια μικρή παράλειψη είναι η απουσία αναφορών στους στρατηγούς Τζου Ντε (Zhu De) και Πενγκ Ντεχουάι (Peng Dehuai), οι οποίοι πλαισίωσαν τη στρατιωτική προσπάθεια τόσο σε επίπεδο κατάρτισης όσο και εφαρμογής των στρατιωτικών σχεδίων, αλλά και την πολιτική στήριξη των προαναφερθέντων στον Μάο και τις στρατηγικές που ο τελευταίος ανέπτυξε, και τις οποίες αναλύει ο Τζούκας στο βιβλίο.

Η πολύ ενδιαφέρουσα και πλούσια αναφορά στην περίπτωση του Βιετνάμ, τόσο κατά τη γαλλική αποικιοκρατία όσο και κατά την αμερικανική επέμβαση, θα ήταν πληρέστερη εάν εξεταζόταν από κοινού με την αντίστοιχη της Καμπότζης. Επίσης, κατά τη δεύτερη αναφορά στην περίοδο της αμερικανικής επέμβασης δίνεται πολύ μεγαλύτερο βάρος στο πολιτικό πλαίσιο του ανταρτοπόλεμου, κάτι που συνεχίζεται από αυτό το σημείο του βιβλίου κι έπειτα, παρά στον ανταρτοπόλεμο καθεαυτό. Μια σύγκριση των τακτικών και της στρατηγικής των δύο περιόδων του ανταρτοπόλεμουστο Βιετνάμ θα ήταν χρήσιμη, όπως επίσης και κάποια αναφορά στα Κού Τσι (Củ Chi) τούνελς. Μια αναφορά στα τελευταία θα έδενε διαλεκτικά με την παράθεση των τακτικών του αντι-ανταρτοπόλεμου και της προσπάθειες ασφυκτικού ελέγχου του χώρου απ’ τα γαλλικά και αμερικανικά στρατεύματα, και θα βοηθούσε στην εξήγηση της αποτυχίας τους. Ενδιαφέρoν θα είχε και κάπoια εμβριθέστερη ανάλυση των αφρικανικών περιπτώσεων, μια και δεν προσφέρεται τίποτα πέρα από μια σύντoμη αναφoρά στην απoτυχημένη πρoσπάθεια τoυ Τσε στo Κoνγκό και μια γενική αναφορά επ’ αφορμή της παρουσίασης του Φραντς Φανόν και του έργου του, αλλά και στις πιο σύγχρονες περιπτώσεις του Περού και του Νεπάλ. Η πιο σημαντική έλλειψη είναι συνειδητή: Πρόκειται για το γεγονός πως ο συγγραφέας επέλεξε να μην ασχοληθεί με την περίπτωση του αντάρτικου πόλεων. Μια τέτοια ενασχόληση όμως θα ενίσχυε την παρουσίαση, είτε σε ζητήματα με τα οποία ο Τζούκας καταπιάστηκε είτε σε άλλα τα οποία λόγω αυτής της επιλογής έμειναν εκτός. Στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσε να πλαισιώσει το κεφάλαιο του Β’ Π.Π. με την πρακτική του αντάρτικου πόλεων, κάνοντας μνεία λ.χ. στην ομάδα Μανουχιάν ή την ΟΠΛΑ. Στη δεύτερη θα μπορούσε να μας διαφωτίσει για το πώς εξελίχθηκε το λατινοαμερικάνικο αντάρτικο, από την Κούβα, την περίπτωση της οποίας αναλύει εκτενώς, ως την περίπτωση του Μαριγκέλα, των Τουπαμάρος ή των Μοντενέρος. Επίσης, θα μπορούσε να εντάξει και τη μεταπολεμική Ευρώπη στο βιβλίο, με τις περιπτώσεις της ΕΤΑ στην Ισπανία ή των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Ιταλία.

Προφανώς, το γεγονός ότι το βιβλίο εντάσσεται στην σειρά 96PLUS των Εκδόσεων ΕΑΠ, μια σειρά δηλαδή η οποία φιλοδοξεί να αποτελέσει σύντομη εισαγωγή σε σειρά ζητημάτων, θέτει περιορισμούς στον εκάστοτε συγγραφέα, οδηγώντας τον σε ιεραρχήσεις και αναγκαίες παραλείψεις. Δυστυχώς, όμως, ο φετιχισμός της φόρμας μπορεί πολλές φορές να αδικήσει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, τα υπό διαπραγμάτευση ζητήματα. Ως εκ τούτου, θεωρούμε πως θα έπρεπε να προτιμάται η ευέλικτη μεταφορά έργων σε άλλες σειρές, εφόσον αυτό θα υπηρετούσε το θέμα, παρά να υπηρετείται τελικά η φόρμα.

Εν κατακλείδι, ο Τζούκας έχει μια εξαιρετική εποπτεία του θέματος και τη μεταδίδει με εξίσου άμεσο και εύληπτο τρόπο στον αναγνώστη. Μετά το πέρας της ανάγνωσης, ο αναγνώστης αποκτά μια γενική εικόνα τόσο του ανταρτοπόλεμου όσο και του αντι-ανταρτοπόλεμου, και επιπλέον αποκτά πρόσβαση στη βασική βιβλιογραφία για το ζήτημα. Τέλος, η ιστορικοποίηση της κάθε περίπτωσης μέσω της έκθεσης του αναγνώστη στο εκάστοτε κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο βοηθάει στην πιο βαθιά κατανόηση του θέματος. Ευελπιστούμε πως σε μια επόμενη έκδοση ο Τζούκας θα καταπιαστεί με τον ίδιο τρόπο και με το αντάρτικο πόλεων, ολοκληρώνοντας την εικόνα.

Ο Χρίστος Μάης είναι υποψήφιος διδάκτορας πολιτισμικής ιστορίας και σπουδών βιβλίου. Έχει συνεργαστεί με τις εκδόσεις «Προλεταριακή Σημαία» και «Εκτός των Τειχών», κυρίως ως μεταφραστής, και έχει αρθρογραφήσει σε διάφορα έντυπα (Προλεταριακή Σημαία, Αντίθεση, Πριν, Δρόμος της Αριστεράς, Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου και Έρευνας, Σύγχρονα Θέματα, ΥΦΕΝ) και ιστολόγια, μεταξύ άλλων και για θέματα βιβλίου.

Πηγή: marginalia