Του Μιχάλη Σωτηρόπουλου

Η ιστορία των Επτανήσων κατά τον «σύντομο 19ο αιώνα» (από τον ερχομό των Γάλλων μέχρι την ένωση των νησιών με την Ελλάδα το 1864) έχει προσφάτως τραβήξει το ενδιαφέρον πολλών ιστορικών. Ο λόγος; Ως σταυροδρόμι αυτοκρατοριών, θρησκειών, ανθρώπων, και ιδεών, τα Επτάνησα αποτελούν προνομιακό πεδίο για την επανεξέταση ενός παλαιού ερωτήματος: του πώς πήγαμε από τις αυτοκρατορίες στα έθνη-κράτη ή, με άλλα λόγια, του πώς περάσαμε στη νεωτερικότητα σε αυτήν την πλευρά του κόσμου. Σε αντίθεση με μια παλαιότερη ιστοριογραφία που έβλεπε αυτή τη μετάβαση με βάση το εθνικό κράτος (σε ένα σχήμα τελεολογικό, που συνήθως ξεκινούσε με τη Γαλλική Επανάσταση), πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι οι αυτοκρατορίες όχι μόνο δεν έφυγαν, αλλά έπαιξαν και πολύ ενεργό ρόλο (αν όχι τον γενεσιουργό) στη διαμόρφωση της νεωτερικότητας. Το βιβλίο του Σάκη Γκέκα Ξενοκρατία: Οικονομία, κοινωνία και κράτος στα Επτάνησα (1815-1964) αποτελεί μια σημαντική συμβολή σε αυτή την ιστοριογραφική στροφή.

Ιόνιο Κράτος: Το πρώτο ελληνικό κράτος;

Ο συγγραφέας του βιβλίου, αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Γιορκ του Τορόντο (έδρα που συγχρηματοδοτείται από το πολύ δραστήριο Hellenic Heritage Foundation), μας έχει δώσει σειρά εξαιρετικών εργασιών γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο, τις αυτοκρατορίες, και φυσικά τα Επτάνησα υπό βρετανική κυριαρχία. Η μελέτη αποτελεί το επιστέγασμα χρόνων έρευνας σε αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί «αποικιακό αρχείο» – μια έννοια με την οποία εννοεί το σύνολο των πηγών που αφορούν το Ιόνιο Κράτος στην Ελλάδα, στη Βρετανία και αλλού. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και έχει προηγηθεί η αγγλική έκδοση του βιβλίου, η εξαιρετικά φροντισμένη και καλαίσθητη ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις ΕΑΠ είναι εμπλουτισμένη με νέο υλικό (συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών).

(…) ο συγγραφέας αμφισβητεί μια πάγια θέση της ελληνικής ιστοριογραφίας που ταυτίζει το εθνικό κράτος με τη νεωτερικότητα και τις αυτοκρατορίες με την παράδοση.

Το βιβλίο είναι σημαντικό για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι ότι αποκεντρώνει τη μελέτη της βρετανικής αποικιοκρατίας, βάζοντας στο επίκεντρο την υβριδική περίπτωση των «Ηνωμένων Κρατών της Ιονίων Νήσων». Συνομιλώντας, μάλιστα, με άλλες μελέτες για την αυτοκρατορία —ο αναγνώστης θα μάθει πολλά για την Κεϋλάνη, τη Μάλτα, το Γιβραλτάρ κ.α.— ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την φουκωικής έμπνευσης έννοια της «αποικιακής κυβερνοοτροπίας». Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το βιβλίο αποκεντρώνει την μελέτη της ελληνικής κρατικής συγκρότησης. Υποστηρίζοντας ότι το Ιόνιο Κράτος ήταν το πρώτο ελληνικό κράτος και ότι οι πρώτοι νεωτερικοί κρατικοί θεσμοί στον ελληνικό κόσμο διαμορφώθηκαν στο προτεκτοράτο, ο συγγραφέας αμφισβητεί μια πάγια θέση της ελληνικής ιστοριογραφίας που ταυτίζει το εθνικό κράτος με τη νεωτερικότητα και τις αυτοκρατορίες με την παράδοση. Εξίσου σημαντικό –ο τρίτος λόγος— είναι ότι ο συγγραφέας δεν αρκείται σε μια ξερή ιστορία των θεσμών. Ψάχνει τους ανθρώπους και τις κοινωνικές ομάδες πίσω από τους θεσμούς –τις στοχεύσεις τους, τις εμπειρίες τους, τις συγκρούσεις τους— συμπλέκοντας κράτος και «κοινωνία πολιτών». Στις σελίδες του βρίσκουμε Άγγλους διοικητές, Κεφαλλονίτες αγρότες, Ζακυνθινούς αρτοποιούς, Κερκυραίους ψαράδες και αριστοκράτες, Εβραίους μικρέμπορους και σταδιακά πολλούς νέους αστούς κ.ο.κ. Στο ερμηνευτικό σχήμα του συγγραφέα, οι Επτανήσιοι δεν είναι παθητικοί δέκτες των αποικιακών πολιτικών, αλλά ενεργά υποκείμενα, που συνδιαμόρφωσαν (με τον έναν ή τον άλλο τρόπο), μαζί με το υπουργείο Αποικιών στο Λονδίνο και τις τοπικές βρετανικές αρχές, τους θεσμούς του κράτους.

Το βιβλίο θέτει όλα αυτά τα ζητήματα στην εισαγωγή. Τα επόμενα κεφάλαια τούς δίνουν σάρκα και οστά. Μετά από μια ανάλυση των ανακατατάξεων που έλαβαν χώρα στα Ιόνια Νησιά μετά τη πτώση της Βενετίας (κεφ. 1), ο συγγραφέας συζητά τη μετάβαση στο υβριδικό καθεστώς του προτεκτοράτου (κεφ. 2-3). Εδώ δείχνει ότι η μελέτη συγκρότησης ενός κράτους πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πολύπλοκη κοινωνική πραγματικότητα (πχ. τις διαφορές μεταξύ των νησιών, τις συνθήκες στην αγροτική ύπαιθρο) αλλά και την συγκυρία — πχ. την πανώλη που ξέσπασε στα νησιά ή τον επαναστατικό αναβρασμό της δεκαετίας του 1820.

Σταδιακά, οι βρετανικές αρχές συνειδητοποίησαν ότι για να διοικήσουν μια χώρα 200.000 περίπου κατοίκων έπρεπε να αποκτήσουν μια γνώση που δεν είχαν. Σε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του βιβλίου (κεφ. 3) ο συγγραφέας δείχνει ότι, όπως και σε άλλες αποικίες, η στατιστική (τα διάσημα Blue Books) αποτέλεσε για τους Βρετανούς βασικό εργαλείο για την παραγωγή γνώσης για τα νησιά και για τα αναπτυξιακά προγράμματα που σταδιακά εφάρμοσαν. Τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου αναλύουν τη σχέση μεταξύ αυτής της γνώσης και της διαμόρφωσης της αποικιακής οικονομίας, των δημόσιων οικονομικών, των έργων υποδομής που άλλαξαν το αστικό τοπίο (κεφ. 4-6), αλλά και των πρώτων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων (κεφ. 7-8). Αυτές τις τελευταίες ο συγγραφέας τις συνδέει με έναν πατερναλιστικό λόγο περί «προόδου», μέσω του οποίου οι αρχές προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα, όπως η φτώχεια και η εγκληματικότητα (εισάγοντας μεταξύ άλλων και τους πρώτους θεσμούς εγκλεισμού).

Αν και  (ο Γκέκας) θεωρεί ότι εδώ γεννήθηκαν και οι προοπτικές ρήξης με τις βρετανικές αρχές, υποστηρίζει ότι η παραχώρηση των Επτανήσων στην Ελλάδα ήταν τελικά μια απόφαση που πήραν οι Βρετανοί με τους δικούς τους όρους.

Σε αυτά τα κεφάλαια, όπως και στο επόμενο (κεφ. 9), ο συγγραφέας δείχνει ότι η συγκρότηση της επτανησιακής αστικής τάξης και του επτανησιακού φιλελευθερισμού ήταν αποτέλεσμα της δράσης και της συμμετοχής των αστών στους αναδυόμενους θεσμούς του προτεκτοράτου — κρατικούς, εθελοντικούς και άλλους. Αν και θεωρεί ότι εδώ γεννήθηκαν και οι προοπτικές ρήξης με τις βρετανικές αρχές, υποστηρίζει ότι η παραχώρηση των Επτανήσων στην Ελλάδα ήταν τελικά μια απόφαση που πήραν οι Βρετανοί με τους δικούς τους όρους. Αυτό φαίνεται να αφήνει αναπάντητο το ερώτημα του γιατί πήραν τελικά την απόφαση αυτή, σε μια στιγμή μάλιστα (μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο και την πλήρη ενσωμάτωση της Ινδίας στην αυτοκρατορία) που η ηγεμονία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας γινόταν πραγματικά παγκόσμια — ερώτημα ίσως για ένα επόμενο βιβλίο; Όπως και να έχει, το παρόν βιβλίο αξίζει να διαβαστεί από όποιον/α ενδιαφέρεται για τη ιστορία των Επτανήσων και γενικότερα του ελληνικού κόσμου κατά την εποχή των Επαναστάσεων, για τις αυτοκρατορίες και φυσικά από όποιον/α δεν ικανοποιείται από τα παραδοσιακά ερμηνευτικά σχήματα της ελληνικής ιστοριογραφίας.

 

Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ είνα μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΕΚΠΑ (ΙΦΕ) και στη Βρετανική Σχολή των Αθηνών (“1821 Fellow in Modern

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Bookpress, την Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2021

Γράφει ο Αναστάσης Βιστωνίτης

Το βιβλίο αυτό, προϊόν επισταμένης έρευνας, είναι από τα σημαντικότερα που μας έδωσε η πρώτη γενιά της Σχολής της Φρανκφούρτης. Ο Τέοντορ Αντόρνο το συνέταξε μαζί μ’ ένα εκλεκτό επιτελείο συνεργατών. Ο ίδιος υπογράφει τα τέσσερα από τα πέντε κεφάλαια που περιλαμβάνονται στην ελληνική έκδοση. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε λίγο μετά την ήττα του ευρωπαϊκού φασισμού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και όπως μαθαίνουμε από τη δεύτερη ακόμη παράγραφο εστιάζεται όχι στους «ομολογημένα οπαδούς του φασισμού» αλλά στο «δυνητικά φασιστικό άτομο», ένα «νέο ανθρωπολογικό είδος που ονομάζουμε αυταρχικό τύπο ανθρώπου», όπως είπε ο Μαξ Χορκχάιμερ, στενός φίλος του Αντόρνο.

Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος συνειδητά φασίστας για να ενδώσει στην αντιδημοκρατική προπαγάνδα. Αν είναι άτομο αυταρχικό, έχει τα γνωρίσματα εκείνα εξαιτίας των οποίων εύκολα μπορεί να οδηγηθεί στην Ακροδεξιά και αμέσως μετά στον καθαρό φασισμό. Μπορεί επίσης να δηλώνει μεν πως δεν έχει πρόβλημα με τους Εβραίους, αλλά να είναι αντισημίτης, να συμπεριφέρεται αυταρχικά στον στενό του περίγυρο και ταυτοχρόνως να φέρεται δουλικά στην εξουσία, να βλέπει παντού καλούς και κακούς ανάλογα με την εθνικότητα, το χρώμα του δέρματος ή το θρήσκευμά του, αλλά ταυτοχρόνως να δηλώνει πως δεν έχει ο ίδιος πρόβλημα με όσους από αυτούς ανήκουν στους «καλούς», να υπερασπίζεται τις ατομικές αξίες και την ίδια στιγμή να ανησυχεί μήπως κάτι τέτοιο τον κάνει να μη μοιάζει με τους άλλους. Αυτό σημαίνει πως τα αυταρχικά άτομα, εφόσον κι εκείνα μπορούν, όπως οι μισαλλόδοξοι, να χειραγωγηθούν, είναι εξίσου επικίνδυνα ή ακόμη περισσότερο, αφού συνιστούν μεγάλες μάζες του γενικού πληθυσμού.

Η επίπονη έρευνα, που διεξήχθη στις ΗΠΑ, στηρίχθηκε σε συγκεκριμένα ερωτηματολόγια τα οποία συμπληρώθηκαν από άτομα με διαφορετικό κοινωνικό status και διαφορετικό επίπεδο γνώσεων, ευφυΐας και επαγγελματικών δεξιοτήτων. Με βάση τα παραπάνω οι ερευνητές τα βαθμολόγησαν. Και έχει ειδική σημασία το πώς διακρίνονται τα αυταρχικά χαρακτηριστικά στο καθένα, που όλα όμως συγκλίνουν στο ότι η κλιμάκωση της αυταρχικής νοοτροπίας δεν σημαίνει πως στο υψηλότερο επίπεδο ο αυταρχισμός, μέσω των απαντήσεων του τύπου «ναι μεν, αλλά», δεν υπάρχει.

Ατομα και ιδεολογικές τάσεις

Το εξίσου σημαντικό στο βιβλίο αυτό είναι ο σχολιασμός των απαντήσεων στα ερωτήματα της έρευνας, δηλαδή η κριτική τους αποτίμηση και η ένταξή τους σ’ ένα συνεκτικό σύνολο. Στην κοινωνία υπάρχουν επίπεδα που ορίζουν τις ιδεολογικές τάσεις, όμως τα επίπεδα αυτά η έρευνα τα εντοπίζει και τα διακρίνει και στα άτομα χωριστά. Ετσι, στα ερωτηματολόγια, που συμπληρώνονταν ανώνυμα, υπήρχαν τρεις κατηγορίες ερωτήσεων: Αυτές που αφορούσαν προσωπικά στοιχεία, εκείνες που αναφέρονταν σε κλίμακες απόψεων και σε όσες είχαν προβολικό χαρακτήρα, δηλαδή ο ερωτώμενος τις απαντούσε ελεύθερα. Μελετήθηκαν άτομα, αλλά μελετήθηκαν και ομάδες. Ξεκινώντας από τις ομάδες οι ερευνητές μετέβαιναν στα άτομα. Κι αυτό ήταν βασικό προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα με καθολική αξία.

Δεν είναι τυχαίο που η έρευνα διεξήχθη στις ΗΠΑ. Εκεί το αντιπροσωπευτικό κοινωνικό δείγμα ήταν ευκολότερο να βρεθεί, σε μια πολυφυλετική, πολυσυλλεκτική και πολυπολιτισμική κοινωνία και σε εποχή που επισήμως η χώρα θεωρούνταν το χωνευτήρι όπου θα συνέκλιναν και θα εξαφανίζονταν οι διαφορές (το λεγόμενο melting pot), ενώ σήμερα θεωρείται ότι τα διαφορετικά εθνοτικά χαρακτηριστικά γονιμοποιούν και δεν διασπούν την αμερικανική κοινωνία.

Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος συνειδητά φασίστας για να ενδώσει στην αντιδημοκρατική προπαγάνδα. Αν είναι άτομο αυταρχικό, έχει τα γνωρίσματα εκείνα εξαιτίας των οποίων μπορεί να οδηγηθεί στην Ακροδεξιά και αμέσως μετά στον καθαρό φασισμό

Αντισημιτισμός και φασισμός

Μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στον αντισημιτισμό – και είναι αναπόφευκτο, αφού εκεί εκφράζεται έκτυπα ο αυταρχικός χαρακτήρας. Αν λοιπόν για κάποιους «φταίνε» και οι Εβραίοι για τις διώξεις που υπέστησαν, τότε αυτοί προφανώς συντάσσονται με τον Χίτλερ. Για άλλους, αντίστοιχα, και οι μαύροι μπορεί να είναι τεμπέληδες και οι εργασιομανείς Ιάπωνες να συμπεριφέρονται μερικές φορές σαν κακιά φάρα.

Στο κεφάλαιο Ο διώκτης και ο δικαστής του Τέταρτου μέρους διαβάζουμε για παράδειγμα τα εξής καταπληκτικά: «Η απαλλοτρίωση του υπερεγώ από τον φασιστικό χαρακτήρα, με υποβόσκοντα αισθήματα ενοχής που πρέπει να φιμωθούν βίαια και πάση θυσία, συμβάλλει αποφασιστικά στον μετασχηματισμό των «πολιτισμικών διακρίσεων» σε μια ακόρεστα εχθρική στάση που τρέφεται από καταστροφικές ορμές». Και αμέσως κατόπιν, χρησιμοποιώντας την ψυχανάλυση ο Αντόρνο, που υπογράφει αυτό το Τέταρτο μέρος, εξηγεί πώς συνέβη τόσο εύκολα η εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης, αλλά και γιατί ο αντισημιτισμός αποτελεί ενδημικό φαινόμενο σ’ ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος του πληθυσμού στον δυτικό κόσμο. Ασχέτως του ότι οι εκδηλώσεις του, όταν εμφανίζονται τώρα, έχουν μια – συγκριτικά μιλώντας πάντα – ήπια μορφή: «Εχουμε εδώ», λέει ο Αντόρνο, «έναν σαφή δείκτη της κατάκτησης του υπερεγώ από την αντισημιτική ιδεολογία: τον ισχυρισμό ότι η ευθύνη για όσα αναγκάζονται να υπομείνουν οι Εβραίοι, και ιδίως για τη γενοκτονία που διέπραξαν οι ναζί, βαραίνει τα θύματα, όχι τους διώκτες τους». Γιατί «σε μια πολιτισμική ατμόσφαιρα όπου η επιτυχία έχει γίνει μείζον κριτήριο αξίας, η επισφαλής κατάσταση των Εβραίων λειτουργεί ως επιχείρημα εναντίον τους».

Γιατί λοιπόν τα πέντε εκατομμύρια των θυμάτων του Ολοκαυτώματος πήγαν ως πρόβατα επί σφαγήν; «Ο Θεός βοηθά όσους βοηθούν τον εαυτό τους». Και αν «οι Εβραίοι κινδυνεύουν, επαφίεται στους Εβραίους να κάνουν κάτι». Αν όμως σήμερα μπορούμε να προβούμε στις αναγκαίες μεταθέσεις και σε άλλα πεδία, αντιλαμβανόμαστε ότι επί της ουσίας δεν έχουν αλλάξει και πολλά.

Ο αυταρχικός και ο «επιζών»

Ο αυταρχικός άνθρωπος της Σχολής της Φρανκφούρτης έχει πολλά κοινά γνωρίσματα με τον «επιζώντα», όπως τον περιγράφει ο Ελίας Κανέτι στο μνημειώδες έργο του Μάζα και εξουσία. Εφόσον, καθώς λέει ο Χορκχάιμερ, «υποτάσσεται τυφλά στην εξουσία και την αυθεντία», καθήκον της δημοκρατίας είναι να του αφαιρέσει το αγκάθι της εξουσίας. Για να συμβεί όμως αυτό χρειάζεται ο μέσος πολίτης, όπου γης πλέον, να αντισταθεί όχι μόνο στον πολιτικό αυταρχισμό αλλά και σ’ αυτόν που εκφράζεται στο στενό του περιβάλλον, ακόμη και – διόλου σπάνια – μέσα στην ίδια του την οικογένεια. Υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι όποτε χρειαστεί θα σταθεί κριτικά απέναντι και στον ίδιο τον εαυτό του.

Αυτό είναι ένα σπουδαίο βιβλίο που δεν αφορά μόνο τους ειδικούς αλλά (ίσως περισσότερο) και τον μέσο μορφωμένο πολίτη. Η αξία του είναι διαχρονική.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο www.tovima.gr, 16 Ιουνίου 2021.

Όταν σπούδαζα στη Γερμανία στα τέλη της δεκαετίες του 1990, μια ανατολικογερμανίδα φίλη μου αφηγήθηκε μια συγκλονιστική ιστορία. Το απόγευμα της πτώσης του τείχους του Βερολίνου καθόταν με μια μεγάλη παρέα σε ένα καφέ της Ανατολικής Γερμανίας. Κάποια στιγμή ο σερβιτόρος τους πλησίασε και τους είπε ότι άνοιξε το τείχος. Όλη η παρέα, όπως μου είπε, το θεώρησε ένα πολύ κακόγουστο αστείο. Κατά τη διάρκεια της νύχτας ωστόσο το νέο διαδόθηκε περαιτέρω. Την άλλη μέρα στο σχολείο έλειπαν οι περισσότεροι καθώς είχαν όλοι τους φύγει για τη Δυτική Γερμανία. Ο απλούστατος λόγος ήταν ότι όλοι πιστεύαν ότι όπως απρόσμενα άνοιξε τείχος, το ίδιο απρόσμενα και γρήγορα μπορεί να ξανάκλεινε και γι’ αυτό η ευκαιρία της φυγής δεν έπρεπε να χαθεί επ’ ουδενί. Τόσο το τείχος, όπως και η ύπαρξη των δύο Γερμανιών και κατ’ επέκταση των δύο μπλοκ είχαν εδραιωθεί στη συνείδηση των ανθρώπων και κανένας δεν πίστευε σοβαρά ότι αυτή η κατάσταση θα μπορούσε ποτέ να αλλάξει.

Βέβαια οι εξελίξεις που οδήγησαν εν τέλει στην πτώση του τείχους και στη κατάρρευση του κομμουνισμού κυοφορούταν από δεκαετίες. Ολόκληρη η οργάνωση της παραγωγής και η διατεταγμένη οικονομία, η έλλειψη διαύλων επικοινωνίας και ανταλλαγής μεταξύ των διαφόρων τομέων της κρατικής εξουσίας, ιδιαίτερα η ερμητική απομόνωση από την υπόλοιπη κοινωνία τομέων που είχαν να κάνουν με την άμυνα και την εσωτερική ασφάλεια (στρατός, αστυνομία, μυστικές υπηρεσίες) εμπόδιζαν τις επιστημονικές κατακτήσεις που είχαν συντελεστεί στο Ανατολικό Μπλοκ να διοχετευθούν στην κοινωνία. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και μετά η Σοβιετική Ένωση όπως και οι άλλες σοσιαλιστικές χώρες παρέμεινε προσκολλημένη σε ένα σύστημα αναντίστοιχο με τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις που καθορίζονταν από τις νέες τεχνολογικές καινοτομίες, αποτυγχάνοντας να οδηγήσουν τις οικονομίες τους στα επίπεδα οικονομικής μεγέθυνσης που ήταν αναγκαία για την παραγωγή της απαραίτητης μίνιμουμ αποδοχής από το κοινωνικό σύνολο. Τόσο το οικονομικό όσο και το πολιτικό σύστημα παρέμειναν κλειστά. Δεν υπήρχε διαφοροποίηση μεταξύ των δύο θεσμικών χώρων, αφού η γραφειοκρατική λογική της κεντρικής εξουσίας κυριαρχούσε και στον οικονομικό τομέα. Το κράτος, αντί για μοχλός ανάπτυξης, εκφυλλίστηκε σε κύριο εμπόδιο κάθε αναπτυξιακής διαδικασίας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά τα σοσιαλιστικά κράτη λόγω του αντιαναπτυξιακού χαρακτήρα τους, έμοιαζαν ολοένα και περισσότερο με έναν γίγαντα που είχε πήλινα πόδια. Ήταν ανίκανα να επιβιώσουν σε έναν αγώνα δρόμου όπου οι κύριοι ανταγωνιστές έπρεπε να τρέξουν γρήγορα, όχι μόνο για να κερδίσουν την κούρσα, αλλά και για να μείνουν στον αγωνιστικό χώρο. Όταν ο υπόλοιπος κόσμος περνούσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 στην τρίτη βιομηχανική επανάσταση της ηλεκτρονικής, της ρομποτικής και της βιοτεχνολογίας, οι κομμουνιστικές χώρες παρέμεναν δέσμιες των δομών της βιομηχανικής κοινωνίας, των χρονοβόρων διαδικασιών λήψης αποφάσεων και αντιμετώπισης προβλημάτων και αναγκών στο πλαίσιο του υπερσυγκεντρωτικού κράτους και της κατασπατάλησης των ανθρώπινων και φυσικών πόρων. Οι πολιτικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα τα έτη 1989-1991 και πυροδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την κραυγαλέα έλλειψη πολιτικών ελευθεριών, απλώς επικύρωσαν το αναπόφευκτο.

Όλα αυτά τα ζητήματα τυγχάνουν ανάλυσης στο εξαιρετικό βιβλίο του Γιάννη Στεφανίδη, καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και ενός από τους πιο διαπρεπείς αναλυτές διπλωματικής ιστορίας σε Ελλάδα και εξωτερικό, στο νέο βιβλίο του Ψυχρός Πόλεμος, το οποίο πραγματεύεται μια περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας που πρόκειται να απασχολεί τους ερευνητές για πολλά χρόνια ακόμη. Παρόλο που ο συγγραφέας εστιάζει ιδιαίτερα στην απρόβλεπτη τροπή των γεγονότων και στο γεγονός ότι στρατιές ερευνητών, αναλυτών, επιστημόνων δεν είχαν καν προσεγγίσει τους συστημικούς παράγοντες που έμελλε να τερματίσουν τον Ψυχρό Πόλεμο, δεν περιορίζεται εκεί. Αναλύει με ενέργεια τις βασικές πτυχές Ψυχρού Πολέμου στην Ελλάδα και στον κόσμο, εστιάζοντας επιλεκτικά σε εκείνες τις διαδικασίες που χαρακτήρισαν την εξέλιξη του φαινομένου από την εμφάνισή του ως το τέλος του. Με αυτό τον τρόπο κατορθώνει μέσα σε 200 περίπου σελίδες να καταθέσει ένα ιδιαίτερα εύληπτο κείμενο που αποδίδει συνολικά το φαινόμενο του Ψυχρού Πολέμου και τις πιο ουσιώδεις διαστάσεις τους. Το κείμενο είναι γραμμένο με ζωηρό λόγο, ο οποίος ενίοτε κινείται στα όρια της λογοτεχνικής απεικόνισης φαινομένων, χωρίς όμως να χάνει ποτέ τη στιβαρότητα και επιστημονική αξιοπιστία του.

Ο συγγραφέας αποφεύγει λεπτομέρειες που μπορεί να είναι άκρως ενδιαφέρουσες για τους επιστήμονες κάθε είδους, ιστορικούς, πολιτικούς επιστήμονες, κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους κ.α., θα καθιστούσαν εντούτοις την αφήγηση στο δεδομένο πλαίσιο λέξεων ενός τόσο ευρέως φαινομένου, τηλεγραφική. Αντίθετα επιλέγει με προσοχή να παρουσιάσει διαστάσεις που προσδιόρισαν το φαινόμενο συνολικά, στο εσωτερικό των χωρών ή στις διεθνείς σχέσεις τους: την υπερβολική και ανυπόστατη σε κάποιες περιπτώσεις καχυποψία μεταξύ των δύο συνσπισμών, την ιδεολογική προπαγάνδα εκατέρωθεν, την οποία ο συγγραφέας περιγράφει με τον ευφάνταστο τίτλο ‘‘ο πόλεμος των λέξεων’’, τον εξοπλιστικό πυρετό, τις βασικές κρίσεις και την περίοδο ύφεσης στις σχέσεις των υπερδυνάμεων, την εσωτερικές τριβές εντός των δύο μπλοκ, το πείραμα Γκορμπατσώφ, τις εγγενείς, δομικές αδυναμίες του σοβιετικού συστήματος που επιβλήθηκε και σε άλλες χώρες κ.α..

