Πρόκειται για σημαντική συμβολή, θεωρητική αλλά και πολιτική, καθώς θέτει υπό αμφισβήτηση τόσο την τρέχουσα ορθοδοξία στο επίπεδο του επιστημονικού διαλόγου όσο και τα αυτονόητα του mainstream πολιτικού λόγου. Δεν είναι, βεβαίως, η πρώτη φορά που ο συγγραφέας ασχολείται με το θέμα. Ο Γιάννης Σταυρακάκης, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, έχει πλήθος δημοσιεύσεων για τον λαϊκισμό στα ελληνικά και τα αγγλικά.

Η στρατηγική, λοιπόν, του συγγραφέα έγκειται όχι τόσο στο να εντοπίσει τη σχέση μεταξύ λαϊκού και λαϊκιστικού, αλλά στην οιονεί ταύτισή τους στον αντιλαϊκιστικό λόγο.

Το βιβλίο ξεκινάει με τη διαπίστωση ότι ξαφνικά οι πάντες συζητάνε για τον λαϊκισμό. Τα τελευταία χρόνια μια σειρά από πολύ διαφορετικά πολιτικά φαινόμενα στη διεθνή σκηνή χαρακτηρίζονται ευρέως ως «λαϊκιστικά»: ο Τραμπ και η Λεπέν, ο Σαλβίνι και ο Ορμπαν, αλλά και οι Podemos, ο Σάντερς, ο Τσάβες και φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλονται ως λαϊκιστές που απειλούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Εχει αποκτήσει, έτσι, νέα επικαιρότητα η παλιότερη επιστημονική συζήτηση περί λαϊκισμού που αφορούσε το Λαϊκιστικό κόμμα των ΗΠΑ, τους ναρόντνικους της Ρωσίας, τον Περόν και τον λατινοαμερικάνικο λαϊκισμό, όπως βέβαια και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.

Κεντρική επιλογή του Σταυρακάκη, τόσο σε αυτό το βιβλίο όσο και σ’ αυτό που είχε βγάλει πριν από λίγα χρόνια με τον Νικόλα Σεβαστάκη, είναι η εξέταση, συγχρόνως με την έννοια του λαϊκισμού, του λόγου ενάντια στον λαϊκισμό. Το σκεπτικό του είναι ότι ο λαϊκισμός, όπως όλες οι έννοιες, κατασκευάζεται στο πεδίο του λόγου: καθώς η κατασκευή αυτή επικαθορίζεται από ποικίλα συμφραζόμενα και συμφέροντα, για την ολοκληρωμένη κατανόηση της έννοιας επιβάλλεται να την εντάξουμε στο πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού. Η στρατηγική, λοιπόν, του συγγραφέα έγκειται όχι τόσο στο να εντοπίσει τη σχέση μεταξύ λαϊκού και λαϊκιστικού, αλλά στην οιονεί ταύτισή τους στον αντιλαϊκιστικό λόγο. Κορμός του βιβλίου, με αυτή την έννοια, είναι το δεύτερο κεφάλαιο, στο οποίο εξετάζει παλιές και νέες φιλελεύθερες ορθοδοξίες στη μελέτη του λαϊκισμού ως χαρακτηριστικά παραδείγματα ενός αντιλαϊκιστικού λόγου.

Ο Σταυρακάκης, αντιστρέφοντας το «εκσυγχρονιστικό» επιχείρημα, αναδεικνύει όχι τον λαϊκισμό αλλά τον αντιλαϊκισμό ως κύριο σύμπτωμα της σύγχρονης κρίσης της δημοκρατίας, στον βαθμό που ουσία της τελευταίας είναι η συμμετοχή και η εξουσία των πολλών. Λαϊκισμός και αντιλαϊκισμός εντάσσονται σε μια μακραίωνη διαμάχη ανάμεσα στους πολλούς και τους λίγους, σε εξισωτικά και ελιτίστικα πολιτικά μοντέλα, και ο αντιλαϊκισμός αναδεικνύεται σε μια μορφή της απαξίωσης των πολλών στον πολιτικό και ακαδημαϊκό λόγο. Ο συγγραφέας υιοθετεί μια αντι-ολιγαρχική και αντι-ελιτίστικη πολιτική και ηθική στάση, η οποία αποτελεί τη βάση για να ασκήσει κριτική τόσο στις μεταπολεμικές θεωρίες του εκσυγχρονισμού όσο και στη σύγχρονη φιλελεύθερη ορθοδοξία.