Στην περίπτωση της Ελλάδας, ο συγγραφέας καταπιάνεται με ζητήματα που έχει αναλύσει ήδη με επιτυχία σε αμιγώς ερευνητικά του κείμενα στα ελληνικά και αγγλικά, όπως την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και τις κομμουνιστικές χώρες, την εξέλιξη της εξωτερικής πολιτικής από τη φάση της προσκόλλησης στον κομμουνιστικό κίνδυνο, στην υιοθέτηση μιας πιο πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, το Κυπριακό κ.α. Για το λόγο αυτό, υπεισέρχεται και σε μερικότερες πτυχές της ελληνικής πολιτικής, όπως η έννοια και οι επιπτώσεις στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική του Από Βορράν Κινδύνου, οι εντάσεις με τους νατοϊκούς συμμάχους, οι συμφωνίες για τις βάσεις και τα προνόμια που δίνονταν στους Αμερικανούς, το ζήτημα της εγκατάστασης πυρηνικών όπλων στην Ελλάδα, τον ριζικό αναπροσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από το 1974 και μετά. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει εδώ στο ζήτημα που σχολιάζεται στο βιβλίο, αυτό της τεράστιας εξωτερικής οικονομικής βοήθειας που δέχτηκε η χώρα μεταπολεμικά και δεν έχει εκτιμηθεί επαρκώς ούτε από την ελληνική κοινωνία, ούτε από την ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα έχει δυσφημιστεί.

Εν κατακλείδι, το βιβλίο του Γιάννη Στεφανίδη αποτελεί μια σημαντική παρέμβαση στα ακαδημαϊκά δρώμενα, προσφέροντας μια ευσύνοπτη αλλά μεστή εννοιολογικά ανάλυση του Ψυχρού Πολέμου στην Ελλάδα και τον κόσμο, η οποία έχει αποκτήσει μια αναπάντεχη επικαιρότητα. Φέτος που συμπληρώνονται 30 χρόνια από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, έχει αναζωπυρωθεί η αντιπαράθεση στις σχέσης της Ρωσίας με τη Δύση θυμίζοντας εποχές του Ψυχρού Πολέμου, η ολική κατανόηση του οποίου δεν έχει συντελεστεί ακόμα. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα επιβεβαιωθεί η ρήση του Μαρξ ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα.

 

Η βιβλιοκρισία του Ανδρέα Στεργίου δημοσιεύτηκε στην τριμηνιαία επιστημονική επιθεώρηση “ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ”, ΤΟΜΟΣ ΙΘ΄, Τεύχος 73.

 

Το βιβλίο αυτό αποτελεί μία πολύ σημαντική συμβολή στη μελέτη της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, την οποία προσεγγίζει διεπιστημονικά, από την άποψη της νομικής της οργάνωσης, του διοικητικού συστήματος, αλλά και της πολιτικής επιστήμης με τρόπο ισόρροπο και επιτυχημένο. Στα εν λόγω επιστημονικά πεδία εκτείνονται οι συμβολές 17 επιστημόνων με προέλευση και εμπειρία όχι μόνο από το Πανεπιστήμιο, αλλά και τη δημόσια διοίκηση. Το έργο καλύπτει ένα σημαντικό κενό αναφορικά με την οργάνωση των διοικητικών θεσμών στην Ελλάδα. Με έμφαση όχι τόσο στα νομικά μέσα δράσης της διοίκησης, λ.χ. τη διοικητική πράξη, τη διοικητική σύμβαση, όπως γίνεται στα εγχειρίδια διοικητικού δικαίου, αλλά ιδίως στη θεσμική οργάνωση των συγκεκριμένων διοικητικών δομών, το βιβλίο αποδίδει και συνθέτει την πολυπλοκότητα του διοικητικού συστήματος, τη διαφοροποίηση των θεσμών και των λειτουργιών του, τις συνταγματικές αρχές και τα οργανωτικά θεμέλιά του, αλλά επίσης και τις παθογένειες, τις βασικές αιτίες που εμποδίζουν τη  διοικητική μεταρρύθμιση, όχι πια να επιτύχει, αλλά συχνά ακόμη και να περάσει στο στάδιο της εφαρμογής στην πράξη, ώστε να μη μείνει μόνο ως άσκηση επί χάρτου τελείως αποτελεσματική. Ήδη η αναφορά των οπτικών γωνιών από τις οποίες εξετάζεται το διοικητικό σύστημα εξηγεί και την ουσιαστική αναγκαιότητα της διεπιστημονικής προσέγγισης, την οποία επιλέγει το βιβλίο. Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να κατανοήσει ο μελετητής το ελληνικό διοικητικό σύστημα επειδή τα προβλήματα που το ταλανίζουν έχουν χαρακτήρα πολυκεντρικό. Η αξία λοιπόν και η μεγαλύτερη συμβολή του βιβλίου νομίζω ότι βρίσκεται ακριβώς στην εύληπτη, συστηματική και διαυγή παρουσίαση των κεντρικών σημείων του διοικητικού συστήματος τα οποία αλληλεξαρτώνται και αλληλεπιδρούν.

Ας πάρουμε π.χ. τις Ανεξάρτητες Αρχές (8ο κεφ., Μ. Λαμπροπούλου – Γ. Διέλλας). Το κεφάλαιο περιλαμβάνει ορισμούς, ιστορική εξέλιξη, τονίζει τον παράγοντα της ανεξαρτησίας των Αρχών, εξετάζει τους λόγους δημιουργίας τους, τη διαδικασία επιλογής και ανάδειξης των μελών τους σύμφωνα με το Σύνταγμα, καθώς και τις κατηγορίες Ανεξάρτητων Αρχών (συνταγματικής ή νομοθετικής βάσης). Για τον νομικό που ενδιάφερεται για τη συνταγματική θεμελίωση των Ανεξάρτητων Αρχών, η οποία εντέλει ανάγεται στη σχέση τους με την κοινωνία και στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών με όρους αμεροληψίας, σύμφωνα με την πλουραλιστική αντίληψη της δημοκρατίας,[1] το βιβλίο προσφέρει μια πυκνή και κατατοπιστική εξέταση των παραγόντων που οδήγησαν στη δημιουργία τους από τη σκοπιά ιδίως της διοικητικής επιστήμης κατά τρόπο που είναι χρήσιμος και πρόσφορος για την κατανόηση και την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 101Α του Συντάγματος.

Μέχρι σήμερα, ενώ έχουμε επεξεργασμένες αναλύσεις που αφορούν λ.χ. τα άμεσα συνταγματικά όργανα του κράτους, υστερούμε σχετικά στην συνθετική, θεωρητική προσέγγιση των βασικών χαρακτηριστικών των διοικητικών θεσμών, η οποία δεν ήταν διαθέσιμη με τον τρόπο και με τα χαρακτηριστικά που επιχειρεί το βιβλίο. Ειδικότερα:

Το 1ο κεφ. εξετάζει τα συνταγματικά θεμέλια της δημόσιας διοίκησης. Το 2ο κεφ. αναλύει μεταξύ άλλων τη βασική έννοια της “δημόσιας πολιτικής” και εξετάζει τις μεταβολές που επέφερε στον τομέα αυτόν η δεκαετία των Μνημονίων. Το 3ο κεφ. εξετάζει την πολυτάραχη σχέση μεταξύ πολιτικοποίησης και επαγγελματισμού της δημόσιας διοίκησης η οποία αποτελεί σταθερή πηγή τριβών και κρίσης νομιμοποίησης ιδίως της κορυφής της διοικητικής ιεραρχίας. Το 4ο κεφ. είναι αφιερωμένο στη ρυθμιστική διοίκηση στην οποία εντοπίζονται ορισμένα από τα μεγαλύτερα δεινά της: η πολυνομία, η κακοδιοίκηση, ο νομικός φορμαλισμός. Το 5ο κεφ. μεταφέρει το πεδίο της έρευνας στην κυμαινόμενη σχέση του ιδιωτικού με το δημόσιο με αναφορά στο πεδίο που καλύπτει ο δημόσιος τομέας. Από το 6ο κεφ. αρχίζει πλέον η εξέταση των βασικών διοικητικών δομών, αρχής γενομένης όπως είναι φυσικό από την κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα.

Το 7ο κεφ. προβαίνει σε μία εξαιρετική ανάλυση των υπουργείων και του ρόλου των υπουργών ως πολιτικών προϊσταμένων τους, καθώς και στη σχέση των υπουργών με το στελεχιακό δυναμικό των υπουργείων. Ακολουθεί το κεφ. για τις Ανεξάρτητες Αρχές. Το 9ο κεφ. είναι αφιερωμένο στο σοβαρότατο ζήτημα των διαφόρων μορφών διοικητικού ελέγχου οι οποίες έχουν καταλυτική σημασία για τη διαμόρφωση της σχέσης μεταξύ του κράτους και του πολίτη. Το 10ο κεφ. εξετάζει την αποσυγκέντρωση της διοίκησης, ενώ το 11ο τον πρώτο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης, τους δήμους. Το 12ο κεφ. ολοκληρώνει τη μελέτη των διοικητικών δομών με τις Περιφέρειες ως δεύτερο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης. Τα κεφ. 13, 14 είναι αφιερωμένα στους δημοσίους υπαλλήλους, τα είδη τους, τα συστήματα πρόσληψής τους, το καθεστώς και τις υπηρεσιακές μεταβολές τους (προαγωγές, κινητικότητα κλπ). Τέλος το βιβλίο συμπληρώνει μία διαφωτιστική ανάλυση του Θ. Τσέκου αναφορικά με τα διαχρονικά και πάγια χαρακτηριστικά της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και γενικότερα της ελληνικής πολιτικής και διοικητικής κουλτούρας, καθώς επίσης και ο κριτικός σχολιασμός από τον Δ. Α. Σωτηρόπουλο των τελευταίων εξελίξεων που συνδέονται με τη δεκαετή οικονομική κρίση και την πανδημία. Ο εκ των επιμελητών του τόμου τονίζει την ευκαιρία που προσφέρει η πραγματικότητα της πανδημίας (όσο επώδυνη κι αν είναι κατά τα άλλα) για να προχωρήσουν, όπως πράγματι έγινε σε σημαντικό βαθμό, οι διαδικασίες αυτοματοποίησης και η εισαγωγή της πληροφορικής στην δημόσια διοίκηση.

Η μελέτη των κατ’ ιδίαν κεφαλαίων του βιβλίου αποκαλύπτει ορισμένες πρόσθετες αρετές του αναφορικά με τα επίπεδα ανάλυσης, τα οποία, κατά βάση, αναπτύσσονται με συνέπεια και συστηματικότητα στις επιμέρους ενότητές του. Επιτυγχάνεται λοιπόν ο συνδυασμός και η καθόλου αυτονόητη ισορροπία μεταξύ διαφόρων προτεραιοτήτων. Άρχικά η εξοικείωση του αναγνώστη με τις θεμελιώδεις έννοιες και αρχές οι οποίες διέπουν το κάθε συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο ή πεδίο της διοικητικής δράσης. Παρουσίαση στη συνέχεια των βασικών διοικητικών δομών στην ιστορική τους εξέλιξη με ταυτόχρονη αναφορά των κυριότερων νομοθετικών τομών που επιτρέπουν στον αναγνώστη να ακολουθήσει νοερά το νήμα της κρατικής ρύθμισης, όπως και τις απόπειρες μεταρρύθμισης στον συγκεκριμένο τομέα της διοίκησης.Επισήμανση των επίμονων τρόπον τινά προβλημάτων και αντιδράσεων που σημαδεύουν κάθε θεσμό και οξύνονται όποτε εκδηλώνονται μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Τέλος, ουσιαστικός, πυκνός και κατανοητός κριτικός προβληματισμός των τάσεων που επικρατούν και εξηγούν την κακοδαιμονία της δημόσιας διοίκησης και τη χαμηλή δεκτικότητα-δυνατότητα μεταρρύθμισής της. Όλα δε τα προηγούμενα ερμηνεύονται και αναλύονται με αναφορά στην περιρρέουσα και κρίσιμη πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση και ιδιαιτερότητα της δεκαετίας της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων. Προκύπτει λοιπόν με σαφήνεια τόσο η πνοή και η προσπάθεια μεταρρυθμίσεων που υποκινήθηκε από τους μνημονιακούς νόμους, όσο όμως και τα άνισα και περιορισμένα αποτελέσματα σε σχέση με τις φιλοδοξίες που συνδέθηκαν με αυτές τις μεταρρυθμίσεις.

Δεν είναι καινοφανές ούτε αιφνιδιάζει τον κάπως μυημένο αναγνώστη αλλά και τον εξοικειωμένο με την ελληνική διοίκηση πολίτη το γεγονός ότι στην κριτική ανάλυση αυτών των ζητημάτων κυριαρχούν ορισμένες σταθερές: Η δυσπιστία όχι μόνο των αντιπάλων πολιτικών δυνάμεων (της εκάστοτε αντιπολίτευσης) αλλά και του ίδιου του σώματος των δημοσίων υπαλλήλων απέναντι στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της κυβέρνησης. Η έμφαση στον νομικό φορμαλισμό, δηλαδή στην υπερβολική σημασία που δίνεται στο γράμμα των νομικών διατάξεων χωρίς συνεκτίμηση οποιωνδήποτε ποιοτικών χαρακτηριστικών τα οποία συνδέονται με την αξιολόγηση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας της διοικητικής δράσης. Τα δύο αυτά προβλήματα συνδέονται, στο μέτρο που η αποτίμηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας των κρίσεων και των αξιολογήσεων. Όλα αυτά οδηγούν στην τάση αυτονόμησης της κυβερνητικής δράσης και του κυβερνητικού προγράμματος από τις πάγιες διοικητικές δομές και τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους, αντί για τους οποίους διορίζεται υπερπληθώρα μετακλητών υπαλλήλων. Αποτέλεσμα είναι ότι η δημόσια διοίκηση στερείται θεσμική μνήμη, συνέχεια και αξιοποίηση των καταρτισμένων στελεχών της (ιδιαίτερα όσων έχουν φοιτήσει στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης).

Τα ανωτέρω προβλήματα καθιστούν σαφές ότι χρειάζεται παράλληλη, ισορροπημένη και συνδυασμένη παρέμβαση σε περισσότερα και ετερογενή πεδία προκειμένου να καταστεί εφικτή η αποτελεσματικότητα των διοικητικών τομών. Δεν αρκεί μία ειδίκευση (π.χ. μόνο η νομική) αλλά χρειάζεται δέσμη ειδικών γνώσεων για να υποστηρίξουν τις αντίστοιχες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες. Σίγουρα το βιβλίο αποτελεί επιτυχές παράδειγμα συνεργασίας επιστημόνων διαφορετικών κλάδων για να παραχθεί ομοιογενές συλλογικό έργο. Προσφέρεται λοιπόν για βασικό διδακτικό εγχειρίδιο σε σχολές διοικητικής επιστήμης και δημόσιας διοίκησης ή για συμπληρωματικό εγχειρίδιο σε νομικές σχολές, επειδή συνδυάζει την έκθεση των βασικών διοικητικών δομών του κράτους με την κριτική ανάλυση των κεντρικών προβλημάτων. Ιδιαίτερα πετυχημένη είναι η παρουσίαση του υπερσυγκεντρωτικού χαρακτήρα του κράτους και των προσπαθειών αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης.

Ίσως θα ήταν σκόπιμο σε επόμενη έκδοση του βιβλίου να δοθεί λίγο μεγαλύτερη σημασία στον ρόλο που παίζουν οι Ανεξάρτητες Αρχές στο ισχύον διοικητικό σύστημα ως παράδειγμα της σχέσης του κράτους με την κοινωνία. Επίσης θα μπορούσε να εξεταστεί αν θα ήταν ωφέλιμο να υπάρξει ένα κεφάλαιο ειδικά αφιερωμένο στην ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση και στους μηχανισμούς της ελληνικής διοίκησης για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις αυτές και ειδικότερα στην υποχρέωση να διασφαλιστεί η μακροοικονομική σταθερότητα. Οι σημαντικές μεταβολές στον τομέα του δημοσιονομικού ελέγχου και στον ρόλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι πιθανό να επηρεάσουν ευρύτερα το ελληνικό διοικητικό σύστημα και να διαμορφώσουν νέα δεδομένα.

Από τις σκέψεις που προεκτέθηκαν προκύπτει με σαφήνεια ότι το βιβλίο δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο για τον νέο επιστήμονα, τον φοιτητή ή τη φοιτήτρια. Προσφέρει επίσης ερεθίσματα και για το πιο ώριμο επιστημονικό κοινό αποτελώντας σημαντική συμβολή στη βιβλιογραφία για το διοικητικό σύστημα και τη δημόσια διοίκηση της χώρας μας.

Τέλος, θα μπορούσε να εξεταστεί η δυνατότητα να διαμορφωθεί μια βάση δεδομένων στο διαδίκτυο, όπου θα καταγράφονται οι συντελούμενες νομοθετικές μεταβολές έτσι ώστε να εξασφαλίζεται κατά το δυνατόν η έγκαιρη ενημέρωση του έργου.

Σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο αξίζει την προσοχή και το ενδιαφέρον όσων ασχολούνται και προβληματίζονται με τον μεγάλο ασθενή του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας που δεν είναι άλλος από τη δημόσια διοίκηση.

 

[1] Βλ. Γ. Τασόπουλου, Το συνταγματικό θεμέλιο των Ανεξάρτητων Αρχών, σε Κ. Σπανού, Δ. Α. Σωτηρόπουλος (επιμ.), Κουλτούρα, Ιστορία, Δημοκρατία. Τιμητικός Τόμος για τον Νικηφόρο Διαμαντούρο, (Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2018), σ. 137.

 

Η βιβλιοπαρουσίαση στο ηλεκτρονικό περιοδικό www.constitutionalism.gr

 

Γράφει ο Δημήτρης Στεμπίλης

 

«Το μόνο καινούργιο πράγμα στον κόσμο είναι η ιστορία που δεν ξέρεις», φέρεται να είχε δηλώσει ο Αμερικανός πρόεδρος και αρχιτέκτονας της αμερικανικής πολιτικής των αρχών του Ψυχρού Πολέμου, Χάρι Τρούμαν. Και αυτό είναι μια πραγματικότητα όταν στην ιστοριογραφία για τη μεταπολεμική περίοδο έως το 1989/90 βαραίνει η σκιά της ιδεολογίας και της προπαγάνδας των δύο ψυχροπολεμικών συνασπισμών, στην περίπτωση δε ης Ελλάδας, ένας Εμφύλιος Πόλεμος, μια «καχεκτική δημοκρατία», μια δικτατορία και η τραγωδία του Κυπριακού. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια υπάρχει αποφόρτιση από το ιδεολογικό φορτίο στις ιστοριογραφικές προσεγγίσεις για την περίοδο, τόσο λόγω της χρονικής απόστασης από τα γεγονότα όσο και λόγω της κατάταξης των έγκριτων Ελλήνων ιστορικών στη διεθνή συζήτηση.

Μια τέτοια περίπτωση είναι ο ιστορικός, Ιωάννης Δ. Στεφανίδης, καθηγητής στο ΑΠΘ, και του βιβλίου του «Ψυχρός Πόλεμος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΑΠ. Ο Στεφανίδης με μια εξαιρετική ιστοριογραφική παραγωγή, που περιλαμβάνει βιβλία, άρθρα, συλλογικούς τόμους, στα ελληνικά και τα αγγλικά, γράφει μια συνοπτική ιστορία, μια επισκόπηση αυτής της ιδιαίτερης και πρόσφατης ιστορικής περιόδου, που αναμετριέται με τη θέαση πολλών άλλων διάσημων ομότεχνών του. Δεν γνωρίζω αν στον τρόπο παρουσίασης ο συγγραφέας έλαβε υπόψη του ενδεχόμενη χρήση του βιβλίου του ως εγχειρίδιο στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), λόγω της έκδοσής του από τις εκδόσεις του ΕΑΠ, αλλά σίγουρα ο πυκνός, λιτός και κατανοητός λόγος κάνει το βιβλίο εξαιρετικά ελκυστικό και χρήσιμο. Επιπλέον, η διάρθρωση σε μικρά κεφάλαια και υποκεφάλαια δεν κουράζει τον αναγνώστη, ενώ οι ενδιαφερόμενοι για την «ελληνική εμπειρία», δεν θα μείνουν απογοητευμένοι.

Κατά την ταπεινή μου άποψη, αντικειμενική ιστορία δεν υπάρχει. Τα γεγονότα είναι αντικειμενικά και η ερμηνεία τους προσωπική. Ο Στεφανίδης όμως προσπαθεί να αναπαραστήσει την εποχή πάνω στην πραγματικότητά της, επιλέγοντας μια δική του συνισταμένη των εργαλείων ερμηνείας και ανάλυσης. Η διακριτική επιμονή του να μας κάνει να γνωρίσουμε συνθήκες και καταστάσεις τις οποίες νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, βοηθάει τον αναγνώστη να βγει διπλά κερδισμένος. Από τη μια να κατανοήσει τα πραγματικά δεδομένα και τις διεργασίες και από την άλλη να αναστοχαστεί ουσιαστικά πάνω σε αυτά, γιατί πολύ απλά, τα έχει καταλάβει.

Για μια περίοδο που ακόμη και στα ιστορικά έργα που την παρουσίαζαν επικρατούσε ο «πόλεμος των λέξεων», όπως αυτός της προπαγάνδας των δύο πλευρών, ο συγγραφέας μας μιλά απλά και κατανοητά, αποφορτίζοντας όρους και καταστάσεις τοποθετώντας τα στη σωστή τους διάσταση. Ο Τρούμαν, ο Αϊζενχάουερ, ο Κένεντι, ο Νίξον, ο Στάλιν, ο Χρουστσόφ, ο Μπρέζνιεφ, ο Γκορμπατσόφ, ο Μάο, ο Τίτο, ο Ντε Γκολ, ο Κολ, ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου κ.α. είναι πρωταγωνιστές αλλά ταυτόχρονα και εκφραστές ευρύτερων πολιτικών στρατηγικών και τάσεων. H CIA, η Κα Γκε Μπε κοκ, αντιμετωπίζονται με κριτήριο τη δράση τους και όχι με μια υπόρρητη συμπάθεια προς τη μια την άλλη πλευρά. Δεν παρουσιάζονται, κάποιοι ως «φρέσκα μήλα» και κάποιοι άλλοι ως «σάπια», για να παραπέμψω σε φρασεολογία της εποχής.

Τέλος, ο Στεφανίδης δεν φείδεται της κατάθεσης συμπερασμάτων. Η άριστη γνώση του για την εποχή και τις πηγές της, καθώς και ο συνθετικός τρόπος γραφής του, τον βοηθά να κατανοεί μηχανισμούς και διεργασίες και να καταλήγει σε προτάσεις συμπερασμάτων, που δημιουργούν κατ’ αρχήν πεδίο διαλόγου. Για πολλούς από εμάς ο Ψυχρός Πόλεμος είναι και προσωπικό βίωμα, που οι δίνες της ιστορίας που ακολούθησαν το τέλος του μάς έχουν κάνει ίσως να ξεχάσουμε ή να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι έχει διαμορφώσει μέρος της θέασής μας για το σήμερα. Το βιβλίο «Ψυχρός Πόλεμος» μας το υπενθυμίζει δημιουργικά…

Οι εκδόσεις ΕΑΠ

Στη σημαντική παράδοση των εκδόσεων του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ) και αυτών του Πανεπιστημίου Κρήτης (ΠΕΚ) ήρθαν τα τελευταία χρόνια να προστεθούν οι εκδόσεις του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ), ενδυναμώνοντας συνολικά τον ταλαιπωρημένο από την κρίση εκδοτικό χώρο.

Κυκλοφορίες σημαντικών επιστημονικών έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων κοσμούν το πρόσφατο εκδοτικό εγχείρημα, στο οποίο αποκρυσταλλώνεται η βούληση όσων το δημιούργησαν, όσων το συνεχίζουν και φυσικά αυτών που το «τρέχουν» σήμερα, με σημαντική αύξηση τον τελευταίο χρόνο των τίτλων. Αποτυπώνεται, επίσης, και η εμπειρία από τη διδασκαλία στο πλαίσιο του θεσμού του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, κάνοντας τα βιβλία που εκδίδονται ελκυστικά στο ευρύ κοινό, χωρίς καμιά επιστημονική ή αξιακή έκπτωση.
Οι καλαίσθητες εκδόσεις ΕΑΠ είναι ένα επιπλέον και σύγχρονο παράδειγμα ότι εκδοχές δημόσιων θεσμών και πολιτικών μπορούν να είναι εξίσου ποιοτικές και αποδοτικές, όπως στον κατ’ εξοχήν ιδιωτικό τομέα, προάγοντας το πεδίο και τον υγιή ανταγωνισμό…

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.ieidiseis.gr, στις 14/07/2021.

 

Το βιβλίο του ιστορικού Διονύση Τζάκη ιχνηλατεί μέσω του Έλληνα οπλαρχηγού τις προϋποθέσεις της μετάβασης από τον προεπαναστατικό κόσμο στη νέα πραγματικότητα

Εμβληματική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, αρματολός, αρχιστράτηγος, ηγέτης σειράς επιτυχημένων εκστρατειών στη δύσκολη στιγμή του 1826-1827, αλλά και πρωταγωνιστής εσωτερικών πολιτικών και στρατιωτικών συγκρούσεων, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης (1782-1827) αποτελεί ένα ιστορικό πρόσωπο που περι- βλήθηκε νωρίς την αχλή του μύθου. Τιμημένος με ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης και εκδηλώσεις μνήμης αμέσως μετά τον θάνατό του, βιογραφημένος ήδη από τους γραμματικούς του Γεώργιο Γαζή (1828) και Δημήτρη Αινιάν (1834), υπήρξε ο μόνος αγωνιστής στον οποίο αφιέρωσε βιογραφικό έργο ο εθνικός ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1867) και λειτούργη σε ως ηρωικό πρότυπο που μνημονεύθηκε τακτικά από τον Γεώργιο Δροσίνη ως τον Κωστή Παλαμά (και τον Διονύση Σαββόπουλο). Το ηρωικό πρότυπο ωστόσο προβάλλει μια διάσταση των πραγμάτων όπου η ηθική ποιότητα καθορίζει τις πράξεις του ατόμου. Μια επανάσταση, όμως, είναι συλλογικό φαινόμενο και δεν εξηγείται αποκλειστικά με το άθροισμα ποιοτήτων ή ατόμων. Η έξοχη μελέτη Η μεταστροφή του Καραϊσκάκη (εκδ. ΕΑΠ) του ιστορικού του Ιονίου Πανεπιστημίου Διονύση Τζάκη προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο θέασης του ρουμελιώτη οπλαρχηγού που φωτίζει τις περιστάσεις της μετάβασης από την προεπαναστατική παραδοσιακή κοινωνία στο νεωτερικό οργανωτικό πρότυπο του έθνους.

Ο Διονύσης Τζάκης αποσυνδέει την περί πτωση του Καραϊσκάκη από τις αντιφάσεις του ανθρώπινου χαρακτήρα για να την εγγράψει σε έναν ευρύτερο ορίζοντα μεταβολών. «Καταλύτης των ρήξεων και των αλλαγών που συνοδεύουν την επανα στατική διαδικασία» είναι ο πόλεμος. Η σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών αρχικά δεν γίνεται αντιληπτή από τους κλεφταρματολούς της Ρούμελης ως ποιοτικά διαφορετική σε σχέση με τις παραδοσιακές διενέξεις. Ειδικά οι ορεινές επαρχίες των δυτικών περιοχών της θα παραμείνουν ως το καλοκαίρι του 1822 μια ενδιάμεση ζώνη όπου θα συνυπάρχουν επαναστατικές χιλιαρχίες και οθωμανικά αρματολίκια, συχνά στο ίδιο πρόσωπο το οποίο θα δηλώνει την αφοσίωσή του στην ελληνική διοίκηση συνομολογώντας «καπάκια» με τη σουλτανική.

Οι προεπαναστατικές δομές οργάνωσης που συναρτούν τη στρατιωτική αυθεντία με συγκεκριμένο τόπο και βασίζονται σε δίκτυα συγγένειας, επιγαμίας και αλληλοβοήθειας διατηρούνται αναλλοίωτες. Βαθμιαία θα γίνει αισθητή η εξακτίνωση της κεντρικής εξουσίας συμβαδίζοντας με την αποδόμηση των παραδοσιακών πρακτικών διαχείρισης της ένοπλης σύγκρουσης «στο πλαίσιο των οποίων η εξέγερση λειτουργεί ως μηχανισμός διαπραγμάτευσης και ρύθμισης των τοπικών σχέσεων δύναμης». Ως αποτέλεσμα, προκύπτει «νέου τύπου επανάσταση», όπως σημείωνε ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος, όπου η ένοπλη δράση οφείλει να επιτελείται από «νέου τύπου επαναστάτες» και να διέπεται από τις αρχές και τους στόχους της εθνικής ιδεολογίας. Κατά συνέπεια, συμπληρώνειο Τζάκης, διεξάγεται και ένα νέο είδος πολέμου: όχι πια η κλεφταρματολική εκδοχή του, αλλά αυτή ενός στρατού ατάκτων που επιδίδεται σε ανταρτοπόλεμο.

Το πλαίσιο της μεταστροφής

Η εισαγωγή νεωτερικών ιδεών και θεσμών στην παραδοσιακή κοινωνία, η συνολική «αποδιάρθρωση και αποσύνθεση της κοινωνικής πραγματικότητας […] όπου το άτομο είχε πρωτογενώς κοινωνικοποιηθεί» δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη «μεταστροφή» του Καραϊσκάκη. Με τη λέξη δεν δηλώνεται μόνο η γνωστή κατά την αποστροφή του ίδιου του αγωνιστή μετατροπή του από «διάβολο» σε «άγγελο», αλλά και ο όρος των κοινωνιολόγων Πέτερ Μπέργκερ και Τόμας Λούκμαν που προσδιορίζει την «επανακοινωνικοποίηση» σε έναν νέο «κόσμο» με διαφορετικές ιδέες, αξίες και πρότυπα συμπεριφοράς. Επομένως, ηέννοια της μεταστροφής δίνει βάθος στον αναπροσδιορισμό της ταυτότητας και της κοινωνικοπολιτικής δράσης του έλληνα οπλαρχηγού, ενώ παράλληλα τον αποσπά από την επικράτεια της εξαίρεσης. Δεν είναι μόνο ο Καραϊσκάκης που διανύει την απόσταση από τις προεπαναστατικές νοοτροπίες και προσλήψεις της κοινωνίας ως τα επαναστατικά δίκτυα πολιτικής και ιδεών, αν και αποτελεί εμβληματική μορφή της διαδρομής.

«Πράγματι, η μεταστροφή του Καραϊσκάκη μετά το 1824 συντελείται στο πλαίσιο της ευρύτερης αποδιοργάνωσης που προκάλεσαν στα αρματολίκια των ορεινών επαρχιών της Ρούμελης ο πόλεμος της εθνικής ανεξαρτησίας και η εγκαθίδρυση των πολιτικών και στρατιωτικών θεσμών της κεντρικής Διοίκησης» τονίζει σε συνομιλία μας ο Διονύσης Τζάκης. «Πρόκειται για μεγάλης κλίμακας ανακατατάξεις στην οργάνωση των σχέσεων εξουσίας που συνέβησαν με διαφορετικό τρόπο, ρυθμό και ένταση στη διάρκεια της Επανάστασης. Στην περιδίνη- ση αυτής της κοσμογονίας βρέθηκαν όλοι οι οπλαρχηγοί, αλλά η πορεία τους δεν ήταν παρόμοια. Πολλοί, ιδίως “ανέστιοι” όπως οι Σουλιώτες, άλλοι νωρίτερα και άλλοι αργότερα, αποδέχθηκαν τις αρχές που πρόκρινε η εθνική Διοίκηση αναφορικά με την οργάνωση και διεξαγωγή του πολέμου (λόγου χάρη, καταδίκη των “καπακιών”),υπηρέτησαν τα στρατιωτικά της σχέδια και αξιοποίησαν τις νέες δυνατότητες κοινωνικής προαγωγής που προσέφερε η ένταξη στους στρατιωτικούς της θεσμούς. Oλοι αυτοί αποτέλεσαν τον άτακτο, άλλα κεντρικά οργανωμένο στρατό της Επανάστασης, και ενσάρκωσαν το νέο πρότυπο στρατιωτικού αρχηγού που καλλιεργήθηκε στη διάρκειά της. Aλλοι, όπως ο Βαρνακιώτης, ο Μπακόλας, ο Ανδρούτσος, για να σταθώ σε πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην έναρξη της Επανάστασης στη Ρούμελη, αντιμε-τώπισαν διαφορετικά τις νέες προκλήσεις της συγκυρίας και η δική τους περιδίνηση οδήγησε τελικά στην περιθωριοποίηση ή ακόμη και στην εξόντωσή τους».

Η κρίσιμη περίοδος

Κομβική ως εκ τούτου για την κατανόηση του φαινομένου είναι η εστίαση του βιβλίου στην ενδιάμεση φάση της δράσης του Γεωργίου Καραϊσκάκη, από το 1821 ως το 1825 – όχι ο σε αδρές μόνο γραμμές γνωστός αρχικός του βίος ούτε η ένδοξη διετία της στρατηγίας του στη Ρούμελη. Αμφιταλαντευόμενος μεταξύ Αλή Πασά και σουλτανικών δυνάμεων το 1820, ο Καραϊσκάκης προσχωρεί στην Επανάσταση μετην έναρξή της. Εμπειρος, ικανός, αξιόμαχος επιχειρησιακός αρχηγός, στερείται ωστόσο της εδαφικής βάσης που συνοδεύει την αρματολική εξουσία. Ενδεικτική τόσο των φιλοδοξιών του όσο και της ρευστότητας των δεδομένων στην περιοχή είναι η «αταξία των Αγράφων» το 1822, όταν η παρουσία του Καραϊσκάκη με τη συνεννόηση του οπλαρχηγού Ανδρέα Ισκου και την άδεια της «Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» υπονομεύει την αρχηγία του Γιαννάκη Ράγκου, την οποία είχε προηγουμένως εγκρίνει η ίδια τοπική αρχή. Καθώς οι επαναστατικές προτεραιότητες εμπλέκονται ακόμη με τις τοπικές ισορροπίες ισχύος, ο Καραϊσκάκης συμβάλλει στην εκδίωξη των οθωμανικών φρουρών και θέτει σε τάξη την επαρχία, φροντίζει όμως να οριστεί ως τοποτηρητής των Αγράφων και από τους Οθωμανούς. Τη δεδομένη χρονική στιγμή οι ορεινές επαρχίες είχαν διαμορφωθεί σε ενδιάμεση ζώνη μεταξύ των εμπολέμων και τα «καπάκια» εξέφραζαν αυτή την προσωρινότητα στο πλαίσιο της οποίας «η στρατιωτική και η εν γένει δράση του [Καραϊσκάκη] δεν υπηρετούσαν με τρόπο αποκλειστικό ούτε τα στρατιωτικά σχέδια της οθωμανικής πλευράς ούτε της ελληνικής».

Οι αντιφάσεις της στάσης αυτής διαφαίνονται από το φθινόπωρο του 1822, όταν καλείται από τη Διοίκηση να συνδράμει στην πολιορκία του Μεσολογγίου: απρόθυμος να εγκαταλείψει την επαρχία του,στέλνει στρατιώτες και υποσχέσεις, εκείνος όμως δεν μετακινείται. Για τον ίδιο οι συνθήκες με την οθωμανική πλευρά έχουν εργαλειακό χαρακτήρα («κλείω την ειρήνην τώρα δεν με άρεσεν μεθαύριο, τη χέζω»),παρά όμως το ότι μιλά ήδη τη γλώσσα του«έθνους», βλέπει ακόμη το «Ρωμαίικο» ως άθροισμα επικρατειών οπλαρχηγών. Κατα- λύτης αποδεικνύεται τελικά η διαμάχη με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και η «πολιτική δίκη» με την κατηγορία της προδοσίας. Κατανοώντας την ισχύ της κεντρικής εξουσίας και εντασσόμενος στο κοινωνικοπολιτικό δίκτυο του Ιωάννη Κωλέττη, ο Καραϊσκάκης αποδέχεται πως το κύρος και η αυθεντία πλέον πηγάζουν από τις δυνατότητες που προσφέρουν οι μηχανισμοί της Διοίκησης: βαθμοί, στρατιωτικοί ρόλοι, αριθμός μισθοδοτούμενων ανδρών. Στη λογική αυτή τοπαρχία δεν υφίσταται,ο ρόλος των διαπραγματεύσεων με τους οθωμανούς παράγοντες για την απόσπαση προνομίων ακυρώνεται. Η πατρίδα είναι ενιαία, η κυβέρνηση «βασίλισσα», όπωςπροκύπτει από επιστολές και λεγόμενάτου. Το 1826-1827 ο Καραϊσκάκης απο- δεικνύεται έτσι εμπνευσμένος ηγέτης ενός«στρατού άτακτων μαχητών που διατηρούσαν τα παραδοσιακά οργανωτικά χαρακτηριστικά τους, αλλά πολεμούσαν με σχέδιο και με ιδεολογία υπό την καθοδήγηση της Διοίκησης».

Ο Διονύσης Τζάκης καθοδηγεί προσεκτικά τον αναγνώστη μέσα από τις πολυάριθμες επαφές, διαπραγματεύσεις, διενέξεις και εκστρατείες του Καραϊσκάκη σκιαγραφώντας με ακρίβεια την αλληλεπίδραση του ατόμου με τον κοινωνικό και πολιτισμικό περίγυρό του ώστε να αποτυπωθεί με σαφήνεια η καμπή και η αιτιολόγησή της. Και οφείλει να υπογραμμιστεί εδώ ότι η αξία αυτής της μελέτης περίπτωσης έγκειται στην υπόδειξη και την ιστορική τεκμηρίωση των σταθμών ενός μετασχηματισμού που, παρά το προσωπικό του στοιχείο, δεν αφορά μεμονωμένα πρόσωπα: η διεξαγωγή του πολέμου, η οργάνωση της εξουσίας, η σύμπηξη των πολιτικών δικτύων συνιστούν προϋποθέσεις μεταστροφής μιας ολόκληρης κοινωνικής κατηγορίας – από κλεφταρματολούς σε επαναστάτες.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο  Βήμα της Κυριακής,  20 Ιουνίου 2021.

Οι Εκδόσεις ΕΑΠ στο πλαίσιο του επετειακού έτους των διακοσίων χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση παρουσιάζουν μια σειρά πρωτότυπων μελετών και έργων έγκριτων ερευνητών και πανεπιστημιακών, τα οποία φωτίζουν και αναδεικνύουν νέες και άγνωστες μέχρι τώρα πτυχές και όψεις της Επανάστασης.

Το έργο του Σπύρου Ι. Ασδραχά, Πρωτόγονη Επανάσταση. Αρματολοί και κλέφτες (18ος-19ος αι.) (επιλογή κειμένων -πρόλογος, Νίκος Θεοτοκάς, εκδοτική φροντίδα Άννα Ματθαίου, Πόλη Πολέμη, 2019) προτείνει μια ρηξικέλευθη προσέγγιση του κόσμου των κλεφτών και των αρματολών, ξεδιπλώνοντας, μέσω των αρχειακών εγγράφων, των επιστολών και άλλων τεκμηρίων, μηχανισμούς, δίκτυα σχέσεων, πλέγματα αντιθέσεων, ανταγωνισμών, συμμαχιών και αλληλεγγυοτήτων. Στα κείμενα του έργου διαμορφώνεται και δοκιμάζεται ένα ερμηνευτικό σχήμα που θα κλονίσει τη συνέχεια της φορμαλιστικής γενεαλογίας του Εικοσιένα και της συνακόλουθης μεθερμηνείας των τεκμηρίων. Ο στοχασμός που αναπτύσσει ο Ασδραχάς αξιοποιεί μια μακρά ιστοριογραφική παράδοση, την οποία αναδιατάσσει σε ένα νέο ερμηνευτικό σχέδιο, με πλούσιο υλικό και ρηξικέλευθες επεξεργασίες. Στη γραφή του, η οργάνωση και ο ερμηνευτικός σχολιασμός των πηγών διέπεται από τη μέριμνα ανάδειξης της διακειμενικότητας των τεκμηρίων, αποκωδικοποίησης της πολυφωνίας ή της μεταβλητότητας των σημαινόντων, επισήμανσης των αλλαγών και των αδρανειών που κρύβονται στις νοητικές δομές και στους εκφραστικούς τύπους.

Μια συνταγματική και πολιτική ανάγνωση των Επαναστατικών Συνταγμάτων προσφέρει το έργο του Αντώνη Μανιτάκη, Ελληνικός συνταγματισμός 200 χρόνια μετά. Δημοκρατικός, νεωτερικός, ακμαίος (2020). Η συνταγματική και πολιτική θεωρία, σε αγαστή σύμπλευση με την ιστορία των πολιτικών ιδεών, χαρακτηρίζουν τα Συντάγματα της επαναστατικής περιόδου κείμενα καταστατικά μιας δημοκρατικής πολιτείας, που διαπνέονταν από τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες αντιλήψεις της εποχής και είχαν εμποτιστεί με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Αυτό που μέχρι τώρα δεν έχει αναδειχθεί και βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού του παρόντος έργου είναι το βαθύτερο νόημα των δημοκρατικών και φιλελεύθερων διακηρύξεων, καθώς και η ειδικότερη συνταγματική σημασία, που προσλάμβαναν, την εποχή εκείνη, έννοιες, όπως «Λαός» και «Έθνος». Βασική υπόθεση εργασίας του Αντώνη Μανιτάκη είναι η συνύφανση του Έθνους με το ελληνικό κράτος, καθώς η λογική αναγωγή του στο κράτος με τη σημασία της αναγωγής σε μια συγκροτημένη και ανεξάρτητη πολιτική κοινότητα. Ισοδυναμούσε δηλαδή με αναφορά σε μια πολιτικά και κρατικά οργανωμένη κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας και μόνον το ελληνικό Έθνος γινόταν αντιληπτό. Η αναγωγή αυτή είχε έναν χαρακτήρα πολιτικής οργάνωσης, που απομακρυνόταν από το φαναριώτικο ιδεώδες της δημιουργίας «Κράτους του Γένους», καθώς και από τη μόνιμη επιδίωξη των τοπαρχών, των κοινοτικών αρχόντων, προεστών, κοτζαμπάσηδων και δημογερόντων, που επιδίωκαν την εγκαθίδρυση ενός είδους ομοσπονδίας βασισμένης στην τοπική διοικητική αυτονομία και στα έθιμα των διάφορων γεωγραφικών περιοχών: Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδος και Νήσων. Οι επαναστατημένοι Έλληνες δεν αγωνίζονταν να ιδρύσουν ούτε το οικουμενικό-πολυεθνικό κράτος, στο οποίο προσέβλεπαν η Εκκλησία και οι Φαναριώτες, ούτε το υπερεθνικό κράτος που είχε οραματιστεί ο Ρήγας.

«200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση», πρωτότυπες μελέτες του ερευνητικού προγράμματος μεταξύ Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και Ιδρύματος της Βουλής για το 1821

Την αντίδραση της εξουσίας, την πλευρά του «Άλλου», και μάλιστα στο ανώτατο επίπεδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξετάζει και ερμηνεύει το έργο των Ηλία Κολοβού, Σουκρού Ιλιτζάκ, Μοχαμάντ Σχαριάτ Παναχί, Η Οργή του Σουλτάνου. Αυτόγραφα διατάγματα του Μαχμούτ Β΄ το 1821. Σε αυτό οι συγγραφείς μεταφράζουν στα ελληνικά μια επιλογή εγγράφων από την ταξινομική σειρά αρχειακών καταχωρίσεων των αυτόγραφων διαταγμάτων (hatt-ı hümâyûn) του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ (1785-1839, β. 1808-1839) που χρονολογούνται στο 1821 και αφορούν την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Τα αυτόγραφα διατάγματα αποκαλύπτουν στοιχεία για τον ηθικό και διανοητικό κόσμο του σουλτάνου, συναισθήματα, επιθυμίες, αλλά και αυταπάτες και απογοητεύσεις. Σ’ ένα από τα αυτόγραφα που δημοσιεύονται στο βιβλίο σημειώνει χαρακτηριστικά: «Έχω αφήσει την άνεσή μου για να τοποθετώ τις διαταγές μου στην κεφαλίδα κάθε υπομνήματος και να απαντώ χωρίς καθυστέρηση». Τα τεκμήρια αυτά αποτελούν απαραίτητη πηγή προκειμένου να εξεταστεί η οθωμανική αντίδραση στην Ελληνική Επανάσταση στο ανώτατο επίπεδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τους νέου τύπου επαναστάτες, πραγματεύεται το έργο του Διονύση Τζάκη, Η μεταστροφή του Καραϊσκάκη. Από τον κλεφταρματολό στον επαναστάτη (2021), υπάγοντας τη «μεταμόρφωση» του Καραϊσκάκη τα τελευταία χρόνια της επανάστασης, στους μετασχηματισμούς που προκαλεί το Εικοσιένα ως μια «νέου τύπου» επανάσταση, πολιτική και ιδεολογική, στο πλαίσιο της οποίας η ένοπλη δράση και η οργάνωση του πολέμου (όφειλαν να) υπηρετούν τις αρχές και τους στόχους του πατριωτισμού, της σύγχρονης αυτής πολιτικής ιδεολογίας, στο όνομα της οποίας συγκροτήθηκαν τα πρώτα εθνικά κινήματα στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα – μεταξύ αυτών και το ελληνικό. Αυτοί οι «νέου τύπου επαναστάτες», που υπηρέτησαν την εθνική ιδέα «στρατευμένοι στο όραμα του εθνικού κράτους», προκάλεσαν με τη δράση τους τη «μεγάλη αλλαγή του χριστιανού υποτελούς σε δυνάμει Έλληνα πολίτη». Στην παρούσα μελέτη η επικράτηση της επανάστασης συνδέεται με την ενδυνάμωση και την κατίσχυση των αρχών της εθνικής ιδεολογίας στη διαχείριση του πολέμου, τις οποίες υπαγορεύει και επιβάλλει η εθνική Διοίκηση, ενώ ο πόλεμος αντιμετωπίζεται ως καταλύτης των ρήξεων και των αλλαγών που συνοδεύουν την επαναστατική διαδικασία. Πρόκειται για διεργασίες που μεταβάλλουν τον τρόπο με τον οποίο τα ιστορικά υποκείμενα προσλαμβάνουν τις εξαιρετικές καταστάσεις στις οποίες ζουν και διαχειρίζονται τις προκλήσεις που δημιουργεί ο πόλεμος της εθνικής ανεξαρτησίας.

Τους αναβαθμούς του ελληνικού εθνικού κινήματος τον 19ο αιώνα εξετάζει το έργο του Νίκου Ροτζώκου, Οι αναβαθμοί του ελληνικού εθνικού κινήματος και η Επανάσταση του 1821. Το παράδειγμα του Χριστόφορου Περραιβού (υπό έκδοση). Η περίπτωση του στρατευμένου αυτού πατριώτη, ο οποίος ανέπτυξε συνωμοτική δράση στα γαλλόφιλα και τα ρωσόφιλα δίκτυα και εντάχθηκε στη Φιλική Εταιρεία, αναδεικνύεται ως ιστορικό παράδειγμα που φωτίζει την υπόθεση του τρόπου με τον οποίο τα γαλλόφιλα και τα ρωσόφιλα συνωμοτικά δίκτυα της εποχής, που συνέδεαν την απελευθέρωση με τον εθνικό φωτισμό και την προσδοκία του φωτισμένου ηγεμόνα-ελευθερωτή, του Γάλλου ή του Ρώσου αυτοκράτορα, μετεξελίχτηκαν σε συνωμοτικά δίκτυα μιας ελληνικής επαναστατικής οργάνωσης, όπως ήταν η Φιλική Εταιρεία, και τέθηκαν στην υπηρεσία του δικού της σχεδίου απελευθέρωσης. Η διαδρομή του Περραιβού από τη συνωμοτική ομάδα του Ρήγα στη Φιλική είναι παραδειγματική του τρόπου με τον οποίο συντελέστηκε η κρίσιμη αυτή καμπή στην ιστορία του ελληνικού εθνικού κινήματος, η μετατόπιση δηλαδή της ιδέας της απελευθέρωσης από την «υψηλή» πολιτική (γεωπολιτική) στη συλλογικά οργανωμένη επαναστατική δράση. Κεντρικό επιχείρημα του συγγραφέα είναι ότι η επαναστατική οργάνωση αναδύθηκε «εμβόλιμα», από τα αλληλοτροφοδοτούμενα δίκτυα της μυστικής ρωσικής διπλωματίας, της Εκκλησίας και των τοπικών ηγετικών ομάδων, τα οποία οργανώθηκαν στην προοπτική της επανάστασης και ο συνωμοτικός ιστός της εξυφάνθηκε γύρω από τα δίκτυα αυτά, προσδίδοντας καινούργιο πολιτικό νόημα και διανοίγοντας νέες δυνατότητες πολιτικής δράσης στις υπάρχουσες επαναστατικές διαθεσιμότητες του 18ου και του 19ου αιώνα.

Το επαναστατικό κίνημα στη Μακεδονία εξετάζει το έργο των Δημήτρη Παπασταματίου και Φωκίωνα Κοτζαγεώργη, Στις παρυφές της επανάστασης. Μια νέα προσέγγιση του αγώνα στη Μακεδονία και του κινήματος του Εμμανουήλ Παπά με βάση το οθωμανικό τεκμηριακό υλικό (υπό έκδοση), εστιάζοντας κατά κύριο λόγο στην επανάσταση στη Χαλκιδική με στόχο την αντανάκλαση που είχε η επαναστατική συγκυρία σε ένα περιφερειακό οθωμανικό αρχείο, αυτό του ιεροδικείου Θεσσαλονίκης. Σε αυτό το πνεύμα, η έρευνα αποσκοπεί στην ιχνηλάτηση των επαναστατικών γεγονότων στα ανεκμετάλλευτα από τους Έλληνες ιστορικούς οθωμανικά αρχεία, εστιάζοντας όχι στην αρχειακή πρόσληψη του Αγώνα από την Υψηλή Πύλη, δηλαδή την κεντρική αυτοκρατορική αρχή, αλλά από την περιφερειακή επαρχιακή διοίκηση της πόλης της Θεσσαλονίκης. Η οπτική είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καθώς μελετά την εφαρμογή των κεντρικά σχεδιασμένων πολιτικών και τις ιδιαιτερότητες, δυσκολίες, αποκλίσεις και αναπροσαρμογές που επέβαλε η τοπική πραγματικότητα, δίνοντας βάρος όχι στη σουλτανική αρχή, αλλά στις περιφερειακές διοικητικές και δικαστικές αυθεντίες, στην προσπάθειά τους να καταστείλουν το επαναστατικό κίνημα του Παπά. Το υλικό στο οποίο βασίζεται η έρευνα είναι οι κώδικες του οθωμανικού ιεροδικείου Θεσσαλονίκης, οι οποίοι φυλάσσονται στο «Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας», που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για μια από τις αρκετές συλλογές οθωμανικού υλικού του «Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας», πλήρως ταξινομημένη και αρκετά γνωστή στην έρευνα, αν και ακόμη όχι πλήρως αξιοποιημένη ερευνητικά.

Τέλος, το έργο του Θανάση Μπαρλαγιάννη, Ιατρική ιστορία της Επανάστασης του 1821 και της Ελληνικής Πολιτείας(1821-1831). Οι απαρχές συγκρότησης της ελληνικής δημόσιας υγείας (υπό έκδοση), συνιστά την πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια να συνοψιστεί το υλικό που έχει φέρει στο φως η μέχρι στιγμής έρευνα σχετικά με την ιατρική, την υγεία και την αρρώστια στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 και της καποδιστριακής περιόδου. Πραγματεύεται τις ιατρικές επιστημονικές διασταυρώσεις, τη στρατιωτική και τη μοναστηριακή ιατρική, ερευνά τους επαγγελματίες της υγείας, τα νοσοκομεία, τα λοιμοκαθαρτήρια και τα υγειονομεία, τα οικονομικά της υγείας, τις επιδημίες, τις συνθήκες υγιεινής, την περίθαλψη και την πρόνοια και τον εμβολιασμό κατά της ευλογιάς, ενώ τα ζητήματα αυτά προσεγγίζονται με τα εργαλεία των medical humanities, ιδιαιτέρως της «ιατρικής ιστορίας». Κατανοώντας τους τρόπους αλληλεξάρτησης του ανθρώπινου σώματος, ως φυσικού δεδομένου, με τους λόγους περί υγείας του και με τις κοινωνικές και ιατρικές πρακτικές από τα μέσα του 18ου αιώνα και εξής, το έργο θέτει το ζήτημα της αύξησης του ενδιαφέροντος για την υγεία στο επίκεντρο των διαδικασιών που πυροδότησαν οι πολεμικές συγκρούσεις του 1821.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί μία πολύ σημαντική συμβολή στη μελέτη της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, την οποία προσεγγίζει διεπιστημονικά, από την άποψη της νομικής της οργάνωσης, του διοικητικού συστήματος, αλλά και της πολιτικής επιστήμης με τρόπο ισόρροπο και επιτυχημένο. Στα εν λόγω επιστημονικά πεδία εκτείνονται οι συμβολές 17 επιστημόνων με προέλευση και εμπειρία όχι μόνο από το Πανεπιστήμιο, αλλά και τη δημόσια διοίκηση. Το έργο καλύπτει ένα σημαντικό κενό αναφορικά με την οργάνωση των διοικητικών θεσμών στην Ελλάδα. Με έμφαση όχι τόσο στα νομικά μέσα δράσης της διοίκησης, λ.χ. τη διοικητική πράξη, τη διοικητική σύμβαση, όπως γίνεται στα εγχειρίδια διοικητικού δικαίου, αλλά ιδίως στη θεσμική οργάνωση των συγκεκριμένων διοικητικών δομών, το βιβλίο αποδίδει και συνθέτει την πολυπλοκότητα του διοικητικού συστήματος, τη διαφοροποίηση των θεσμών και των λειτουργιών του, τις συνταγματικές αρχές και τα οργανωτικά θεμέλιά του, αλλά επίσης και τις παθογένειες, τις βασικές αιτίες που εμποδίζουν τη διοικητική μεταρρύθμιση, όχι πια να επιτύχει, αλλά συχνά ακόμη και να περάσει στο στάδιο της εφαρμογής στην πράξη, ώστε να μη μείνει μόνο ως άσκηση επί χάρτου τελείως αποτελεσματική. Ήδη η αναφορά των οπτικών γωνιών από τις οποίες εξετάζεται το διοικητικό σύστημα εξηγεί και την ουσιαστική αναγκαιότητα της διεπιστημονικής προσέγγισης, την οποία επιλέγει το βιβλίο. Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να κατανοήσει ο μελετητής το ελληνικό διοικητικό σύστημα επειδή τα προβλήματα που το ταλανίζουν έχουν χαρακτήρα πολυκεντρικό. Η αξία λοιπόν και η μεγαλύτερη συμβολή του βιβλίου νομίζω ότι βρίσκεται ακριβώς στην εύληπτη, συστηματική και διαυγή παρουσίαση των κεντρικών σημείων του διοικητικού συστήματος τα οποία αλληλεξαρτώνται και αλληλεπιδρούν.
Ας πάρουμε π.χ. τις Ανεξάρτητες Αρχές (8ο κεφ., Μ. Λαμπροπούλου – Γ. Διέλλας). Το κεφάλαιο περιλαμβάνει ορισμούς, ιστορική εξέλιξη, τονίζει τον παράγοντα της ανεξαρτησίας των Αρχών, εξετάζει τους λόγους δημιουργίας τους, τη διαδικασία επιλογής και ανάδειξης των μελών τους σύμφωνα με το Σύνταγμα, καθώς και τις κατηγορίες Ανεξάρτητων Αρχών (συνταγματικής ή νομοθετικής βάσης). Για τον νομικό που ενδιάφερεται για τη συνταγματική θεμελίωση των Ανεξάρτητων Αρχών, η οποία εντέλει ανάγεται στη σχέση τους με την κοινωνία και στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών με όρους αμεροληψίας, σύμφωνα με την πλουραλιστική αντίληψη της δημοκρατίας,[1] το βιβλίο προσφέρει μια πυκνή και κατατοπιστική εξέταση των παραγόντων που οδήγησαν στη δημιουργία τους από τη σκοπιά ιδίως της διοικητικής επιστήμης κατά τρόπο που είναι χρήσιμος και πρόσφορος για την κατανόηση και την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 101Α του Συντάγματος.
Μέχρι σήμερα, ενώ έχουμε επεξεργασμένες αναλύσεις που αφορούν λ.χ. τα άμεσα συνταγματικά όργανα του κράτους, υστερούμε σχετικά στην συνθετική, θεωρητική προσέγγιση των βασικών χαρακτηριστικών των διοικητικών θεσμών, η οποία δεν ήταν διαθέσιμη με τον τρόπο και με τα χαρακτηριστικά που επιχειρεί το βιβλίο. Ειδικότερα:
Το 1ο κεφ. εξετάζει τα συνταγματικά θεμέλια της δημόσιας διοίκησης. Το 2ο κεφ. αναλύει μεταξύ άλλων τη βασική έννοια της “δημόσιας πολιτικής” και εξετάζει τις μεταβολές που επέφερε στον τομέα αυτόν η δεκαετία των Μνημονίων. Το 3ο κεφ. εξετάζει την πολυτάραχη σχέση μεταξύ πολιτικοποίησης και επαγγελματισμού της δημόσιας διοίκησης η οποία αποτελεί σταθερή πηγή τριβών και κρίσης νομιμοποίησης ιδίως της κορυφής της διοικητικής ιεραρχίας. Το 4ο κεφ. είναι αφιερωμένο στη ρυθμιστική διοίκηση στην οποία εντοπίζονται ορισμένα από τα μεγαλύτερα δεινά της: η πολυνομία, η κακοδιοίκηση, ο νομικός φορμαλισμός. Το 5ο κεφ. μεταφέρει το πεδίο της έρευνας στην κυμαινόμενη σχέση του ιδιωτικού με το δημόσιο με αναφορά στο πεδίο που καλύπτει ο δημόσιος τομέας. Από το 6ο κεφ. αρχίζει πλέον η εξέταση των βασικών διοικητικών δομών, αρχής γενομένης όπως είναι φυσικό από την κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα. Το 7ο κεφ. προβαίνει σε μία εξαιρετική ανάλυση των υπουργείων και του ρόλου των υπουργών ως πολιτικών προϊσταμένων τους, καθώς και στη σχέση των υπουργών με το στελεχιακό δυναμικό των υπουργείων. Ακολουθεί το κεφ. για τις Ανεξάρτητες Αρχές. Το 9ο κεφ. είναι αφιερωμένο στο σοβαρότατο ζήτημα των διαφόρων μορφών διοικητικού ελέγχου οι οποίες έχουν καταλυτική σημασία για τη διαμόρφωση της σχέσης μεταξύ του κράτους και του πολίτη. Το 10ο κεφ. εξετάζει την αποσυγκέντρωση της διοίκησης, ενώ το 11ο τον πρώτο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης, τους δήμους. Το 12ο κεφ. ολοκληρώνει τη μελέτη των διοικητικών δομών με τις Περιφέρειες ως δεύτερο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης. Τα κεφ. 13, 14 είναι αφιερωμένα στους δημοσίους υπαλλήλους, τα είδη τους, τα συστήματα πρόσληψής τους, το καθεστώς και τις υπηρεσιακές μεταβολές τους (προαγωγές, κινητικότητα κλπ). Τέλος το βιβλίο συμπληρώνει μία διαφωτιστική ανάλυση του Θ. Τσέκου αναφορικά με τα διαχρονικά και πάγια χαρακτηριστικά της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και γενικότερα της ελληνικής πολιτικής και διοικητικής κουλτούρας, καθώς επίσης και ο κριτικός σχολιασμός από τον Δ. Α. Σωτηρόπουλο των τελευταίων εξελίξεων που συνδέονται με τη δεκαετή οικονομική κρίση και την πανδημία. Ο εκ των επιμελητών του τόμου τονίζει την ευκαιρία που προσφέρει η πραγματικότητα της πανδημίας (όσο επώδυνη κι αν είναι κατά τα άλλα) για να προχωρήσουν, όπως πράγματι έγινε σε σημαντικό βαθμό, οι διαδικασίες αυτοματοποίησης και η εισαγωγή της πληροφορικής στην δημόσια διοίκηση.
Η μελέτη των κατ’ ιδίαν κεφαλαίων του βιβλίου αποκαλύπτει ορισμένες πρόσθετες αρετές του αναφορικά με τα επίπεδα ανάλυσης, τα οποία, κατά βάση, αναπτύσσονται με συνέπεια και συστηματικότητα στις επιμέρους ενότητές του. Επιτυγχάνεται λοιπόν ο συνδυασμός και η καθόλου αυτονόητη ισορροπία μεταξύ διαφόρων προτεραιοτήτων. Άρχικά η εξοικείωση του αναγνώστη με τις θεμελιώδεις έννοιες και αρχές οι οποίες διέπουν το κάθε συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο ή πεδίο της διοικητικής δράσης. Παρουσίαση στη συνέχεια των βασικών διοικητικών δομών στην ιστορική τους εξέλιξη με ταυτόχρονη αναφορά των κυριότερων νομοθετικών τομών που επιτρέπουν στον αναγνώστη να ακολουθήσει νοερά το νήμα της κρατικής ρύθμισης, όπως και τις απόπειρες μεταρρύθμισης στον συγκεκριμένο τομέα της διοίκησης. Επισήμανση των επίμονων τρόπον τινά προβλημάτων και αντιδράσεων που σημαδεύουν κάθε θεσμό και οξύνονται όποτε εκδηλώνονται μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Τέλος, ουσιαστικός, πυκνός και κατανοητός κριτικός προβληματισμός των τάσεων που επικρατούν και εξηγούν την κακοδαιμονία της δημόσιας διοίκησης και τη χαμηλή δεκτικότητα-δυνατότητα μεταρρύθμισής της. Όλα δε τα προηγούμενα ερμηνεύονται και αναλύονται με αναφορά στην περιρρέουσα και κρίσιμη πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση και ιδιαιτερότητα της δεκαετίας της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων. Προκύπτει λοιπόν με σαφήνεια τόσο η πνοή και η προσπάθεια μεταρρυθμίσεων που υποκινήθηκε από τους μνημονιακούς νόμους, όσο όμως και τα άνισα και περιορισμένα αποτελέσματα σε σχέση με τις φιλοδοξίες που συνδέθηκαν με αυτές τις μεταρρυθμίσεις.
Δεν είναι καινοφανές ούτε αιφνιδιάζει τον κάπως μυημένο αναγνώστη αλλά και τον εξοικειωμένο με την ελληνική διοίκηση πολίτη το γεγονός ότι στην κριτική ανάλυση αυτών των ζητημάτων κυριαρχούν ορισμένες σταθερές: Η δυσπιστία όχι μόνο των αντιπάλων πολιτικών δυνάμεων (της εκάστοτε αντιπολίτευσης) αλλά και του ίδιου του σώματος των δημοσίων υπαλλήλων απέναντι στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της κυβέρνησης. Η έμφαση στον νομικό φορμαλισμό, δηλαδή στην υπερβολική σημασία που δίνεται στο γράμμα των νομικών διατάξεων χωρίς συνεκτίμηση οποιωνδήποτε ποιοτικών χαρακτηριστικών τα οποία συνδέονται με την αξιολόγηση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας της διοικητικής δράσης. Τα δύο αυτά προβλήματα συνδέονται, στο μέτρο που η αποτίμηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας των κρίσεων και των αξιολογήσεων. Όλα αυτά οδηγούν στην τάση αυτονόμησης της κυβερνητικής δράσης και του κυβερνητικού προγράμματος από τις πάγιες διοικητικές δομές και τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους, αντί για τους οποίους διορίζεται υπερπληθώρα μετακλητών υπαλλήλων. Αποτέλεσμα είναι ότι η δημόσια διοίκηση στερείται θεσμική μνήμη, συνέχεια και αξιοποίηση των καταρτισμένων στελεχών της (ιδιαίτερα όσων έχουν φοιτήσει στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης).
Τα ανωτέρω προβλήματα καθιστούν σαφές ότι χρειάζεται παράλληλη, ισορροπημένη και συνδυασμένη παρέμβαση σε περισσότερα και ετερογενή πεδία προκειμένου να καταστεί εφικτή η αποτελεσματικότητα των διοικητικών τομών. Δεν αρκεί μία ειδίκευση (π.χ. μόνο η νομική) αλλά χρειάζεται δέσμη ειδικών γνώσεων για να υποστηρίξουν τις αντίστοιχες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες. Σίγουρα το βιβλίο αποτελεί επιτυχές παράδειγμα συνεργασίας επιστημόνων διαφορετικών κλάδων για να παραχθεί ομοιογενές συλλογικό έργο. Προσφέρεται λοιπόν για βασικό διδακτικό εγχειρίδιο σε σχολές διοικητικής επιστήμης και δημόσιας διοίκησης ή για συμπληρωματικό εγχειρίδιο σε νομικές σχολές, επειδή συνδυάζει την έκθεση των βασικών διοικητικών δομών του κράτους με την κριτική ανάλυση των κεντρικών προβλημάτων. Ιδιαίτερα πετυχημένη είναι η παρουσίαση του υπερσυγκεντρωτικού χαρακτήρα του κράτους και των προσπαθειών αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης.
Ίσως θα ήταν σκόπιμο σε επόμενη έκδοση του βιβλίου να δοθεί λίγο μεγαλύτερη σημασία στον ρόλο που παίζουν οι Ανεξάρτητες Αρχές στο ισχύον διοικητικό σύστημα ως παράδειγμα της σχέσης του κράτους με την κοινωνία. Επίσης θα μπορούσε να εξεταστεί αν θα ήταν ωφέλιμο να υπάρξει ένα κεφάλαιο ειδικά αφιερωμένο στην ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση και στους μηχανισμούς της ελληνικής διοίκησης για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις αυτές και ειδικότερα στην υποχρέωση να διασφαλιστεί η μακροοικονομική σταθερότητα. Οι σημαντικές μεταβολές στον τομέα του δημοσιονομικού ελέγχου και στον ρόλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι πιθανό να επηρεάσουν ευρύτερα το ελληνικό διοικητικό σύστημα και να διαμορφώσουν νέα δεδομένα.
Από τις σκέψεις που προεκτέθηκαν προκύπτει με σαφήνεια ότι το βιβλίο δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο για τον νέο επιστήμονα, τον φοιτητή ή τη φοιτήτρια. Προσφέρει επίσης ερεθίσματα και για το πιο ώριμο επιστημονικό κοινό αποτελώντας σημαντική συμβολή στη βιβλιογραφία για το διοικητικό σύστημα και τη δημόσια διοίκηση της χώρας μας.
Τέλος, θα μπορούσε να εξεταστεί η δυνατότητα να διαμορφωθεί μια βάση δεδομένων στο διαδίκτυο, όπου θα καταγράφονται οι συντελούμενες νομοθετικές μεταβολές έτσι ώστε να εξασφαλίζεται κατά το δυνατόν η έγκαιρη ενημέρωση του έργου.
Σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο αξίζει την προσοχή και το ενδιαφέρον όσων ασχολούνται και προβληματίζονται με τον μεγάλο ασθενή του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας που δεν είναι άλλος από τη δημόσια διοίκηση.

[1] Βλ. Γ. Τασόπουλου, Το συνταγματικό θεμέλιο των Ανεξάρτητων Αρχών, σε Κ. Σπανού, Δ. Α. Σωτηρόπουλος (επιμ.), Κουλτούρα, Ιστορία, Δημοκρατία. Τιμητικός Τόμος για τον Νικηφόρο Διαμαντούρο, (Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2018), σ. 137.

Βιβλιοπαρουσίαση: Γιάννης Τασόπουλος, Καθηγητής ΕΚΠΑ

Περιοδικό, Το Σύνταγμα, www.constitutionalism.gr

Η συγγραφέας μέσα από τα έξι καλοδομημένα κεφάλαια, στοχεύει μέσω της διάχυσης της διεθνούς πληροφορίας για τα μικροπλαστικά, στην αλλαγή της νοοτροπίας του κοινού απέναντι στη χρήση του πλαστικού και στη γενικότερη διαχείριση των απορριμμάτων. Δηλαδή, μέσω της γνώσης, στην αναβάθμιση του περιβάλλοντος. Σημαντικά σημεία του βιβλίου άξια προσοχής και ερ-μηνείας από τη συγγραφέα αποτελούν:

  • Τι είναι τα μικροπλαστικά (μέγεθος, χρωματισμός, σχήμα).
  • Ανακύκλωση των πλαστικών σήμερα.
  • Χρόνος ζωής των πλαστικών (μικρός, σε αντίθεση με τα μικροπλαστικά που παραμένουν για πολλά χρόνια).
  • Πλαστικά απορρίμματα στις θάλασσες, ρύπανση από δίκτυα-«φαντάσματα» που μαζί με άλλον εγκαταλελειμμένο αλιευτικό εξοπλισμό αντιπροσωπεύουν το 10% όλων των θαλάσσιων απορριμμάτων.
  • Κατηγορίες μικροπλαστικών (πρωτογενή βιο-μηχανικά, πρωτογενή κα-ταναλωτικά, δευτερογενή μικροαστικά).
  • Πηγές μικροπλαστικών.
  • Μεταφορά των μικροπλαστικών.
  • Ανίχνευση μικροπλαστικών στο ανθρώπινο σώμα.
  • Επιπτώσεις στο περιβάλλον και στον άνθρωπο. Ο αναγνώστης του βιβλίου που μπορεί να είναι ο επιστήμονας, ο φοιτητής αλλά και ο απλός πολίτης που ενδιαφέρεται για την ποιότητα της ζωής του και για την προστασία του περιβάλλοντος, είναι σε θέση με το διάβασμα του βιβλίου όχι απλά να γνωρίσει όλα τα σχετικά που αφορούν τα μικροπλαστικά, αλλά και να εμβαθύνει τις γνώσεις και αναζητήσεις του αναφορικά με τη μεταφορά των μικροπλαστικών στα εδάφη, στην ατμόσφαιρα, στα ποτάμια, στις θάλασσες, στο περιβάλλον γενικότερα. Ταυτόχρονα όμως ο αναγνώστης που είναι στην πραγματικότητα και ο ενημερωμένος περί τα περιβαλ-λοντικά πολίτης, εμβαθύνει τις γνώσεις του μέσα από την ανάλυση των επιπτώ-σεων των μικροπλαστικών από τη διασπορά τους στο περιβάλλον, γεγονός που είναι απόλυτα απαραίτητο προκειμένου να κατανοηθεί πλήρως ο κύκλος μεταφοράς των μικροπλαστικών και οι επιπτώσεις τους σε έμβια όντα όπως είναι τα πουλιά και τα ψάρια.

Η συγγραφέας προσπαθεί να απαντήσει και στο βασικό ερώτημα του ποιες είναι οι επιπτώσεις των μικροπλαστικών στον ανθρώπινο οργανισμό, μέσα από τη μελέτη των διαφόρων χημικών στοιχείων που υπάρχουν στα πλαστικά.

Η διάσταση που βάζει η συγγραφέας να εμβαθύνει και να αναλύσει τη σημερινή πραγματικότητα για τα μικροπλαστικά εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19) προσδίδει μια διάθεση επιστημονικής αγωνίας της για τη μελλοντική εξέλιξη της προστασίας των κοινωνιών από τα μικροπλαστικά, μια και οι περισσότερες κυβερνήσεις των χωρών παγκόσμια έχουν αποσύρει την απαγόρευση για τα πλαστικά μιας χρήσης, είτε έχουν στην καλύτερη των περιπτώσεων αναστείλει την εφαρμογή της. Το ερώτημα, το αν δηλαδή θα υπάρξει στο μέλλον περιβάλλον χωρίς μικροπλαστικά, το βάζει όχι ασφαλώς ρητορικά η συγγραφέας αλλά ουσιαστικά και είναι το απόσταγμα της όλης της μέχρι στιγμής επιστημονικής της ενασχόλησης με το αντικείμενο των μικροπλαστικών σε διεθνές επίπεδο. Και ζητά από τον κάθε πολίτη όχι απλά να ευαισθητοποιηθεί αλλά να ενδιαφερθεί ο ίδιος για την ουσιαστι-κή μείωση των μικροπλαστικών και νανοπλαστικών μέσα από τη μείωση των πλαστικών απορριμμάτων στα πλαίσια της ορθής λειτουργίας της κυκλικής οικονομίας.

 

 

Ο κ. Ιωάννης Κ. Καλαβρουζιώτης είναι καθηγητής, κοσμήτορας ΣΘΕΤ – ΕΑΠ

TO BHMA, Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Σε μία εποχή όπου οι συλλογικές βεβαιότητες μοιάζουν να καταρρέουν, ο νεοφιλελευθερισμός φαίνεται κυρίαρχος σε όλα τα κοινωνικά πεδία και η οργανωμένη συλλογική διεκδίκηση περνάει περίοδο ύφεσης, ίσως το παρελθόν να έχει να μας δώσει περισσότερα διδάγματα και αφορμές για προβληματισμό από ό,τι φανταζόμαστε. Ο Edward Palmer Thompson έζησε ακριβώς αυτή την κατάρρευση των συλλογικών βεβαιοτήτων, την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και την επέλαση του θατσερισμού. Πολιτικά ενεργός και ο ίδιος, από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βρετανίας για μία δεκαετία (1946-1956) και σαν ακτιβιστής για τον πυρηνικό αφοπλισμό, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών αγώνων της γενιάς του και η πένα του αντανακλά ακριβώς αυτές τις εξελίξεις τόσο στην ακαδημία ειδικά όσο και γενικά στην κοινωνία.

Και ο Thompson μας παρουσιάζει με έξοχο τρόπο, πως υπήρξε μία εποχή, όσο και τόσο μακρινή όσο μας παρουσιάζεται, όπου το παράλογο χαρακτήριζε την θρησκευτική προσήλωση του αστικού κόσμου στους νόμους της ελεύθερης αγοράς και στην ικανότητά της να αυτορυθμίζεται.

O Thompson δεν ήταν απλώς ένας αφοσιωμένος μαρξιστής ιστορικός και δηλωμένος σοσιαλιστής: την εποχή που η τάξη υποχωρούσε σαν αναλυτική κατηγορία στα δυτικά πανεπιστήμια και ο μαρξισμός αυτοπαγιδευόταν στις πνιγηρές αναλύσεις των Γάλλων (κυρίως) στρουκτουραλιστών, ο Thompson έδινε έναν διμέτωπο αγώνα. Αφενός επέμεινε στην διερεύνηση της ιστορίας της εργατικής τάξης, από όπου και προέκυψε το μνημειώδες The Making of the English Working Class (Η Συγκρότηση της Αγγλικής Εργατικής Τάξης, εκδόσεις του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Πειραιώς), αφετέρου αγωνίστηκε για την διερεύνηση των νοοτροπιών και των πεποιθήσεων των ίδιων των υποκειμένων της ιστορίας και δη των εργατικών και ευρύτερα λαϊκών στρωμάτων. Σε πείσμα της αλτουσεριανής εκδοχής του μαρξισμού που ανήγαγε σχεδόν όλες τις κοινωνικές εξελίξεις σε αόρατες δυνάμεις της ιστορίας που επενεργούν ανεπηρέαστα από και επί του κοινωνικού γίγνεσθαι, ο Thompson μελέτησε και ανέσυρε από την λήθη τις πεποιθήσεις και τα ελατήρια πίσω από τις πράξεις των στρωμάτων εκείνων που δεν είχαν την τύχη να αφήσουν τα αχνάρια τους στον δημόσιο λόγο. Ιστορικοί σαν τον Thompson και τον Ε. J. Hobsbawm έδωσαν στην ιστορική τους ανάλυση χώρο στην αυτενέργεια των ιστορικών υποκειμένων και επιζήτησαν να διαυγάσουν τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις τους. Η Ηθική Οικονομία του Πλήθους αποτελεί ένα έργο που εντάσσεται ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο.

Στο επίκεντρο της έρευνας του Thompson εν προκειμένω, τίθενται τα εργατικά και ευρύτερα λαϊκά στρώματα της Βρετανίας κατά το 18ο αιώνα και οι αντιδράσεις τους σε περιόδους σιτοδείας και ύψωσης της τιμής των τροφίμων. κυρίως δηλαδή οι Ταραχές για Τρόφιμα (Food Riots). Αντικρούοντας τις αναλύσεις συντηρητικών ιστορικών που έβλεπαν στις ταραχές απλώς οχλοκρατικά ξεσπάσματα οργής, ο Thompson μεθοδικά, ανασυνθέτει την νοοτροπία και το σκεπτικό των ανθρώπων της εποχής και πολύ πειστικά υποδεικνύει πως στον πυρήνα των αντιδράσεων του «πλήθους» βρίσκονταν αντιλήψεις για την οικονομία και την σχέση της με τα υπόλοιπα κοινωνικά πεδία, οι οποίες δεν ήταν σε καμία περίπτωση ανορθολογικές αλλά απλούστατα ήταν ασύμβατες με τα διδάγματα της Πολιτικής Οικονομίας, της νέας οικονομικής σκέψης που σάρωσε την Ευρώπη κατά τον 19οαιώνα. Οι Ταραχές για τα Τρόφιμα συνεπώς δεν αποτελούσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις, αλλά ήταν μορφές συλλογικής δράσης και επικαλούνταν συγκεκριμένες εθιμικές ρυθμίσεις στον χώρο της αγοράς, εμπνεόμενες από την αντίληψη πως οι ανθρώπινες ζωές και η κοινωνική συνοχή βάραιναν περισσότερο από τα κέρδη των εμπόρων και των παραγωγών. Η άποψη πως η αγορά θα μπορούσε να λειτουργεί ανεξέλεγκτα, θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρες κοινότητες και την κοινωνική συνοχή, όχι μόνο θεωρούνταν παράλογη, αλλά δεν απέκτησε ερείσματα παρά μόνο στις αρχές του 19ου αιώνα. Το σύνολο αυτών των λαϊκών αντιλήψεων ως προς την οικονομία ήταν που ο Thompson αναγνώρισε ως ηθική οικονομία του πλήθους.

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν αρκέστηκε στην σαρωτική του επιτυχία στο παρόν, αλλά ζήτησε να επικρατήσει αναδρομικά και στο παρελθόν. Όταν ένα κοινωνικό-οικονομικό σύστημα διεκδικεί τους τίτλους της «φυσικής» κατάστασης των πραγμάτων, δεν μπορεί και δεν θέλει να εξετάσει τις επώδυνες διαδικασίες του τοκετού του.

Η ηθική οικονομία πολύ σύντομα διαδόθηκε σαν εργαλείο στους χώρους των ανθρωπιστικών επιστημών. Η σύλληψη του Thompson κάλυψε ένα μεγάλο κενό, και αξιοποιήθηκε με πολλαπλούς τρόπους, προκειμένου να ερμηνευτούν οι στάσεις των ανθρώπων απέναντι κυρίως στην σαρωτική επικράτηση του Καπιταλισμού και ανάλογων σχέσεων παραγωγής και εργασίας. Αναρίθμητες εργασίες άντλησαν την έμπνευση τους από την Ηθική Οικονομία του Πλήθους, με ορισμένα από αυτά να συμπληρώνουν και να προεκτείνουν την επιχειρηματολογία του Thompson, όπως έκανε παραδείγματος χάριν ο James Scott με το έργο The Moral Economy of the Peasant (1976). Απαραίτητο φυσικά παραμένει σαν έργο για τους ιστορικούς: η ποικιλία των πηγών που ο Βρετανός ιστορικός αξιοποιεί για να διεισδύσει στην λαϊκή νοοτροπία και ο υποδειγματικός τρόπος που τις αξιοποιεί παραμένουν πρότυπο για όσους φιλοδοξούν να καταπιαστούν με την κοινωνική  και την εργατική ιστορία.

Πέραν των παραπάνω, η μεγαλύτερη αξία του βιβλίου ίσως έγκειται στην βαθιά πολιτική θέση που διαπνέει την αμφισβήτηση της  ιδέας πως ο Καπιταλισμός αποτελεί πάνω-κάτω φυσική κατάσταση για της ανθρώπινες κοινωνίες. Τούτη η ιδέα αποτελεί αξίωμα και θεμέλιο λίθο της κυρίαρχης αστικής αφήγησης. Η Ηθική Οικονομία συνεπώς, δεν αποτελεί μόνο ένα υποδειγματικό ιστορικό έργο, αλλά και μία ευθεία αμφισβήτηση του κυρίαρχου αφηγήματος.

Πολιτικά, οι πεποιθήσεις των ανθρώπων του 18ου αιώνα και οι πρακτικές τους, μπορεί σήμερα να μη λογίζονται καν ως ριζοσπαστικές. Άλλωστε ο Thompson δείχνει πως πολλές φορές τα χαμηλά στρώματα αναζητούσαν και ανεύρισκαν συμμαχίες με την αριστοκρατία, που τόσο ανησυχούσε για την ορμητική είσοδο της αστικής τάξης στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ωστόσο ακόμη και σήμερα ή μάλλον ακόμη περισσότερο σήμερα, η αμφισβήτηση της θέσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής σαν περίπου φυσική κατάσταση των πραγμάτων, αποτελεί μία βαθιά πολιτική τοποθέτηση. Και ο Thompson μας παρουσιάζει με έξοχο τρόπο, πως υπήρξε μία εποχή, όσο και τόσο μακρινή όσο μας παρουσιάζεται, όπου το παράλογο χαρακτήριζε την θρησκευτική προσήλωση του αστικού κόσμου στους νόμους της ελεύθερης αγοράς και στην ικανότητά της να αυτορυθμίζεται. Η ηθική οικονομία του πλήθους, συνιστούσε μία ολότελα διαφορετική αντίληψη για την θέση και τον ρόλο της οικονομίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ακόμη και αν δεν μπορεί να ιδωθεί σαν μία πραγματική εναλλακτική για την οργάνωση της κοινωνίας.

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν αρκέστηκε στην σαρωτική του επιτυχία στο παρόν, αλλά ζήτησε να επικρατήσει αναδρομικά και στο παρελθόν. Όταν ένα κοινωνικό-οικονομικό σύστημα διεκδικεί τους τίτλους της «φυσικής» κατάστασης των πραγμάτων, δεν μπορεί και δεν θέλει να εξετάσει τις επώδυνες διαδικασίες του τοκετού του. Και το έργο του Thompson επιτελεί ακριβώς αυτό το σκοπό. Με επιστημοσύνη και αίσθηση του καθήκοντος του ιστορικού και του πολιτικού ακτιβιστή, αλλά κυρίως με αγάπη και σεβασμό για τις κατώτερες τάξεις και τους ηττημένους της ιστορίας, διέσωσε από την λήθη τους ξεχασμένους αγώνες, ξεχασμένων ανθρώπων. Η Ηθική Οικονομία του πλήθους πλην όλων των άλλων είναι ένας φόρος τιμής στους ανώνυμους εκείνους ανθρώπους που έγραψαν ακόμη ένα κεφάλαιο στους αγώνες για την κοινωνική χειραφέτηση.

Πηγή: Βαβυλωνία