Να σημειώσουμε, επιπλέον, ότι η κριτική που ασκεί στον εξελικτισμό και στις θεωρίες «πολιτισμικού δυϊσμού» μεταξύ παρωχημένης και μεταρρυθμιστικής κουλτούρας συμπεριλαμβάνει και αριστερές εκδοχές του εκσυγχρονιστικού αντιλαϊκιστικού λόγου, όπως αυτή του Αγγελου Ελεφάντη. Ασκεί κριτική, τέλος, σ’ έναν ορισμό του λαϊκισμού ως κοροϊδίας των ψηφοφόρων και ως ψευδεπίγραφης επίκλησης του λαϊκού: στο ψεύδος (ή στο στρογγύλεμα της πραγματικότητας) δεν προσφεύγει μία μόνο πολιτική παράταξη, ενώ δεν μπορεί ο μελετητής του λαϊκισμού να υποβιβαστεί στη θέση του κριτή της ειλικρίνειας και αξιοπιστίας των πολιτικών λόγων -κάτι ούτως ή άλλως πολύ προβληματικό από επιστημονική άποψη.

Τι αντιπροτείνει ο συγγραφέας; Ο χώρος δεν επαρκεί για την αναλυτική παρουσίαση των επιχειρημάτων του, συνοπτικά όμως μπορούμε να πούμε ότι, ακολουθώντας τις γενικές κατευθύνσεις των Laclau και Mouffe, ορίζει τον λαϊκισμό ως έναν «τύπο πολιτικού λόγου ο οποίος ισχυρίζεται ότι εκφράζει τα λαϊκά συμφέροντα» και αιτήματα απέναντι σε μια ελίτ που θεωρείται ότι τα επιβουλεύεται. Βασικά χαρακτηριστικά του, δηλαδή, αποτελούν η αντίληψη της πολιτικής και κοινωνικής ζωής ως ανταγωνισμού, η πρόσληψή τους με βάση διχοτομικά σχήματα, κατά βάση ανάμεσα στον λαό και το ολιγαρχικό κατεστημένο, η επιδίωξη αποκατάστασης της λαϊκής κυριαρχίας. Συμπληρωματικά ο Σταυρακάκης ενσωματώνει άλλες επεξεργασίες για τον λαϊκισμό ως «πολιτικό στυλ», ή για τη σχέση που δημιουργείται μεταξύ ηγέτη και κοινωνικής βάσης όταν αυτός επικαλείται δημοσίως πολιτισμικά στοιχεία της «χαμηλής» κουλτούρας ή τολμά να φέρει στην επιφάνεια τα «κρυφά σενάρια» λόγου και συμπεριφορών που οι κυριαρχούμενοι αποφεύγουν να εκφράζουν δημόσια.

Πολύ σημαντική είναι η ανάλυση του συγγραφέα για την παραγωγή του λαϊκισμού από τις εσωτερικές εντάσεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς αυτή αποτελεί ένα σύστημα που συγχρόνως επικαλείται και περιορίζει τη λαϊκή κυριαρχία και βούληση, και που αδυνατεί εν τέλει να διευθετήσει όλα τα αιτήματα που προέρχονται από τον «λαό» -ένα υποκείμενο που συγκροτείται ακριβώς μέσα από την επίκληση της κυριαρχίας του. Ο λαϊκισμός, δηλαδή, συνίσταται μεταξύ άλλων σε μια απόπειρα εξάλειψης (πραγματικής ή συμβολικής) της απόστασης ανάμεσα στη νομιμοποιητική βάση του αντιπροσωπευτικού συστήματος (τη λαϊκή κυριαρχία) και στην καθημερινή εμπειρία που λιγότερο ή περισσότερο διαψεύδει αυτή την αρχή, καθώς π.χ. η καπιταλιστική οικονομία διαρκώς διευρύνει τις ανισότητες και παράγει περιθωριοποίηση.

Ο συγγραφέας κλείνει το βιβλίο με την επισήμανση ότι ο λαϊκισμός δεν είναι κάτι a priori θετικό, ούτε βέβαια πανάκεια, και καταγράφει ορισμένα από τα όριά του.

Ο Γιάννης Σταυρακάκης τείνει προς το στρατόπεδο όσων βλέπουν στον λαϊκισμό το πνεύμα της συγκρουσιακής πολιτικής και επομένως ένα αναγκαίο συστατικό κάθε εγχειρήματος πολιτικού ανταγωνισμού. Από αυτή την οπτική γωνία προσπαθεί να αποσταθεροποιήσει την κυρίαρχη αρνητική θεώρηση του «λαϊκισμού», καλώντας σε μια «μεταξίωση» και θετική σημασιοδότηση της έννοιας. Είναι προφανές όμως ότι υπάρχουν ορισμένοι μεγάλοι σκόπελοι που πρέπει να ξεπεραστούν για να γίνει κάτι τέτοιο, και σήμερα αυτοί περιλαμβάνουν εκτός από τον κυρίαρχο αντιλαϊκισμό και την εντεινόμενη ταύτιση του λαϊκισμού με την ανερχόμενη Ακρα Δεξιά. Η λύση που δίνει ο συγγραφέας για το τελευταίο είναι διττή.

Αφενός δέχεται ότι στον ορισμό του λαϊκισμού που δίνει (πρέπει να) χωράνε τόσο αριστερόστροφοι εξισωτικοί λαϊκισμοί όσο και αντιδραστικοί ακροδεξιοί. Στους τελευταίους ο «λαός» ανάγεται στον εθνοτικό πυρήνα του έθνους και στον λόγο τους κυριαρχούν χαρακτηριστικά αποκλεισμού όσων ορίζονται ως ξένοι: η βασική διχοτόμηση του κοινωνικού, δηλαδή, γίνεται όχι τόσο ανάμεσα στους πάνω και τους κάτω, αλλά ανάμεσα στους μέσα και τους έξω. Αφετέρου τονίζει ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι ορθότερο να μιλάμε όχι τόσο για λαϊκισμό, αφού δεν είναι η διχοτομία ανάμεσα σε λαό και ελίτ αυτή που κυριαρχεί, αλλά για μια εθνικιστική και ξενόφοβη δεξιά ιδεολογία με περιφερειακά τα λαϊκιστικά στοιχεία.

Ο συγγραφέας κλείνει το βιβλίο με την επισήμανση ότι ο λαϊκισμός δεν είναι κάτι a priori θετικό, ούτε βέβαια πανάκεια, και καταγράφει ορισμένα από τα όριά του. Κλείνουμε κι εμείς την παρουσίαση του εξαιρετικού αυτού βιβλίου παραθέτοντας ένα από αυτά, νομίζουμε αρκετά επίκαιρο για τις μετεκλογικές συζητήσεις αυτών των ημερών: «Ακόμα και όταν μια λαϊκιστική στρατηγική αποδεικνύεται νικηφόρα, δεν εξασφαλίζει φυσικά την αέναη ηγεμονία μιας λαϊκιστικής κυβέρνησης. Αυτό εξαρτάται από πολλά άλλα στοιχεία μεταξύ των οποίων ο πολιτικός ανταγωνισμός, οι ασκούμενες θεσμικές πολιτικές, η τεχνική επάρκεια κ.λπ. Δεν αρκεί επομένως ένας λαϊκιστικός βολονταρισμός».

Ο Νίκος Ποταμιάνος είναι ιστορικός, ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του ΙΤΕ

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών